Γιώργης Παπανικολάου
Είναι σχεδόν σίγουρο ότι, αν όχι όλοι, τουλάχιστον οι περισσότεροι από μας, έχουμε διαβάσει ή έχουμε ακούσει, λίγο ως πολύ, να γίνεται λόγος κατά καιρούς, για το κατά πόσο μπορεί να ισχύει και να παίζει ρόλο στη διαμόρφωση της πραγματικότητας η εξελικτική θεωρία που διατυπώθηκε από τον Δαρβίνο πριν ενάμιση αιώνα, κι όπως αυτή προβάλλεται σήμερα από τους λεγόμενους νεοδαρβινιστές. Η σημερινή αναφορά μας στη θεωρία αυτή δεν έχει να κάνει τόσο με την οντική, δηλαδή την επιστημολογική κι εργαστηριακή διερεύνηση των στοιχείων της, αλλά με την οντολογική, δηλαδή την φιλοσοφική της προσέγγιση, προκειμένου να γίνει προσπάθεια προσδιορισμού των ορίων της στο γίγνεσθαι της πραγματικότητας.
Η ανάπτυξη του θέματος θα ακολουθήσει τρία (3) στάδια:
1. Μια πολύ συνοπτική ιστορική αναδρομή στην αρχική εννοιολόγηση της εξελικτικής θεωρίας και την επίδρασή της στο επιστημονικό και κοινωνικοθρησκευτικό γίγνεσθαι.
2. Αναφορά στα προβαλλόμενα βασικά στοιχεία τόσο των υποστηρικτών όσο και των αρνητών της εξελικτικής θεωρίας, στη νεότερη και στη σημερινή επικρατούσα κατάσταση.
3. Αναζήτηση των συμπερασματικών συνδέσεων μέσα από την διαλεκτική αντιπαράθεση των απόψεων, για τη δυνατότητα διατύπωσης μιας συνθετικής πρότασης.
Πριν αρχίσουμε την ανάπτυξη των τριών ενοτήτων πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι, σ’ αυτή τη προσπάθεια, δεν θα στηριχθούμε ούτε στις θρησκευτικές εξ’ αποκαλύψεως αλήθειες, ούτε και στις αθεϊστικές εμμονές των αναπόδεικτων προβολών και υποθέσεων. Αυτό που θα επιδιώξουμε είναι η προσέγγιση της αλήθειας με τη χρήση του Αριστοτέλειου λογικού συμπερασμού, δηλαδή με τις μεθόδους της επαγωγής και απαγωγής, υπό την αίρεση των αρχών της ταυτότητας (το Α είναι Α), της αντίφασης (μια πρόταση δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα αληθινή και ψευδής), του αποχρώντος λόγου (κάθε τι έχει τον λόγο της ύπαρξής του) και της αρχής του αποκλεισμού του τρίτου (μια πρόταση μπορεί να είναι μόνο είτε αληθινή είτε ψευδής). Η φιλοσοφική διερεύνηση των ορίων της Δαρβίνειας θεωρίας, μέσα στα προαναφερόμενα πλαίσια, προβάλει ως αναγκαία, διότι, απ’ την αρχική της δημοσιοποίηση, εντάχθηκε στη γενικότερη φυσιοκρατική αντίληψη των πραγμάτων, και συνέτεινε στη διαμόρφωση στάσεων ζωής στην ανθρώπινη καθημερινότητα. Ως εκ τούτου, γίνεται φανερό πως και η θεωρία αυτή υπόκειται στη διαλεκτική αντιπαράθεση του φιλοσοφικού στοχασμού.
Μετά τις παραπάνω διασαφηνίσεις μπορούμε πλέον να προχωρήσουμε στην παραπέρα ανάπτυξη του θέματος:
1.- Ιστορική αναδρομή, αρχική εννοιολόγηση, επιδράσεις
Η δημοσιοποίηση της εξελικτικής θεωρίας από τον Άγγλο φυσιοδίφη Κάρολο Δαρβίνο έγινε στα μέσα του 19ου αιώνα και ειδικότερα το 1859, με την έκδοση του βιβλίου του που έχει τον τίτλο «Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ». Πολύ συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι η Δαρβίνεια θεωρία, που στηρίχθηκε σε πολύχρονες έρευνες και παρατηρήσεις που έγιναν στα νησιά Γκαλαπάγκος κι αλλού, προβάλει την άποψη ότι, όλη η βιοποικιλότητα και όλοι οι τρόποι με τους οποίους παρουσιάζεται η ζωή στη φύση έχουν κοινή καταγωγή και προέρχονται από έναν κοινό μακρινό πρόγονο. Οι βασικές θέσεις που προωθεί η θεωρία αυτή στηρίζονται πάνω στις αρχές της διαρκούς εξέλιξης των όντων μέσω της διαδικασίας της φυσικής επιλογής. Γράφει λοιπόν ο Δαρβίνος στο προαναφερόμενο βιβλίο, ότι: κάτω από εναλλασσόμενες συνθήκες ζωής οι οργανισμοί μπορούν να παρουσιάζουν ατομικές