Πότε, υπ’ αυτές τις συνθήκες, το θύμα μπορεί να πάρει τη ζωή του στα σοβαρά, να μπορέσει να σηκώσει κεφάλι και να βγει απ’ τον βούρκο; Η απάντηση είναι εύκολη: ποτέ. Ποτέ διότι δεν έχει βαθιά επίγνωση και των άλλων εξωγενών παραγόντων που τον έφεραν στη θέση του θύματος και, επίσης, επειδή ένας λαός με τέτοια χαρακτηριστικά μάλλον στην απόγνωση φτάνει παρά στην αναγέννηση. Ένας λαός που έχει τη συνείδηση παράσιτου δεν έχει καμμία δυνατότητα. Ένας λαός, ακόμη, που έχει μια τέτοια εικόνα για το απώτερο και το πρόσφατο παρελθόν του, είναι απίθανο να έχει καλύτερη ιδέα για το μέλλον του. Αν, μαζί με αυτά, σκεφτούμε τον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων και τα παιχνίδια εξουσίας, τότε η ηθική της ανάληψης όλης της ευθύνης από ένα κράτος σαν το ελληνικό, μπορεί να μεταφραστεί σήμερα ως πολιτική αυτοκτονίας.
Γιώργος Μπάρλας
Η οικονομική κρίση έχει επιφέρει μια πρωτοφανή σύγχυση. Τρία χρόνια τώρα διατυπώνονται όλες οι πιθανές αιτίες για τη σημερινή κακοδαιμονία μας. Αιτίες που άλλοτε επικεντρώνονται σε εξωγενείς παράγοντες και άλλοτε στα δικά μας λάθη. Αναμφίβολα συμβαίνουν και τα δύο. Η διεθνής οικονομική συγκυρία είναι αρνητική, τα λάθη στα σχέδια και τις προβλέψεις των εταίρων καθώς και οι σοβαρές δικές μας αδυναμίες έχουν δημιουργήσει ένα εκρηκτικό κοκτέιλ που μας βασανίζει ολοένα και πιο οδυνηρά. Η κοινωνία διαλύεται.
Καταρχάς, πρέπει να πούμε ότι οι περισσότεροι Έλληνες για πρώτη φορά τις τελευταίες δεκαετίες σκεφτόμαστε συλλογικά το μέλλον και τις προοπτικές μας. Μπορεί να το σκεφτόμαστε με έναν τρόπο απαισιόδοξο και μελαγχολικό, αλλά βλέπουμε πάντως προς το μέλλον. Αυτό είναι σημαντικό διότι αναγκαστικά θα προσπαθήσουμε να το διαμορφώσουμε, έστω, όσο το δυνατόν λιγότερο οδυνηρό. Μέχρι το 2009 πιστεύαμε οι περισσότεροι ότι η ευτυχία μας δεν διατρέχει κινδύνους. Θεωρούσαμε ότι οι υλικές συνθήκες της ζωής μας θα καλυτέρευαν συνεχώς. Το μόνο που μας ενοχλούσε περιστασιακά ήταν ότι η πρόοδος δεν θα συνεχιζόταν ίσως επ’ άπειρον εξαιτίας κάποιας ατομικής αναποδιάς και όχι της αλλαγής των ιστορικών συνθηκών. Στη σκέψη μας κυριαρχούσε ότι βρήκαμε την τέλεια λύση για τα βιοτικά μας προβλήματα. Απεδείχθη ότι κάναμε τραγικό λάθος.
Ένα δεύτερο θετικό στοιχείο είναι ακριβώς ότι στοχαζόμαστε τα αίτια της σημερινής μας κατάστασης. Για να τα στοχαζόμαστε σημαίνει ότι θέλουμε να τα διορθώσουμε και, επομένως, δεν έχουμε φτάσει, ακόμη, στην απόγνωση. Μένει βέβαια να δούμε και τι περιθώρια υπάρχουν για να έχει και ο αναστοχασμός προοπτικές. Όταν ένας ολόκληρος λαός πιέζεται ασφυκτικά, δύσκολα βρίσκει τον τρόπο να εφαρμόσει αυτά που πιθανώς σκέφτεται ως ορθά. Είναι ευκαιρία πάντως οι Έλληνες να προσδώσουν στην εξαιρετικά δυσμενή κατάσταση διαστάσεις ιστορικής στιγμής, στην περίπτωση που δεν δέχονται παθητικοποιημένα και αδρανώς όσα τους συμβαίνουν. Είναι σημαντικό εκεί ακριβώς που δεν φαίνεται μέλλον, ο άνθρωπος να το ονειρεύεται.
