Μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα, το ερώτημα για το πώς νομιμοποιείται η επιβολή των εξαναγκαστικών θεσμών, δεν φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα τους φιλοσόφους. Από τα τέλη της κλασσικής αρχαιότητας μέχρι την Αναγέννηση, η διακυβέρνηση ενός κράτους ή μιας πολιτείας είχε κληρονομικό χαρακτήρα, ο οποίος νομιμοποιούταν από τη θεία καταγωγή του. Η ελέω θεού εξουσία, θεωρούνταν αυτονόητη. Η σκέψη αυτή αλλάζει με τον Thomas Hobbes (1588- 1679). Ο Hobbes διερωτάται για πρώτη φορά για το ποιοι είναι οι λόγοι που ο λαός αποδέχεται τους καταναγκαστικούς θεσμούς και τους νόμους που επιβάλλονται από τον ανώτατο άρχοντα και κυβερνήτη. Ποιο είναι δηλαδή αυτό το στοιχείο, που νομιμοποιεί την υποταγή σε έναν εξουσιαστικό μηχανισμό.
Η απάντηση που δίνει είναι περίπου αυτή: Επειδή η ανθρώπινη φύση κυριαρχείται από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και επειδή ο άνθρωπος σε μια ελεύθερη και πρωτόγονη κατάσταση κυριευμένος από τα πάθη του, θα συμπεριφερόταν απέναντι στους άλλους ανθρώπους σαν λύκος, προκειμένου να διατηρηθεί στη ζωή και να διαφυλάξει τα συμφέροντά του, αναγκάζεται να εκχωρήσει ένα μέρος της ελευθερίας του σε κάποια αυθεντία, στον Κυρίαρχο, και να υποταχθεί σε αυτόν, υπό την προϋπόθεση ότι και ο διπλανός του θα κάνει το ίδιο.
Ο άνθρωπος δηλαδή, προκειμένου να μην αφανιστεί μέσα από μια κατάσταση πολέμου όλων εναντίων όλων, συνάπτει ένα συμβόλαιο με ένα πρόσωπο (ή ένα συμβούλιο προσώπων), δια του οποίου η μια πλευρά εκχωρεί ένα μέρος της ελευθερίας της προκειμένου να διαφυλάξει τη ζωή της, η δε άλλη πλευρά, δεσμεύεται να τηρήσει όλους τους όρους που απαιτούνται προκειμένου να εξασφαλιστεί το αγαθό της ειρήνης και η επιβίωσή τους. Το συμβόλαιο αυτό, που συνιστά στην ουσία μια πράξη υποταγής, νομιμοποιεί τον απολυταρχισμό, όχι επειδή είναι θεόσταλτος, αλλά επειδή η φύση του ανθρώπου είναι τέτοια, που για χάρη της ειρήνης και της ασφάλειάς του, επιλέγει να θυσιάσει την ελευθερία του προκειμένου να επιβιώσει.
Η μεταμόρφωση των φυσικών προσώπων σε πολίτες μιας κοινωνίας, κατά τον Rousseau, τους καθιστά μέρη μιας πολιτικής ολότητας, οι οποίοι όχι μόνο δεν χάνουν την ελευθερία τους, αλλά υπακούοντας στους νόμους, υπακούν ουσιαστικά στην αυτονομοθεσία τους. Με άλλα λόγια το κοινωνικό συμβόλαιο του Rousseau αποτελεί ουσιαστικά μια αυτοσύμβαση των πολιτών (ως άτομα) με τον εαυτό τους (ως πολιτικό οργανισμό) και όχι μια σύμβαση των πολιτών με κάποια άρχουσα τάξη ή με κάποιον ηγεμόνα.
Για τον Rousseau, κι αυτό έχει επίκαιρη σημασία, είναι αναμενόμενο κάθε μορφή εξουσίας να διαφθείρει αυτούς που την κατέχουν. Με αυτό το σκεπτικό τάσσεται κατά της αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, διότι θεωρεί ότι οι αντιπρόσωποι του λαού σταδιακά και ανεξάρτητα από τις προθέσεις τους θα διαφθαρούν και θα καταχραστούν την εξουσία τους. Για τον λόγο αυτό υποστηρίζει ότι ο λαός πρέπει να είναι ο μόνος νομοθέτης, οι δε εκπρόσωποί του λαού που αναλαμβάνουν να εκτελέσουν και να διαφυλάξουν τους νόμους, θα πρέπει απλά να είναι εντολοδόχοι, υπουργοί και υπηρέτες της γενικής βούληση.
Του Άλκη Γούναρη στο alkisgounaris.com