διαφορές. Οι οργανισμοί που παρουσιάζουν αυτές τις διαφορές, πλεονεκτούν έναντι άλλων στον αγώνα για την επιβίωση, κι από την βασική αρχή της κληρονομικότητας θα παράγουν απογόνους που θα έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά. Αυτή η αρχή της διατήρησης ή της επιβίωσης των καλύτερα προσαρμοσμένων ειδών ονομάζεται Φυσική Επιλογή. Η Φυσική Επιλογή οδηγεί στη βελτίωση κάθε πλάσματος, σε σχέση με τις έμβιες και άβιες συνθήκες ζωής, και συνεπώς, στις περισσότερες περιπτώσεις, μπορεί να θεωρηθεί ότι συντελεί στη βελτίωση της δομής του πλάσματος. Η φυσική επιλογή οδηγεί ακόμα σε διαφοροποίηση των χαρακτηριστικών, γιατί όσο περισσότερο τα ενόργανα όντα αποκλίνουν μεταξύ τους σε δομή και συνήθειες, τόσο περισσότερα άτομα μπορούν να συντηρηθούν και να ανταπεξέλθουν στον αγώνα τους για την επιβίωση και τον πολλαπλασιασμό τους, ενώ οι λιγότερο βελτιωμένες μορφές ζωής οδηγούνται σε εξαφάνιση. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί η τεράστια ποικιλομορφία της ζωής που υπάρχει στη φύση, και ότι όλα τα ζώα και τα φυτά παντού και πάντα θα πρέπει να συγγενεύουν μεταξύ τους κατά ομάδες, με τέτοιο τρόπο ώστε ποικιλίες του ίδιου είδους να συγγενεύουν περισσότερο ή λιγότερο στενά, σχηματίζοντας υποομάδες και γένη που συγγενεύουν σε διαφορετικούς βαθμούς, σχηματίζοντας υποοικογένειες, οικογένειες, υποομοταξίες και ομοταξίες. Μ’ αυτόν τον τρόπο, οι συγγένειες όλων των όντων της ίδιας τάξης μπορούν να παριστάνονται μ’ ένα μεγάλο δένδρο, που δείχνει ότι, σε κάθε περίοδο ανάπτυξης, όλα τα αναπτυσσόμενα κλαδιά δοκίμασαν να διακλαδιστούν προς όλες τις κατευθύνσεις, να ξεπεράσουν και να εξοντώσουν τα γύρω κλαδιά, με τον ίδιο τρόπο που τα είδη και οι ομάδες των ειδών εκμηδένισαν άλλα είδη στον μεγάλο αγώνα για τη ζωή.
Με πιο απλά λόγια, ο Δαρβίνος ισχυρίζεται ότι το οποιοδήποτε είδος και η όποια ποικιλία ζωής υπάρχει, προέρχεται από έναν κοινό μακρινό πρόγονο, ο οποίος, κάτω από μια συνεχή πίεση ενός ανελέητου φυσικού μηχανισμού επιλογής, εξαναγκάστηκε σε συνεχείς τροποποιήσεις των χαρακτηριστικών του, που μεταφέρονταν από γενιά σε γενιά, έτσι ώστε, οι εκάστοτε απόγονοι να προσαρμόζονται όλο και περισσότερο στις απαιτήσεις του περιβάλλοντος για την επιβίωση και την αναπαραγωγή τους. Με αυτόν τον τρόπο και κατά την διάρκεια εκατομμυρίων ετών παρουσιάστηκε μια τεράστια ποικιλομορφία ειδών ζωής, που κατέκλυσαν τον πλανήτη σύμφωνα και με τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε τόπου.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να προσδιορίσουμε κάποια βασικά στοιχεία της θεωρίας αυτής, όπως:
α) Η συνέχεια της επιβίωσης και αναπαραγωγής ενός έμβιου οργανισμού είναι ευθέως ανάλογη με τις δυνατότητες προσαρμογής του στις συνθήκες ζωής.
β) Η συνεχής προσπάθεια προσαρμογής κάθε έμβιου όντος στις συνθήκες ζωής, πραγματοποιείται μέσα από έναν σκληρό ανταγωνισμό με τα άλλα όντα, πράγμα που συντελεί στην αλλαγή της μορφολογίας κάποιων όντων, με την εμφάνιση νέων χαρακτηριστικών.
γ) Η αλλαγή της μορφολογίας κάποιων οργανισμών με την εμφάνιση νέων χαρακτηριστικών, στηρίζεται στην χρησιμότητα των χαρακτηριστικών που επιλέγονται ως καταλληλότερα.
Εδώ διευκρινίζεται ότι ένα χαρακτηριστικό ενός οργανισμού θεωρείται προσαρμοστικό, εάν χρησιμεύει στον οργανισμό με τέτοιο τρόπο που να δικαιολογεί και να εξηγεί την παρουσία του.
Η δημοσίευση της Δαρβίνειας εξελικτικής θεωρίας προκάλεσε αμέσως αντιδράσεις, τόσο από τους εκπροσώπους της θρησκείας όσο και της επιστήμης.
