Εννέα μικρές ιστορίες Ζεν
1. Αυτοσυγκέντρωση
Ένας αλαζόνας πρωταθλητής τοξοβολίας, προκάλεσε σε αγώνα έναν δάσκαλο Ζεν, που ήταν γνωστός για τις ικανότητές του στην τοξοβολία.
Ο νεαρός πρωταθλητής, έκανε αρχικά επίδειξη ικανοτήτων, χτυπώντας από μεγάλη απόσταση το κέντρο ενός στόχου και μετά χωρίζοντας στα δύο το πρώτο βέλος με ένα δεύτερο. «Ορίστε!» είπε μετά στον δάσκαλο «για να δούμε εάν μπορείς να συναγωνιστείς κάτι τέτοιο!».
Ατάραχος ο δάσκαλος, δεν τράβηξε το τόξο του, παρά ζήτησε από τον νεαρό να τον ακολουθήσει στο βουνό. Περίεργος ο νεαρός, ακολούθησε τον δάσκαλο, μέχρι που έφτασαν μπροστά από ένα βαθύ χάσμα και που τις δύο του πλευρές συνέδεε μια αμφιβόλου ασφάλειας παλιά σχοινένια γέφυρα.
Ήρεμα ο δάσκαλος ανέβηκε στην γέφυρα και προχώρησε μέχρι τα μισά της διαδρομής, έχοντας ακριβώς από κάτω του το τεράστιο χάσμα. Εκεί σταμάτησε, τράβηξε το τόξο του, στόχευσε ένα μακρινό δέντρο και έριξε το βέλος, πετυχαίνοντας τον στόχο. Ήρεμα πάλι επέστρεψε εκεί που στεκότανε ο νεαρός και του είπε «σειρά σου».
Τρομαγμένος ο νεαρός, αφού κοίταξε πρώτα την άβυσσο από κάτω τους και μετά την ετοιμόρροπη γέφυρα, αρνήθηκε να προσπαθήσει.
«Είσαι πολύ ικανός με το τόξο» του είπε ο δάσκαλος «μα δεν ελέγχεις τον νου, που ελευθερώνει την βολή».
Ο νεαρός πρωταθλητής, έκανε αρχικά επίδειξη ικανοτήτων, χτυπώντας από μεγάλη απόσταση το κέντρο ενός στόχου και μετά χωρίζοντας στα δύο το πρώτο βέλος με ένα δεύτερο. «Ορίστε!» είπε μετά στον δάσκαλο «για να δούμε εάν μπορείς να συναγωνιστείς κάτι τέτοιο!».
Ατάραχος ο δάσκαλος, δεν τράβηξε το τόξο του, παρά ζήτησε από τον νεαρό να τον ακολουθήσει στο βουνό. Περίεργος ο νεαρός, ακολούθησε τον δάσκαλο, μέχρι που έφτασαν μπροστά από ένα βαθύ χάσμα και που τις δύο του πλευρές συνέδεε μια αμφιβόλου ασφάλειας παλιά σχοινένια γέφυρα.
Ήρεμα ο δάσκαλος ανέβηκε στην γέφυρα και προχώρησε μέχρι τα μισά της διαδρομής, έχοντας ακριβώς από κάτω του το τεράστιο χάσμα. Εκεί σταμάτησε, τράβηξε το τόξο του, στόχευσε ένα μακρινό δέντρο και έριξε το βέλος, πετυχαίνοντας τον στόχο. Ήρεμα πάλι επέστρεψε εκεί που στεκότανε ο νεαρός και του είπε «σειρά σου».
Τρομαγμένος ο νεαρός, αφού κοίταξε πρώτα την άβυσσο από κάτω τους και μετά την ετοιμόρροπη γέφυρα, αρνήθηκε να προσπαθήσει.
«Είσαι πολύ ικανός με το τόξο» του είπε ο δάσκαλος «μα δεν ελέγχεις τον νου, που ελευθερώνει την βολή».
