Εννέα μικρές ιστορίες Ζεν
Ο νεαρός πρωταθλητής, έκανε αρχικά επίδειξη ικανοτήτων, χτυπώντας από μεγάλη απόσταση το κέντρο ενός στόχου και μετά χωρίζοντας στα δύο το πρώτο βέλος με ένα δεύτερο. «Ορίστε!» είπε μετά στον δάσκαλο «για να δούμε εάν μπορείς να συναγωνιστείς κάτι τέτοιο!».
Ατάραχος ο δάσκαλος, δεν τράβηξε το τόξο του, παρά ζήτησε από τον νεαρό να τον ακολουθήσει στο βουνό. Περίεργος ο νεαρός, ακολούθησε τον δάσκαλο, μέχρι που έφτασαν μπροστά από ένα βαθύ χάσμα και που τις δύο του πλευρές συνέδεε μια αμφιβόλου ασφάλειας παλιά σχοινένια γέφυρα.
Ήρεμα ο δάσκαλος ανέβηκε στην γέφυρα και προχώρησε μέχρι τα μισά της διαδρομής, έχοντας ακριβώς από κάτω του το τεράστιο χάσμα. Εκεί σταμάτησε, τράβηξε το τόξο του, στόχευσε ένα μακρινό δέντρο και έριξε το βέλος, πετυχαίνοντας τον στόχο. Ήρεμα πάλι επέστρεψε εκεί που στεκότανε ο νεαρός και του είπε «σειρά σου».
Τρομαγμένος ο νεαρός, αφού κοίταξε πρώτα την άβυσσο από κάτω τους και μετά την ετοιμόρροπη γέφυρα, αρνήθηκε να προσπαθήσει.
«Είσαι πολύ ικανός με το τόξο» του είπε ο δάσκαλος «μα δεν ελέγχεις τον νου, που ελευθερώνει την βολή».
«Ποιά είναι η ανώτατη αλήθεια του Βουδισμού;» Ρώτησε ο Αυτοκράτορας
«Η απόλυτη κενότητα… και ούτε ίχνος αγιοσύνης» απάντησε ο Δάσκαλος
«Εάν δεν υπάρχει αγιότητα» απόρησε ο Αυτοκράτορας «τότε εσύ ποιός και τι είσαι;»
«Δεν ξέρω» απάντησε γαλήνια ο Δάσκαλος…
«Θα περάσει» απάντησε ήρεμα ο δάσκαλος.
Περνάει λίγο ο καιρός και ο ίδιος μαθητής λέει στον δάσκαλό του «δάσκαλε, ο διαλογισμός μου τελικά είναι υπέροχος! Τόσο συνειδητός, γαλήνιος και ζωντανός! Υπέροχος!»
«Θα περάσει» του ξαναλέει ο δάσκαλος ήρεμα…
«Ναι» απάντησε ο Tenno
«Πες μου» συνέχισε ο δάσκαλος «άφησες την ομπρέλα σου αριστερά από τα ξυλοπάπουτσα ή από τα δεξιά;»
Ο Tenno δεν γνώριζε την απάντηση και κατάλαβε ότι δεν είχε ακόμα κατακτήσει την απόλυτη επίγνωση. Έτσι, έμεινε στο πλάι του Nan-in ως μαθητής του, για άλλα δέκα χρόνια.
Μια μέρα, ένας ασήμαντος πολεμιστής έφτασε στην πόλη, αποφασισμένος να γίνει αυτός που θα νικήσει τον σπουδαίο δάσκαλο. Μαζί με την δύναμή του, είχε το ταλέντο να εντοπίζει τις αδυναμίες του αντιπάλου του. Περίμενε πάντα τον αντίπαλο να κάνει την πρώτη κίνηση, αποκαλύπτοντας έτσι την αδυναμία του, και μετά του επιτεθότανε ανελέητα και με τρομερή ταχύτητα. Κανείς δεν είχε αντέξει μαζί του, πέραν του πρώτου γύρου της μάχης.
Παρά τις συμβουλές των μαθητών του, ο γέρος δάσκαλος δέχτηκε με χαρά την πρόκληση του νεαρού πολεμιστή. Καθώς λοιπόν είχαν λάβει τις θέσεις τους, ο νεαρός πολεμιστής άρχισε να προσβάλλει τον γέρο πολεμιστή, να του πετάει χώμα και να τον φτύνει στο πρόσωπο. Για πολλές ώρες συνέχισε να τον προσβάλλει, με κάθε γνωστή κατάρα και προσβολή. Μα ο γέρος πολεμιστής παρέμενε ατάραχος και ακίνητος, μέχρι που τελικά ο νεαρός πολεμιστής εξουθενώθηκε και αναγνωρίζοντας την ήττα του, έφυγε ντροπιασμένος.