Η βασική θρησκευτική αντίληψη της απ’ ευθείας δημιουργίας απ’ τον ίδιο τον Θεό των φυτών, των ζώων και του ανθρώπου, με την ίδια αρχική και αναλλοίωτη μορφή στην διαδρομή του γήινου χρόνου, αμφισβητείται πλέον ευθέως και φέρνει σε θέση άμυνας τους απολογητές των θρησκευτικών στερεότυπων. Όλοι σχεδόν οι θρησκευτικοί ηγέτες αποκήρυξαν στην αρχή την θεωρία του Δαρβίνου, ως μια αιρετική και αναπόδεικτη παρερμηνεία του φαινομένου της δημιουργίας του κόσμου. Αυτή η αντίδραση της θρησκευτικής ηγεσίας συνεπικουρείται από το επιστημονικό κατεστημένο, που επιδίδεται σε μια σχεδόν ειρωνική αμφισβήτηση της θεωρίας της εξέλιξης μέσω της φυσικής επιλογής. Ταυτόχρονα, οι θιασώτες του σκληρού καπιταλισμού εκμεταλλεύονται την αρχή της φυσικής επιλογής και προεκτείνοντας την ισχύ της στο οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, διακηρύσσουν τις αρχές του κοινωνικού δαρβινισμού. Ο όρος Κοινωνικός Δαρβινισμός εμφανίζεται για πρώτη φορά στο πολιτικό και κοινωνικό ευρωπαϊκό προσκήνιο το 1877, από τον Άγγλο φιλόσοφο και βιολόγο Χέρμπερτ Σπένσερ, ο οποίος, συνδυάζοντας τις απόψεις του προγενέστερου Άγγλου οικονομολόγου Τόμας Μάλθους με αυτές του Κάρολου Δαρβίνου, θεωρεί ότι το κράτος δεν πρέπει να παρεμβαίνει στις φυσικές διεργασίες της κοινωνίας, κι έτσι θα επιβιώνουν οι ισχυρότεροι άνθρωποι αφήνοντας τους ανίσχυρους να χαθούν. Οι απόψεις αυτές έγιναν αμέσως αποδεκτές από τους εκπροσώπους του σκληρού καπιταλισμού και λειτούργησαν ως ιδεολογικό πλαίσιο της ιμπεριαλιστικής και αποικιοκρατικής πολιτικής. Επίσης, ο Κοινωνικός Δαρβινισμός σε συνδυασμό με την Ευγονική χρησιμοποιήθηκε για την ανάπτυξη των ναζιστικών απόψεων, που αποσκοπούσαν στη διαιώνιση της άριας φυλής και στην αντίστοιχη εξολόθρευση των λιγότερο ισχυρών λαών.
Απ’ την άλλη μεριά, η Δαρβίνεια θεωρία της εξέλιξης μέσω της φυσικής επιλογής, χρησιμοποιήθηκε ως έναν βαθμό για την ανάπτυξη της Μαρξιστικής θεωρίας και τη διατύπωση του κομμουνιστικού μανιφέστου. Ο ίδιος ο Μαρξ έγραψε ότι: η «Καταγωγή των ειδών» είναι πολύ σημαντικό έργο και μου χρησιμεύει ως μια Φυσικό – Επιστημονική βάση για την ταξική πάλη στην ιστορία».
Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι η θεωρία του Δαρβίνου επέδρασε σχεδόν σ’ όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας, είτε δημιουργώντας ρήγματα σε κατεστημένες επιστημονικές, κοινωνικές και θρησκευτικές αντιλήψεις, είτε προσφέροντας κάποιες βάσεις για την εκδήλωση και ανάπτυξη αντίθετων ή και ακραίων θεωριών (καπιταλισμός, κομμουνισμός, κοινωνικός και οικονομικός δαρβινισμός, Ναζισμός κλπ).
Βέβαια, όταν η θεωρία του Δαρβίνου άρχισε κατά ένα μεγάλο μέρος να αποκτά επί πλέον αποδεικτικά στοιχεία στα επιστημονικά εργαστήρια της βιολογίας και της γενετικής, ορισμένοι θρησκευτικοί ηγέτες της Αγγλικανικής και της Καθολικής εκκλησίας, αποδέχθηκαν εν μέρει την εξέλιξη των ειδών, ως συμβατή με μια διασταλτική ερμηνεία της Βίβλου, μιλώντας για τη Θεϊστική εξέλιξη και τον ευφυή σχεδιασμό της δημιουργίας του κόσμου. Παρ’ όλ’ αυτά όμως, εξακολουθούν να υποστηρίζονται ακραίες απόψεις τόσο απ’ την πλευρά των φανατικών φονταμενταλιστών του δημιουργισμού, όσο και από τους φυσιοκράτες εξελικτικούς του αθεϊσμού.
Μετά απ’ αυτές τις διαπιστώσεις νομίζω ότι είναι σκόπιμο να περάσουμε στη δεύτερη ενότητα της προβληματικής μας, που αφορά τα βασικά στοιχεία που προβάλλονται τόσο από τους υποστηρικτές όσο και τους αρνητές της Δαρβίνειας θεωρίας, στη νεότερη και στη σημερινή επικρατούσα κατάσταση.