2. Ποιός και Τι είσαι;
Ένας Αυτοκράτορας, αφοσιωμένος Βουδιστής, κάλεσε έναν φημισμένο Δάσκαλο Ζεν στο παλάτι του, για να του θέσει μερικές ερωτήσεις σχετικά με τον Βουδισμό.
«Ποιά είναι η ανώτατη αλήθεια του Βουδισμού;» Ρώτησε ο Αυτοκράτορας
«Η απόλυτη κενότητα… και ούτε ίχνος αγιοσύνης» απάντησε ο Δάσκαλος
«Εάν δεν υπάρχει αγιότητα» απόρησε ο Αυτοκράτορας «τότε εσύ ποιός και τι είσαι;»
«Δεν ξέρω» απάντησε γαλήνια ο Δάσκαλος…
«Ποιά είναι η ανώτατη αλήθεια του Βουδισμού;» Ρώτησε ο Αυτοκράτορας
«Η απόλυτη κενότητα… και ούτε ίχνος αγιοσύνης» απάντησε ο Δάσκαλος
«Εάν δεν υπάρχει αγιότητα» απόρησε ο Αυτοκράτορας «τότε εσύ ποιός και τι είσαι;»
«Δεν ξέρω» απάντησε γαλήνια ο Δάσκαλος…
3. Θα περάσει…
Ένας μαθητής πήγε στον δάσκαλό του και του είπε «δάσκαλε, ο διαλογισμός μου είναι απαίσιος! Μου αποσπάται συνέχεια η προσοχή, τα πόδια μου πονάνε και συχνά με παίρνει ο ύπνος! Είναι απαίσιος!»
«Θα περάσει» απάντησε ήρεμα ο δάσκαλος.
Περνάει λίγο ο καιρός και ο ίδιος μαθητής λέει στον δάσκαλό του «δάσκαλε, ο διαλογισμός μου τελικά είναι υπέροχος! Τόσο συνειδητός, γαλήνιος και ζωντανός! Υπέροχος!»
«Θα περάσει» του ξαναλέει ο δάσκαλος ήρεμα…
«Θα περάσει» απάντησε ήρεμα ο δάσκαλος.
Περνάει λίγο ο καιρός και ο ίδιος μαθητής λέει στον δάσκαλό του «δάσκαλε, ο διαλογισμός μου τελικά είναι υπέροχος! Τόσο συνειδητός, γαλήνιος και ζωντανός! Υπέροχος!»
«Θα περάσει» του ξαναλέει ο δάσκαλος ήρεμα…
4. Απόλυτη επίγνωση
Μετά από δεκαετή μαθητεία, ο Tenno έφτασε τον βαθμό του δασκάλου Ζεν. Μια βροχερή μέρα, πήγε να επισκεφτεί τον φημισμένο δάσκαλο Nan-in. Καθώς μπήκε μέσα στο σπίτι, ο δάσκαλος τον υποδέχτηκε με μια ερώτηση «άφησες τα ξυλοπάπουτσα και την ομπρέλα σου στην είσοδο;»
«Ναι» απάντησε ο Tenno
«Πες μου» συνέχισε ο δάσκαλος «άφησες την ομπρέλα σου αριστερά από τα ξυλοπάπουτσα ή από τα δεξιά;»
Ο Tenno δεν γνώριζε την απάντηση και κατάλαβε ότι δεν είχε ακόμα κατακτήσει την απόλυτη επίγνωση. Έτσι, έμεινε στο πλάι του Nan-in ως μαθητής του, για άλλα δέκα χρόνια.
«Ναι» απάντησε ο Tenno
«Πες μου» συνέχισε ο δάσκαλος «άφησες την ομπρέλα σου αριστερά από τα ξυλοπάπουτσα ή από τα δεξιά;»
Ο Tenno δεν γνώριζε την απάντηση και κατάλαβε ότι δεν είχε ακόμα κατακτήσει την απόλυτη επίγνωση. Έτσι, έμεινε στο πλάι του Nan-in ως μαθητής του, για άλλα δέκα χρόνια.