Θα σταθούμε λίγο στην άποψη που αποδίδει την αιτία για τη σημερινή αδιέξοδη κατάσταση στους Έλληνες και τη συμπεριφορά τους και θα προσπαθήσουμε να υποπτευθούμε αν έτσι μπορούμε να ονειρευτούμε το μέλλον. Πρέπει ασφαλώς να ομολογήσουμε ότι εμείς είμαστε κατεξοχήν υπεύθυνοι για τη ζωή μας και τη χώρα μας. Και πρέπει να δεχτούμε ότι πολλοί από μας φαινόταν ότι ζούσαμε απαλλαγμένοι από κάθε τυπική ή ηθική υποχρεώση απέναντι στόν άλλον και απέναντι στο κράτος. Είχαμε απ’ όλους απαιτήσεις και όχι καθήκοντα.
Αυτά είναι χιλιοειπωμένα και ακριβώς γι’ αυτό -πια- ίσως επικίνδυνα. Δεν μπορεί τρία χρόνια να αυτομαστιγώνεται κανείς ανελέητα, να αποδέχεται την ευθύνη του σχεδόν για όλα όσα του συμβαίνουν [να αποδέχεται λ.χ. η Ελλάδα την υποχρέωση να λαμβάνει μέτρα περαιτέρω αυτόματων περικοπών στην περίπτωση απόκλισης από τους μνημονιακούς στόχους είτε αυτή οφείλεται σε λάθη δικά της είτε σε εξωγενείς(!) παράγοντες
], και η κατάστασή του να χειροτερεύει διαρκώς. Αν, από τη μια μεριά, σκεφθούμε την πραγματική ευθύνη των Ελλήνων και, από την άλλη, την εν εξελίξει καταστροφή της χώρας, δεν μπορεί παρά να βρούμε ότι κάτι δεν πάει καλά στους υπολογισμούς μας. Η καταστροφή μιας χώρας παραπέμπει μόνο σε συνθήκες πολέμου, όπου ο νικητής τα παίρνει όλα κι ο ηττημένος τίποτα. Σκοπός μας δεν είναι καθόλου να αποτινάξουμε την ευθύνη από πάνω μας και να τη φορτώσουμε κάπου αλλού. Κάθε άλλο. Εκείνο που θέλουμε να πούμε είναι ότι η αποδοχή της ευθύνης πρέπει να είναι ρεαλιστική και να έχει έστω κάποια θετικά αποτελέσματα. Aνάληψη της ευθύνης σημαίνει και έναρξη θεραπείας. Αν, παρόλα αυτά, τα πράγματα χειροτερεύουν ραγδαία τούτο σημαίνει μάλλον ότι κάτι δεν πάει καλά και ότι αυτό δεν οφείλεται απλώς στο φόβο των Ελλήνων απέναντι στην αλλαγή, αλλά ακριβώς επειδή αυτή η αλλαγή δεν προμηνύει κάτι θετικό. Απεναντίας...