2.- Βασικά στοιχεία υπέρ ή κατά της εξελικτικής θεωρίας
Είπαμε και πιο πάνω ότι η αρχική απόρριψη της εξελικτικής θεωρίας από την εκκλησία, στηρίχθηκε κι από παγιωμένες απόψεις της επιστημονικής κοινότητας, που επικρατούσαν στα μεγάλα πανεπιστήμια σχεδόν μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα. Μεταξύ άλλων και ο Ουίλιαμ Πάλεϊ (1743 – 1805), προκειμένου να αντικρούσει κάποιες απόψεις σκεπτικιστών, σχετικά με τις παραδοσιακές αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού, ανέπτυξε την θεωρία του ευφυούς σχεδίου. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, ο τρόπος που λειτουργεί συνολικά ο κόσμος παραπέμπει σ’ έναν προηγούμενο νοητικό σχεδιασμό, όπου το κάθε τι έχει έναν ειδικό σκοπό. Όλοι οι επί μέρους σκοποί δένουν μεταξύ τους με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζουν μια αρμονική συνεργασία, η οποία οδηγεί στην επίτευξη ενός συνολικότερου σκοπού. Προς επιβεβαίωση των ισχυρισμών του ο Πάλεϊ αναφέρει μια μεγάλη σειρά αναμφισβήτητων παρατηρήσεων, που περιλαμβάνουν από την πολυπλοκότητα του ανθρώπινου ματιού μέχρι και την εναλλαγή των τεσσάρων εποχών. Μάλιστα, παρομοιάζει τον τρόπο λειτουργίας του κόσμου με την τελειότητα ενός ρολογιού, το οποίο προϋποθέτει τον σχεδιασμό και την κατασκευή του από έναν ωρολογοποιό. Έτσι λοιπόν, απέναντι στον παράγοντα του τυχαίου, που προβάλλεται από την εξελικτική θεωρία ως βάση μιας συνεχόμενης αλληλεπίδρασης των διάφορων συντελεστών του κοσμικού γίγνεσθαι, αντιπαραβάλλεται η θεωρία του ευφυούς σχεδίου, σύμφωνα με την οποία ο κόσμος δημιουργήθηκε με βάση την ανάπτυξη ενός σχεδιασμού από μια ανώτερη νοητική δύναμη. Εκτός απ’ αυτά, το 1884 ο Φρέντερικ Τεμπλ, ο οποίος αργότερα έγινε αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυ, υποστήριξε ότι ο Θεός έκανε κάτι πιο έξοχο απ’ το να δημιουργήσει απλά τον κόσμο: δημιούργησε δηλαδή τον κόσμο έτσι, ώστε αυτός να έχει την δύναμη δημιουργίας του εαυτού του. Η θεώρηση αυτή αποδέχεται και εντάσσει την Δαρβίνεια εξελικτική θεωρία στα πλαίσια του γενικότερου ευφυούς σχεδιασμού από την ανώτατη νοητική οντότητα. Μ’ αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο απορρίπτεται η τυχαιότητα ως παράγοντας δημιουργίας, αλλά προσδίδεται και νοητικό υπόβαθρο στο ένστικτο, ως βασικός συντελεστής διατήρησης του φαινομένου της ζωής. Με την αποδοχή του ευφυούς σχεδίου, η δημιουργία του Κόσμου στηρίζεται στην ιδέα μιας νοητικής αλληλουχίας στην ανάπτυξη των γεγονότων και των φαινομένων που συνιστούν το Σύμπαν. Η θεώρηση αυτή, εκτός της θρησκευτικής οντολογίας, στηρίζεται και σε επιστημονικές απόψεις, οι οποίες έχουν να κάνουν τόσο με τις συνεχείς ανακαλύψεις των νόμων που διέπουν το Συμπαντικό γίγνεσθαι, όσο και με την ιδιάζουσα σωματικό – πνευματική κατάσταση του ίδιου του ανθρώπινου πλάσματος, και ειδικότερα με το φαινόμενο της ανθρώπινης συνείδησης. Έτσι, τόσο απ’ την θρησκεία όσο κι από ένα μέρος της επιστημονικής κοινότητας προβάλλονται τρία βασικά στοιχεία, με τα οποία αμφισβητείται ο παράγοντας του τυχαίου και της γενίκευσης μιας τυφλής φυσικής επιλογής στην όλη διαδικασία του κοσμικού γίγνεσθαι.
Τα στοιχεία αυτά είναι: α) ο ευφυής σχεδιασμός της δημιουργίας, στα πλαίσια μιας θεμελιώδους δυϊστικής διάκρισης μεταξύ ύλης και νου β) η εμφάνιση της ζωής και γ) η ύπαρξη της συνείδησης και ειδικότερα της ηθικής συνείδησης του ανθρώπου.
Απέναντι στην προβολή των παραπάνω στοιχείων από τους αρνητές της εξελικτικής θεωρίας, ο ίδιος ο Δαρβίνος απαντά ότι: «Η άγνοιά μας σχετικά με τους νόμους της ποικιλότητας είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Ούτε μια στις εκατό περιπτώσεις δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ως προς τις αιτίες που προκάλεσαν την εμφάνιση ποικιλότητας… Όμως, όποτε υπήρξε δυνατότητα σύγκρισης, φαίνεται ότι είναι οι ίδιοι νόμοι που έχουν επιδράσει στη δημιουργία είτε των μικρότερων διαφορών, μεταξύ των ποικιλιών ενός είδους, είτε των μεγαλύτερων διαφορών, μεταξύ των ειδών του ίδιου γένους». Παρ’ ότι λοιπόν ο Δαρβίνος αποδέχεται την άγνοια γύρω από τις βαθύτερες αιτίες που συντελούν στην ύπαρξη της τεράστιας ποικιλομορφίας της ζωής, εντούτοις, θεωρεί πως ότι δεν οφείλεται φανερά στην διαδικασία της φυσικής επιλογής, δεν αποκλείεται να αποτελεί ένα στάδιο για την τελική μετάβαση στο χρήσιμο και αναγκαίο. Το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται στη θεώρηση ότι η φυσική επιλογή λειτουργεί χωρίς συνείδηση κάποιου συγκεκριμένου σχεδίου, αλλά πάντοτε βασίζεται στην αρχή της επικράτησης του πλέον κατάλληλου στοιχείου για την επιβίωση και την αναπαραγωγή. Δηλαδή, αν υποθέσουμε ότι ένα χαρακτηριστικό των όντων δεν εκπληρεί κάποια φανερά χρήσιμη και αναγκαία αποστολή, αυτό δεν είναι παρά ένα μεταβατικό στάδιο προς τη τελική διαμόρφωση του χρήσιμου και αναγκαίου χαρακτηριστικού. Και πάντα αυτή η μετάβαση στο χρήσιμο και αναγκαίο εξελίσσεται, όχι σαν την σταδιακή πραγματοποίηση ενός ευφυούς σχεδίου, αλλά σαν μια μηχανιστική ενέργεια για την κάλυψη της ανάγκης ύπαρξης των πιο χρήσιμων στοιχείων και χαρακτηριστικών στον αγώνα της επιβίωσης.