5. Το δώρο των προσβολών
Κάποτε ζούσε ένας σπουδαίος πολεμιστής. Παρά την προχωρημένη ηλικία του, μπορούσε να νικήσει οποιονδήποτε τον προκαλούσε. Η φήμη του έφτασε πολύ μακριά και πολλοί μαθητές έρχονταν για να μαθητεύσουν πλάι του.
Μια μέρα, ένας ασήμαντος πολεμιστής έφτασε στην πόλη, αποφασισμένος να γίνει αυτός που θα νικήσει τον σπουδαίο δάσκαλο. Μαζί με την δύναμή του, είχε το ταλέντο να εντοπίζει τις αδυναμίες του αντιπάλου του. Περίμενε πάντα τον αντίπαλο να κάνει την πρώτη κίνηση, αποκαλύπτοντας έτσι την αδυναμία του, και μετά του επιτεθότανε ανελέητα και με τρομερή ταχύτητα. Κανείς δεν είχε αντέξει μαζί του, πέραν του πρώτου γύρου της μάχης.
Παρά τις συμβουλές των μαθητών του, ο γέρος δάσκαλος δέχτηκε με χαρά την πρόκληση του νεαρού πολεμιστή. Καθώς λοιπόν είχαν λάβει τις θέσεις τους, ο νεαρός πολεμιστής άρχισε να προσβάλλει τον γέρο πολεμιστή, να του πετάει χώμα και να τον φτύνει στο πρόσωπο. Για πολλές ώρες συνέχισε να τον προσβάλλει, με κάθε γνωστή κατάρα και προσβολή. Μα ο γέρος πολεμιστής παρέμενε ατάραχος και ακίνητος, μέχρι που τελικά ο νεαρός πολεμιστής εξουθενώθηκε και αναγνωρίζοντας την ήττα του, έφυγε ντροπιασμένος.
Οι μαθητές του γέρου πολεμιστή, λίγο απογοητευμένοι που δεν έγινε μάχη, μαζεύτηκαν γύρω του και τον ρώτησαν «πως άντεξες τέτοιο εξευτελισμό; Πως κατάφερες να τον διώξεις;»
«Εάν κάποιος σου προσφέρει ένα δώρο, κι εσύ αρνηθείς να το δεχτείς» είπε ο δάσκαλος, «σε ποιόν ανήκει το δώρο;»
Μια μέρα, ένας ασήμαντος πολεμιστής έφτασε στην πόλη, αποφασισμένος να γίνει αυτός που θα νικήσει τον σπουδαίο δάσκαλο. Μαζί με την δύναμή του, είχε το ταλέντο να εντοπίζει τις αδυναμίες του αντιπάλου του. Περίμενε πάντα τον αντίπαλο να κάνει την πρώτη κίνηση, αποκαλύπτοντας έτσι την αδυναμία του, και μετά του επιτεθότανε ανελέητα και με τρομερή ταχύτητα. Κανείς δεν είχε αντέξει μαζί του, πέραν του πρώτου γύρου της μάχης.
Παρά τις συμβουλές των μαθητών του, ο γέρος δάσκαλος δέχτηκε με χαρά την πρόκληση του νεαρού πολεμιστή. Καθώς λοιπόν είχαν λάβει τις θέσεις τους, ο νεαρός πολεμιστής άρχισε να προσβάλλει τον γέρο πολεμιστή, να του πετάει χώμα και να τον φτύνει στο πρόσωπο. Για πολλές ώρες συνέχισε να τον προσβάλλει, με κάθε γνωστή κατάρα και προσβολή. Μα ο γέρος πολεμιστής παρέμενε ατάραχος και ακίνητος, μέχρι που τελικά ο νεαρός πολεμιστής εξουθενώθηκε και αναγνωρίζοντας την ήττα του, έφυγε ντροπιασμένος.