Οι μαθητές του γέρου πολεμιστή, λίγο απογοητευμένοι που δεν έγινε μάχη, μαζεύτηκαν γύρω του και τον ρώτησαν «πως άντεξες τέτοιο εξευτελισμό; Πως κατάφερες να τον διώξεις;»
«Εάν κάποιος σου προσφέρει ένα δώρο, κι εσύ αρνηθείς να το δεχτείς» είπε ο δάσκαλος, «σε ποιόν ανήκει το δώρο;»
«Πως ακριβώς βοηθάς τους ανθρώπους;» τον ρώτησε.
«Με το να τους φτάνω εκεί που δεν έχουν να κάνουν άλλες ερωτήσεις» απάντησε ο δάσκαλος.
«Το αύριο δεν είναι πραγματικό. Είναι μια ψευδαίσθηση. Η μόνη πραγματικότητα είναι το τώρα».
Θυμούμενος αυτά τα λόγια, γαλήνεψε και κοιμήθηκε.
Μια μέρα, περνώντας έξω από το σπίτι ενός πλούσιου εμπόρου, κοίταξε μέσα από την ανοιχτή πόρτα και θαύμασε τα όμορφα πράγματα και τους σημαντικούς επισκέπτες.
«Πόσο σπουδαίος να είναι αυτός ο έμπορος!» σκέφτηκε με ζήλια και ευχήθηκε να γίνει σαν αυτόν τον έμπορο.
Προς μεγάλη του έκπληξη, αμέσως μεταμορφώθηκε σε έμπορο, απολαμβάνοντας τις πολυτέλειες και την ισχυρή επιρροή, μα και την ζήλια των πιο φτωχών απ’ αυτόν.
Σύντομα, ένας σημαντικός προύχοντας πέρασε από τον δρόμο, που τον μετέφεραν σε σέντια και συνοδευόμενος από στρατιωτικούς. Όλοι, όσο πλούσιοι κι αν ήταν, υποκλίνονταν μπροστά του.
«Πόσο ισχυρός είναι αυτός ο προύχοντας!» σκέφτηκε «εύχομαι να ήμουν προύχοντας!»
Αμέσως μεταμορφώθηκε σε ισχυρό προύχοντα, που όλοι φοβούνταν αλλά και μισούσαν.
Ήρθε το καλοκαίρι και οι πολύ ζεστές μέρες, κι ο προύχοντας ένιωθε άβολα μέσα στην σέντια του. Κοίταξε ψηλά τον ήλιο και σκέφτηκε «πόσο ισχυρός είναι ο ήλιος! Εύχομαι να ήμουν ο ήλιος!»
Αμέσως έγινε ο ήλιος, να λάμπει πάνω από τον κόσμο, να λατρεύεται και να θαυμάζεται από τους ανθρώπους, αλλά και να καταριέται από τους αγρότες – που τους έκαιγε τα σπαρτά – και από τους εργάτες που υπέφεραν κάνοντας την εργασία τους.
Μα ξάφνου, ένα μεγάλο μαύρο σύννεφο πέρασε από μπροστά του, εμποδίζοντάς τον να λάμψει παντού πάνω στη γη.
«Πόσο ισχυρό είναι αυτό το σύννεφο!» σκέφτηκε «εύχομαι να ήμουν σύννεφο!»
Αμέσως μεταμορφώθηκε σε βαρύ, μαύρο σύννεφο, που πλημμύριζε με το νερό του τα σπαρτά και τα χωριά, κι όλοι το καταριόνταν.
Μα σύντομα, κατάλαβε ότι παρασέρνονταν από μια μεγαλύτερη δύναμη, τον άνεμο.
«Πόσο ισχυρός είναι ο άνεμος!» σκέφτηκε «εύχομαι να ήμουν ο άνεμος!»
Αμέσως έγινε ο άνεμος, να φυσάει μανιασμένα ξεριζώνοντας δέντρα και καταστρέφοντας τις σκεπές των σπιτιών, κι όλοι να τον καταριόνται.
Σύντομα όμως βρέθηκε μπροστά σε έναν θεόρατο βράχο, που δεν μετακινούνταν καθόλου, παρά την δύναμη του ανέμου.
«Πόσο ισχυρός είναι αυτός ο βράχος!» σκέφτηκε «εύχομαι να ήμουν βράχος!»
Αμέσως έγινε ένας δυνατός, τεράστιος βράχος. Ό,τι πιο σταθερό πάνω στην γη.
Έτσι όπως στεκότανε απολαμβάνοντας την δύναμή του, άκουσε τον ήχο μεταλλικού εργαλείου πάνω στην επιφάνειά του και ένιωσε ν’ αλλάζει η μορφή του.
«Τι μπορεί να είναι πιο ισχυρό από εμένα;;» απόρησε.
Κοίταξε κάτω χαμηλά, και είδε έναν λιθοξόο…