Οι υποστηρικτές της εξελικτικής θεωρίας ενισχύθηκαν με την εμφάνιση του νεοδαρβινισμού, που στη συντριπτική πλειοψηφία των εκφραστών του – επιστημόνων ή μη – συνδυάζεται με τη διακήρυξη του αθεϊσμού. Στηριζόμενοι λοιπόν πάνω στις βασικές θέσεις της θεωρίας του Δαρβίνου, προχωρούν σε ακραίες διατυπώσεις με την αναγωγή των πάντων στον κανόνα της αναγκαιότητας, που λειτουργεί αυτόματα παντού και πάντα και προσδιορίζεται από μηχανιστικούς παράγοντες. Έτσι, ο κόσμος δεν χρειάζεται την ύπαρξη κάποιου σχεδίου για να λειτουργήσει, κι όλα ρυθμίζονται από τις διαδικασίες της φυσικής επιλογής.
Ένας από τους κυριότερους σημερινούς εκπροσώπους του νεοδαρβινισμού, ο καθηγητής βιολογίας κ. Ρίτσαρντ Ντόουκινς (Richard Dawkins), που κατέχει την έδρα για την κατανόηση της επιστήμης από το ευρύ κοινό στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, απαντά στα επιχειρήματα των υποστηρικτών του ευφυούς σχεδίου, ως εξής:
«Το ευφυές σχέδιο δεν είναι η κατάλληλη εναλλακτική λύση απέναντι στο τυχαίο. Η φυσική επιλογή δεν αποτελεί απλώς μια οικονομική, εύλογη και κομψή λύση. Είναι η μόνη λειτουργική εναλλακτική λύση απέναντι στο τυχαίο…».
Ο νεοδαρβινισμός, τουλάχιστον όπως εκφράζεται από τον Ντόουκινς, δεν αποκλείει μόνο την ύπαρξη του ευφυούς σχεδίου, αλλά και την τυχαιότητα ως παράγοντα της οποιασδήποτε εξελικτικής διαδικασίας. Απέναντι σ’ αυτές τις δυο εκδοχές προβάλει ως μοναδική πραγματική λύση τον μηχανισμό της φυσικής επιλογής. Επιμένει λοιπόν ο Ντόουκινς ότι: «Ούτε το τυχαίο, ούτε το σχέδιο αποτελούν λύση στο πρόβλημα της στατιστικής απιθανότητας… Η φυσική επιλογή αποτελεί πραγματική λύση, τη μόνη αποτελεσματική λύση που προτάθηκε ποτέ. Και δεν είναι μόνο αποτελεσματική. Διαθέτει επίσης εκπληκτική κομψότητα και δύναμη».
Έτσι, στους ισχυρισμούς και στα ερωτήματα των δημιουργιστών, ο νεοδαρβινισμός απαντά με το επιχείρημα του μηχανισμού της φυσικής επιλογής, που έχοντας απεριόριστες δυνατότητες, μπορεί να δώσει λύση και στη μεγαλύτερη στατιστική απιθανότητα. Η ύπαρξη και των πιο τέλειων οργάνων, όπως για παράδειγμα ο οφθαλμός, μέχρι και αυτού τούτου του σύμπαντος, έχουν να κάνουν με την διαδικασία της φυσικής επιλογής. Όσο κι αν φαίνεται απίθανο κάτι τέτοιο, αυτή η απιθανότητα μπορεί να καλυφθεί με μια σταδιακή κι απειροελάχιστη κάθε φορά μεταβολή στη διάρκεια των εκατομμυρίων ετών του γήινου χρόνου. Οτιδήποτε λοιπόν αποτελεί έκφανση ζωής, σε οποιοδήποτε στάδιο εξέλιξης κι αν βρίσκεται, οφείλεται ή και εξαρτάται από την διαδικασία της φυσικής επιλογής. Αυτή η θεώρηση του νεοδαρβινισμού έχει σαν λογικό επακόλουθο την αποδοχή και προβολή του μονισμού, δηλαδή την ταύτιση νου και ύλης. Έτσι, ο Ντόουκινς δηλώνει ότι είναι πεπεισμένος μονιστής και γι’ αυτό πιστεύει ότι ο νους αποτελεί εκδήλωση της ύλης, δηλαδή του υλικού μέρους ενός εγκεφάλου ή ίσως ενός υπολογιστή, και δεν μπορεί να υπάρχει χωριστά από την ύλη.
Απ’ όσα αναφέρθηκαν μέχρι τώρα, διαμορφώνονται σε γενικές γραμμές, οι θέσεις των δυο διαφορετικών θεωρήσεων, σχετικά με το γίγνεσθαι της κοσμικής πραγματικότητας. Ως εκ τούτου, μπορούμε να διερευνήσουμε την δυνατότητα διαμόρφωσης μιας συνθετικής πρότασης, μέσα από μια προσπάθεια διασαφήνισης των ορίων της Δαρβίνειας εξελικτικής θεωρίας.