Οι μαθητές του γέρου πολεμιστή, λίγο απογοητευμένοι που δεν έγινε μάχη, μαζεύτηκαν γύρω του και τον ρώτησαν «πως άντεξες τέτοιο εξευτελισμό; Πως κατάφερες να τον διώξεις;»
«Εάν κάποιος σου προσφέρει ένα δώρο, κι εσύ αρνηθείς να το δεχτείς» είπε ο δάσκαλος, «σε ποιόν ανήκει το δώρο;»
6. Όχι άλλες ερωτήσεις
Ένας ψυχίατρος, συνάντησε έναν δάσκαλο Ζεν σε κάποιο κοινωνικό γεγονός. Έτσι, είχε την ευκαιρία να τον ρωτήσει κάτι που καιρό τον απασχολούσε.
«Πως ακριβώς βοηθάς τους ανθρώπους;» τον ρώτησε.
«Με το να τους φτάνω εκεί που δεν έχουν να κάνουν άλλες ερωτήσεις» απάντησε ο δάσκαλος.
«Πως ακριβώς βοηθάς τους ανθρώπους;» τον ρώτησε.
«Με το να τους φτάνω εκεί που δεν έχουν να κάνουν άλλες ερωτήσεις» απάντησε ο δάσκαλος.
7. Η παρούσα στιγμή
Ένας Ιάπωνας πολεμιστής αιχμαλωτίστηκε από τους εχθρούς και φυλακίστηκε. Εκείνη τη νύχτα, δε μπορούσε να κοιμηθεί, φοβούμενος ότι την επόμενη μέρα ίσως να τον ανακρίνουν, θα τον βασανίσουν και τελικά τον εκτελέσουν. Μα, εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε τα λόγια του ζεν δασκάλου του:
«Το αύριο δεν είναι πραγματικό. Είναι μια ψευδαίσθηση. Η μόνη πραγματικότητα είναι το τώρα».
Θυμούμενος αυτά τα λόγια, γαλήνεψε και κοιμήθηκε.
«Το αύριο δεν είναι πραγματικό. Είναι μια ψευδαίσθηση. Η μόνη πραγματικότητα είναι το τώρα».
Θυμούμενος αυτά τα λόγια, γαλήνεψε και κοιμήθηκε.
8. Η Άδεια Κούπα
Ένας καθηγητής πανεπιστημίου, θέλοντας να μάθει περισσότερα για την φιλοσοφία του Ζεν πήγε να συναντήσει έναν διδάσκαλο του Ζεν. Ο διδάσκαλος τον καλωσόρισε και του προσέφερε τσάι. Καθώς ο διδάσκαλος σερβίριζε τσάι, ο καθηγητής μιλούσε για το Ζεν, χωρίς να σταματά καθόλου. Ο διδάσκαλος έβαζε τσάι στην κούπα του καθηγητή, και ακόμα κι όταν ξεχείλισε, συνέχιζε να βάζει τσάι. Ο καθηγητής παρακολουθούσε τον διδάσκαλο καθώς μιλούσε, μέχρι που δεν άντεξε άλλο και τον ρώτησε «μα, δεν το βλέπεις ότι έχει ξεχειλίσει;! Δεν χωράει άλλο τσάι!» και ο διδάσκαλος αποκρίθηκε «είσαι κι εσύ σαν αυτή τη κούπα… πως θέλεις να σου μιλήσω για το Ζεν αν δεν μου δώσεις πρώτα χώρο;»
9. Ο λιθοξόος
Κάποτε ήταν ένας λιθοξόος που δεν ήταν ικανοποιημένος από τον εαυτό του και την ζωή του.