3.- Διασυνδέσεις, διαπιστώσεις και συμπεράσματα
Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου «Η καταγωγή των ειδών», που έχει τίτλο «Ανακεφαλαίωση και συμπεράσματα», ο Δαρβίνος γράφει: «Καθώς τα συμπεράσματά μου έχουν τελευταία πολύ διαστρεβλωθεί και έχει αναφερθεί ότι αποδίδω την τροποποίηση των ειδών αποκλειστικά στη Φυσική Επιλογή, θα μου επιτραπεί να παρατηρήσω ότι στην πρώτη έκδοση αυτής της εργασίας, και ακολούθως, έβαλα στην πιο πασιφανή θέση – δηλαδή στο κλείσιμο του κεφαλαίου της εισαγωγής – τις ακόλουθες λέξεις: «Έχω πειστεί ότι η Φυσική Επιλογή ήταν το κύριο, αλλά όχι το αποκλειστικό μέσο τροποποίησης». Ακόμα, στην εισαγωγή του κεφαλαίου «περί του ενστίκτου», διευκρινίζει ότι: «Πολλά ένστικτα είναι τόσο θαυμαστά που η ανάπτυξή τους ίσως να φαινόταν στον αναγνώστη σαν αρκετή δυσκολία, ικανή να ανατρέψει όλη μου την θεωρία. Δηλώνω κατ’ αρχάς ότι δεν έχω πρόθεση να ασχοληθώ με την καταγωγή των πνευματικών ικανοτήτων ούτε και με την προέλευση της ίδιας της ζωής. Θα ενδιαφερθούμε μόνο για τις ποικιλίες του ενστίκτου και των άλλων πνευματικών ιδιοτήτων στα ζώα της ίδιας ομάδας». Επίσης, λίγο πιο κάτω αναφέρει ότι: «Δε βλέπω βάσιμο λόγο γιατί οι απόψεις που διατυπώθηκαν σε αυτόν τον τόμο, θα μπορούσαν να θίξουν τα θρησκευτικά συναισθήματα οποιουδήποτε». Και τελειώνει το βιβλίο του με την εξής καταπληκτική φράση: «Υπάρχει μεγαλείο σε αυτή την άποψη της ζωής, με τις διάφορες δυνάμεις της, που εμφυσήθηκαν αρχικά από τον Δημιουργό σε λίγες μορφές ή σε μια, και που, ενώ αυτός ο πλανήτης συνεχίζει να περιστρέφεται σύμφωνα με τον σταθερό νόμο της βαρύτητας, από μια τόσο απλή αρχή (σ.σ. εννοεί την φυσική επιλογή) έχουν εξελιχθεί και εξελίσσονται ατέλειωτες μορφές ολοένα πιο ωραίες και πιο θαυμαστές».
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι ο ίδιος ο Δαρβίνος, όχι μόνο δεν θεωρεί την Φυσική Επιλογή ως την μοναδική δύναμη στην οποία οφείλεται το ότι βρίσκεται και υπάρχει, αλλά, υπερβαίνοντας τον αγνωστικισμό που εκφράζει σε κάποιες περιπτώσεις, αναφέρει την Φυσική Επιλογή ως μια από τις δυνάμεις που εμφυσήθηκαν από τον Δημιουργό, προκειμένου να υπάρχει και να εξελίσσεται ό,τι από τον άνθρωπο χαρακτηρίζεται ως άβιο και έμβιο ον.
Ο νεοδαρβινισμός δεν αρκείται σ’ αυτές τις ξεκάθαρες απόψεις του Δαρβίνου, αλλά προσπαθεί να ερμηνεύσει τα πάντα με βάση την διαδικασία της Φυσικής Επιλογής. Έτσι, από το 1937 αρχίζει να διαμορφώνεται η «θεωρία της μοντέρνας σύνθεσης», η οποία συνδέει τον Δαρβινισμό με την γενετική και την σύγχρονη μοριακή εξέλιξη. Κι εδώ μια βασική αρχή της εξέλιξης είναι ότι η μορφολογία των οργανισμών εξηγείται με την αρχή της χρησιμότητας των χαρακτηριστικών που επιλέγονται ως καταλληλότερα. Διευκρινίζεται και πάλι ότι: ένα χαρακτηριστικό ενός οργανισμού θεωρείται προσαρμοστικό εάν χρησιμεύει στον οργανισμό με τέτοιο τρόπο που να δικαιολογεί και να εξηγεί την παρουσία του.
Η σχολή σκέψης του νεοδαρβινισμού, όπως εκφράζεται και απ’ τον Ντόουκινς, σε αντίθεση με τις επιφυλάξεις που διατυπώνονται απ’ τον ίδιο τον Δαρβίνο, θεωρεί ότι τα πάντα εκπορεύονται από την ύλη και υπόκεινται στη μηχανιστική διαδικασία της φυσικής επιλογής. Έτσι, απέναντι στους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς των δημιουργιστών, ο Ντόουκινς θεωρεί ότι η νόηση υφίσταται μόνο ως προϊόν της ύλης, και μάλιστα όταν αυτή είναι οργανωμένη ως εγκέφαλος ή ως ηλεκτρονικός υπολογιστής. Η θεώρηση αυτή αποτελεί τη βάση του αθεϊσμού, μια και αποκλείει τη νόηση ως την πρώτη αιτία δημιουργίας της ύλης. Τα πάντα λοιπόν εξηγούνται και ανάγονται στις ακατάλυτες υλικές δυνάμεις και στις απεριόριστες δυνατότητες της ύλης να εξελίσσεται διαρκώς και να δημιουργεί καινούργια δεδομένα και ισορροπίες. Η άποψη αυτή έχει γίνει αποδεκτή από ένα μεγάλο τμήμα της επιστημονικής κοινότητας, μια και η εξελικτική θεωρία έχει πλέον επαληθευτεί στα επιστημονικά και ερευνητικά εργαστήρια. Όμως, όχι μόνο δεν έχει καθόλου αποδειχτεί ότι η διαδικασία της εξέλιξης είναι και η γενεσιουργός αιτία του κόσμου, αλλά τουναντίον, όπως θα αναφέρουμε παρακάτω, υπάρχουν ισχυρότατες ενδείξεις αμφισβήτησης του γεγονότος αυτού. Παρ’ όλ’ αυτά, υπάρχουν επιστήμονες που, ξεπερνώντας κάθε όριο επιστημονικής τεκμηρίωσης και βασιζόμενοι στη θεωρία των πολλαπλών συμπάντων, αφήνουν σαφέστατα να εννοηθεί ότι η ύπαρξη του δικού μας σύμπαντος οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην εφαρμογή της θεωρίας της δοκιμής και του λάθους. Κι αυτό, όταν ξέρουν ή όφειλαν να ξέρουν ότι, αυτό που ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ως σύμπαν, δεν είναι ούτε το 4% αυτού που βρίσκεται και υπάρχει, μια και το υπόλοιπο 96%, όπως πρόσφατα ανακαλύφτηκε, αποτελείται από την άγνωστη σκοτεινή ύλη και σκοτεινή ενέργεια. Σχετικά με το ζήτημα της νόησης, σαν έναν πρώτο επιστημονικό αντίλογο στους ισχυρισμούς του νεοδαρβινισμού, μπορώ να προβάλω ένα βασικό συμπέρασμα του συμποσίου νευρολογίας με θέμα: «Εγκέφαλος – Συνείδηση», που έγινε το 2002 απ’ το πανεπιστήμιο Κρήτης, και αναφέρει ότι: «Προς το παρόν, όπως οι νοησιοκράτες (μενταλιστές) δεν μπορούν να παρουσιάσουν ένα ελέγξιμο μοντέλο που να δείχνει πως ο «νους» αλληλεπιδρά με τον «εγκέφαλο», έτσι και οι υλιστές δεν μπορούν να εξηγήσουν πως τα «νευρωνικά κυκλώματα» γενούν τον «νου»… και πιο κάτω αναφέρει ότι η συνείδηση δεν μπορεί να εξηγηθεί στο πλαίσιο των παραδειγμάτων της σημερινής επιστήμης». Αλλά και ο ίδιος ο Ντόουκινς, μη μπορώντας ν’ αποφύγει τα ερωτήματα που δημιουργούνται από τις ακραίες απόψεις του νεοδαρβινισμού, αναφέρει τα εξής: «Η προέλευση της συνείδησης αποτελεί πιθανόν ένα μεγάλο κενό, η γεφύρωση του οποίου υπήρξε εξίσου απίθανη με την προέλευση του ανθρώπινου κυττάρου…Εκ πρώτης όψεως, η Δαρβινική ιδέα ότι κινητήρια δύναμη της εξέλιξης είναι η φυσική επιλογή, φαίνεται ακατάλληλη να εξηγήσει όση καλοσύνη διαθέτουμε ή τα συναισθήματα ηθικότητας, ευπρέπειας, ενσυναίσθησης και ελέους… Δεν μπορούμε να εμποδίσουμε τον εαυτό μας να αισθανθεί λύπη όταν βλέπουμε κάποιον δυστυχή να κλαίει (ο οποίος δεν έχει σχέση με μας, ούτε έχει δυνατότητα ανταπόδοσης)… Σίγουρα υπάρχουν ευγενείς σκοποί για τους οποίους αξίζει να πεθάνει κανείς… Η τέχνη και η επιστήμη αποτελούν ραγδαία αναπτυσσόμενες εκδηλώσεις της αυξημένης ισχύος του εγκεφάλου μας, ως απροσδόκητο δώρο της εξελικτικής διαδικασίας».
Για όλες αυτές τις αναμφισβήτητες διαπιστώσεις, που έχουν να κάνουν με την ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης συνείδησης, και ειδικότερα την λεγόμενη «ηθική συνείδηση», η οποία υπερβαίνει την ωφελιμιστική χρησιμότητα του ανώτερου φυσικού σκοπού της επιβίωσης και αναπαραγωγής, Ο Ντόουκινς δίνει τις εξής απαντήσεις: Ότι αποτελεί εκδηλώσεις συνείδησης ή ηθικής συνείδησης, «πρόκειται για αστοχίες, για δαρβινικά λάθη – ευλογημένα, πολύτιμα λάθη». Δηλαδή, προκειμένου ο νεοδαρβινισμός να ξεφύγει από τα αδιέξοδα που δημιουργούνται από την βασική θεώρηση περί της μοναδικότητας του χρήσιμου και ωφέλιμου που προκύπτει από την όποια εξελικτική διαδικασία, αποδίδει την ανθρώπινη συνείδηση σε αστοχία και λάθος της φυσικής επιλογής. Αλλά δεν αρκείται μόνο σ’ αυτό και προτείνει και μια άλλη λύση, που λέει ότι: «Μερικές φορές, όχι ιδιαίτερα σπάνια, τα γονίδια εξασφαλίζουν τη δική τους «εγωιστική» επιβίωση επηρεάζοντας τους οργανισμούς ώστε να συμπεριφέρονται αλτρουιστικά»!!! Είναι φανερή η εξωφρενική αντίφαση που υπάρχει στην ουσία αυτής της διατύπωσης. Αλλά δεν είναι και η μοναδική αντίφαση που υπάρχει στις διατυπώσεις του νεοδαρβινισμού. Ενώ απ’ τη μια διατείνεται ότι: «Η Δαρβινική εξέλιξη προχωρά απρόσκοπτα αφότου δημιουργήθηκε η ζωή…. Διότι η φυσική επιλογή δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς αυτή», απ’ την άλλη υποστηρίζει τη θεωρία που μιλάει για τη διαδικασία της φυσικής επιλογής μεταξύ πολλών συμπάντων για να υπάρξει το συγκεκριμένο «δικό μας» σύμπαν. Η αντίφαση είναι φανερή! Η εξέλιξη με τη διαδικασία της φυσικής επιλογής δεν μπορεί να υπάρξει στην άβια ύλη. Αν δεχθούμε λοιπόν ότι το «δικό μας» σύμπαν είναι το αποτέλεσμα ενός είδους φυσικής επιλογής μεταξύ πολλών συμπάντων, τότε, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως η λεγόμενη άβια ύλη έχει πολλά απ’ τα χαρακτηριστικά που, σύμφωνα με τη βιολογία, προσδιορίζουν την έμβια ύλη, όπως: κίνηση, «ενστικτώδης διεργασία», «αναπαραγωγή», κληρονομικότητα, μεταλλαγμένες παραλλαγές κληρονομούμενων στοιχείων. Όμως, αυτή η συλλογιστική παραπέμπει άμεσα σ’ αυτό που ακριβώς θέλει ν’ αποφύγει, δηλαδή στην ύπαρξη ενός είδους διάνοιας. Διότι, δεν υπάρχει έκφανση ζωής χωρίς ένα είδος νόησης, έστω κι αν τη δούμε σαν ένα μοναδικό μηχανιστικό παράγωγο της ύλης. Αν μάλιστα πάρουμε υπόψη τη θεώρηση του υλισμού ότι η νόηση δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από κάποιο είδος «ηλεκτρονικών προγραμμάτων», τότε δεν είναι καθόλου περίεργο να οδηγηθούμε στην παράλογη ιδέα κάποιου φυσικού «υπερσυμπαντικού ηλεκτρονικού υπολογιστή»!!!