Μια μέρα, περνώντας έξω από το σπίτι ενός πλούσιου εμπόρου, κοίταξε μέσα από την ανοιχτή πόρτα και θαύμασε τα όμορφα πράγματα και τους σημαντικούς επισκέπτες.
«Πόσο σπουδαίος να είναι αυτός ο έμπορος!» σκέφτηκε με ζήλια και ευχήθηκε να γίνει σαν αυτόν τον έμπορο.
Προς μεγάλη του έκπληξη, αμέσως μεταμορφώθηκε σε έμπορο, απολαμβάνοντας τις πολυτέλειες και την ισχυρή επιρροή, μα και την ζήλια των πιο φτωχών απ’ αυτόν.
Σύντομα, ένας σημαντικός προύχοντας πέρασε από τον δρόμο, που τον μετέφεραν σε σέντια και συνοδευόμενος από στρατιωτικούς. Όλοι, όσο πλούσιοι κι αν ήταν, υποκλίνονταν μπροστά του.
«Πόσο ισχυρός είναι αυτός ο προύχοντας!» σκέφτηκε «εύχομαι να ήμουν προύχοντας!»
Αμέσως μεταμορφώθηκε σε ισχυρό προύχοντα, που όλοι φοβούνταν αλλά και μισούσαν.
Ήρθε το καλοκαίρι και οι πολύ ζεστές μέρες, κι ο προύχοντας ένιωθε άβολα μέσα στην σέντια του. Κοίταξε ψηλά τον ήλιο και σκέφτηκε «πόσο ισχυρός είναι ο ήλιος! Εύχομαι να ήμουν ο ήλιος!»
Αμέσως έγινε ο ήλιος, να λάμπει πάνω από τον κόσμο, να λατρεύεται και να θαυμάζεται από τους ανθρώπους, αλλά και να καταριέται από τους αγρότες – που τους έκαιγε τα σπαρτά – και από τους εργάτες που υπέφεραν κάνοντας την εργασία τους.
Μα ξάφνου, ένα μεγάλο μαύρο σύννεφο πέρασε από μπροστά του, εμποδίζοντάς τον να λάμψει παντού πάνω στη γη.
«Πόσο ισχυρό είναι αυτό το σύννεφο!» σκέφτηκε «εύχομαι να ήμουν σύννεφο!»
Αμέσως μεταμορφώθηκε σε βαρύ, μαύρο σύννεφο, που πλημμύριζε με το νερό του τα σπαρτά και τα χωριά, κι όλοι το καταριόνταν.
Μα σύντομα, κατάλαβε ότι παρασέρνονταν από μια μεγαλύτερη δύναμη, τον άνεμο.
«Πόσο ισχυρός είναι ο άνεμος!» σκέφτηκε «εύχομαι να ήμουν ο άνεμος!»
Αμέσως έγινε ο άνεμος, να φυσάει μανιασμένα ξεριζώνοντας δέντρα και καταστρέφοντας τις σκεπές των σπιτιών, κι όλοι να τον καταριόνται.
Σύντομα όμως βρέθηκε μπροστά σε έναν θεόρατο βράχο, που δεν μετακινούνταν καθόλου, παρά την δύναμη του ανέμου.
«Πόσο ισχυρός είναι αυτός ο βράχος!» σκέφτηκε «εύχομαι να ήμουν βράχος!»
Αμέσως έγινε ένας δυνατός, τεράστιος βράχος. Ό,τι πιο σταθερό πάνω στην γη.
Έτσι όπως στεκότανε απολαμβάνοντας την δύναμή του, άκουσε τον ήχο μεταλλικού εργαλείου πάνω στην επιφάνειά του και ένιωσε ν’ αλλάζει η μορφή του.
«Τι μπορεί να είναι πιο ισχυρό από εμένα;;» απόρησε.