Δείχνει τουλάχιστον «έπαρση» όταν επιστήμονες, ξεπερνώντας κάθε όριο επιστημονικής τεκμηρίωσης, αφήνουν σαφέστατα να εννοηθεί ότι η ύπαρξη του Σύμπαντος Κόσμου οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην εφαρμογή της θεωρίας της δοκιμής και του λάθους.
Η εξέλιξη λοιπόν δεν αφορά την δημιουργία της ζωής καθαυτή, αλλά αποτελεί φυσικό επακόλουθο της μετέπειτα συνέχειας του γεγονότος αυτού. Η δυναμική της εκκίνησης του γεγονότος «προϊδεάζει» για την ανάπτυξη και την εξέλιξη του γεγονότος.
Οι έννοιες της ανάπτυξης και της εξέλιξης έχουν σαν προϋπόθεση το πρωταρχικό γεγονός της ύπαρξης.
Από τη στιγμή που θα ξεκινήσει το γεγονός της ύπαρξης, ξεκινάει και η φυσιολογική διαδικασία πραγμάτωσης του πρωταρχικού σκοπού, δηλαδή της προσπάθειας διατήρησης του υπαρκτικού γεγονότος με την αυτοσυντήρηση και την αναπαραγωγή, που γίνεται σ’ ένα – και σε συνάρτηση μ’ ένα – μεταβαλλόμενο περιβάλλον.
Η εξέλιξη λοιπόν, που μπορεί να φτάσει μέχρι και την ριζική μετάλλαξη, προκύπτει σαν επακόλουθο του φαινομένου της ζωής, κι εντάσσεται στη δυναμική της ανάπτυξης, σε συνάρτηση με τους παράγοντες του περιβάλλοντος που συνιστούν οι συνθήκες ισόρροπης αλληλεξάρτησης της άβιας και έμβιας ύλης.
Μ’ αυτόν τον ορισμό της εξέλιξης προσδιορίζεται και ο πραγματικός καθοριστικός της ρόλος στη διαδικασία διατήρησης και ανάπτυξης του γεγονότος της ύπαρξης, που σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορεί να είναι και η γενεσιουργός αιτία του γεγονότος αυτού.
Η όλη διαδικασία της φυσικής επιλογής με τη μέθοδο της δοκιμής και του λάθους, δεν είναι παρά ο δυναμικός τρόπος διεξόδου από τις δυσκολίες που υπάρχουν στη προσπάθεια υλοποίησης της ανυποχώρητης επιθυμίας της ύπαρξης για επιβίωση και αναπαραγωγή.
Ως εκ τούτου, η ύπαρξη του φαινομένου της συνείδησης στον άνθρωπο και μάλιστα της λεγόμενης ηθικής συνείδησης, υπερβαίνει πράγματι την αναγκαιότητα μιας ατομικιστικής ωφελιμιστικής υπαρκτικής συμπεριφοράς και παραπέμπει στην αναζήτηση του σκοπού αυτής της υπέρβασης.
Πάντως, και σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να έχει λογική βάση η άποψη που λέει ότι, η ηθική συνείδηση, που οριοθετεί την απόλυτη διαφορά του ανθρώπου από τα υπόλοιπα γνωστά όντα, αποτελεί μια λανθασμένη εκδήλωση της φυσικής επιλογής στα πλαίσια της εξελικτικής διαδικασίας.
Όσοι εξακολουθούν να υποστηρίζουν κάτι τέτοιο, το κάνουν είτε ως μια λανθασμένη κατάληξη μιας τουλάχιστον μονομερούς ερμηνείας της Δαρβίνειας εξελικτικής θεωρίας, είτε εκ του πονηρού, για τη τεκμηρίωση ακραίων θεωρήσεων που συνηγορούν στην πραγμάτωση εκφάνσεων της κατώτερης συνείδησης του ανθρώπου.
Το παραπάνω κείμενο στηρίχθηκε στη βιβλιογραφία και στη θεματολογία του βιβλίου μου: «Η νοητική αλληλουχία των πραγμάτων».
πηγή: Aντίφωνο