Κοίταξε κάτω χαμηλά, και είδε έναν λιθοξόο…
Μια μέρα, περνώντας έξω από το σπίτι ενός πλούσιου εμπόρου, κοίταξε μέσα από την ανοιχτή πόρτα και θαύμασε τα όμορφα πράγματα και τους σημαντικούς επισκέπτες.
«Πόσο σπουδαίος να είναι αυτός ο έμπορος!» σκέφτηκε με ζήλια και ευχήθηκε να γίνει σαν αυτόν τον έμπορο.
Προς μεγάλη του έκπληξη, αμέσως μεταμορφώθηκε σε έμπορο, απολαμβάνοντας τις πολυτέλειες και την ισχυρή επιρροή, μα και την ζήλια των πιο φτωχών απ’ αυτόν.
Σύντομα, ένας σημαντικός προύχοντας πέρασε από τον δρόμο, που τον μετέφεραν σε σέντια και συνοδευόμενος από στρατιωτικούς. Όλοι, όσο πλούσιοι κι αν ήταν, υποκλίνονταν μπροστά του.
«Πόσο ισχυρός είναι αυτός ο προύχοντας!» σκέφτηκε «εύχομαι να ήμουν προύχοντας!»
Αμέσως μεταμορφώθηκε σε ισχυρό προύχοντα, που όλοι φοβούνταν αλλά και μισούσαν.
Ήρθε το καλοκαίρι και οι πολύ ζεστές μέρες, κι ο προύχοντας ένιωθε άβολα μέσα στην σέντια του. Κοίταξε ψηλά τον ήλιο και σκέφτηκε «πόσο ισχυρός είναι ο ήλιος! Εύχομαι να ήμουν ο ήλιος!»
Αμέσως έγινε ο ήλιος, να λάμπει πάνω από τον κόσμο, να λατρεύεται και να θαυμάζεται από τους ανθρώπους, αλλά και να καταριέται από τους αγρότες – που τους έκαιγε τα σπαρτά – και από τους εργάτες που υπέφεραν κάνοντας την εργασία τους.
Μα ξάφνου, ένα μεγάλο μαύρο σύννεφο πέρασε από μπροστά του, εμποδίζοντάς τον να λάμψει παντού πάνω στη γη.
«Πόσο ισχυρό είναι αυτό το σύννεφο!» σκέφτηκε «εύχομαι να ήμουν σύννεφο!»
Αμέσως μεταμορφώθηκε σε βαρύ, μαύρο σύννεφο, που πλημμύριζε με το νερό του τα σπαρτά και τα χωριά, κι όλοι το καταριόνταν.
Μα σύντομα, κατάλαβε ότι παρασέρνονταν από μια μεγαλύτερη δύναμη, τον άνεμο.
«Πόσο ισχυρός είναι ο άνεμος!» σκέφτηκε «εύχομαι να ήμουν ο άνεμος!»
Αμέσως έγινε ο άνεμος, να φυσάει μανιασμένα ξεριζώνοντας δέντρα και καταστρέφοντας τις σκεπές των σπιτιών, κι όλοι να τον καταριόνται.
Σύντομα όμως βρέθηκε μπροστά σε έναν θεόρατο βράχο, που δεν μετακινούνταν καθόλου, παρά την δύναμη του ανέμου.
«Πόσο ισχυρός είναι αυτός ο βράχος!» σκέφτηκε «εύχομαι να ήμουν βράχος!»
Αμέσως έγινε ένας δυνατός, τεράστιος βράχος. Ό,τι πιο σταθερό πάνω στην γη.
Έτσι όπως στεκότανε απολαμβάνοντας την δύναμή του, άκουσε τον ήχο μεταλλικού εργαλείου πάνω στην επιφάνειά του και ένιωσε ν’ αλλάζει η μορφή του.
«Τι μπορεί να είναι πιο ισχυρό από εμένα;;» απόρησε.
Κοίταξε κάτω χαμηλά, και είδε έναν λιθοξόο…