Παρότι, λοιπόν, η Ελλάδα κάνει ό,τι μπορεί και είναι ήδη αρκετά, πολλοί στοχαστές μας επιμένουν ότι οι Έλληνες είναι αυτοί που εξακολουθούν να φταίνε για όλα. Και πολλοί από όσους τους ακούνε, δέχονται σχεδόν χαρωπά αυτή την τοποθέτηση. Έχουμε άραγε μπροστά μας μια εικόνα αληθινής αυτογνωσίας; Ή μήπως οι Έλληνες, στην προσπάθειά τους, να ξεδιαλύνουν τη σύγχυση για τα αίτια της κρίσης, δέχονται να σηκώσουν όλο το βάρος μόνοι τους -εν πάση περιπτώσει αυτοί που το δέχονται και μάλιστα προσπαθούν να το μοιραστούν και με τους άλλους που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να το δεχτούν... Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση να δεχόμαστε τέτοιου είδους ευθύνες όχι γιατί τις αναλαμβάνουμε οι ίδιοι προσωπικά και συλλογικά, αλλά επειδή τις βλέπουμε ή τις φορτώνουμε μόνο στον διπλανό. Αν μάλιστα τις συνέπειες της κρίσης τις υφίσταται μόνο ή κατεξοχήν ο διπλανός, τότε πλειοδοτούμε στην επίρριψη της ευθύνης στον κακό, ανεύθυνο και ασυνεπή Έλληνα. Αλλά αυτό είναι κάτι που δεν θα μας απασχολήσει εδώ.
Ποιες είναι λοιπόν οι επικρατέστερες ερμηνείες για την καταστροφή; Εν συντομία, οι εξής: η διεθνής οικονομική κρίση, η αρνητική παγκοσμιοποίηση, οι διάφορες συνομωσίες, τα διεθνή οικονομικά συμφέροντα, η ανεπάρκεια του ελληνικού κράτους και εν γένει η συμπεριφορά των Ελλήνων. Όλες, πλην της τελευταίας ερμηνείας -της πιο ρεαλιστικής αλλά και της πιο ηθικολογικής-, δικαιολογούν το θύμα, εν προκειμένω τους Έλληνες. Οι αλλαγές στη διεθνή οικονομική σκηνή, οι πανίσχυροι ανταγωνιστές, τα κρυφά σχέδια των ισχυρών δικαιολογούν ότι οι Έλληνες βρέθηκαν σε δύσκολη θέση. Η καταστροφή δεν είναι δικό τους σφάλμα. Καλά κάνουν και διαμαρτύρονται.
Αν κι αυτό θα ήταν εντελώς παράλογο να υιοθετηθεί συλλογικά ως δικαιολογία, και όντως δεν συνέβη, αρκετοί Έλληνες δεν βλέπουν τίποτε άλλο παρά μόνο την ευθύνη των Ελλήνων. Το κάνουν πιθανόν για τους εξής λόγους: Το θύμα ενδέχεται να αναλαμβάνει όλη την ευθύνη, στην προοπτική που εδώ εξετάζουμε, διότι έτσι αποδέχεται ευκολότερα τη μοίρα του, επειδή την κατανοεί και ευκολότερα: εγώ φταίω για ό,τι κακό μου συμβαίνει. Εγώ είμαι ανεπαρκής, τεμπέλης, εσωστρεφής, διεφθαρμένος –ελληνίδα ήταν, επιτέλους, και η περιβόητη ιδιοκτήτρια της επάρατης ταβέρνας της Ύδρας που έκανε φανερή παντού την επανάσταση εναντίον της φοροεισπρακτικής μηχανής του κράτους και που ήταν γραφτό μ’ αυτή της την ενέργεια να συμπυκνώσει σε μια ώρα τις αιώνιες αδυναμίες μας κοκ.
Η προσπάθεια κατανόησης όσων μας συμβαίνουν «αξιοποιείται» μάλιστα από κάποιους στοχαστές μας για μια συνολική (μετα)αφήγηση της νεότερης ιστορίας μας στο φως της σημερινής κρίσης: δεν έχουν ευθύνη μόνο οι σημερινοί Έλληνες αλλά συνολικά όλες οι γενιές, ήδη από τον ΙΔ΄ αιώνα του Ησυχασμού κοκ. Η σημερινή κρίση ήρθε για να αποσαφηνίσει, επιτέλους, λάθη αιώνων... Όντως, οι πρόγονοί μας δεν φαντάζονταν (κακώς) ότι οι προτεραιότητες που έθεταν στη ζωή τους δεν θα ταίριαζαν με την οικονομία της αγοράς σήμερα. Τηρουμένων των αναλογιών, οι Έλληνες έκαναν παρόμοια λάθη με αυτά που θα φόρτωνε κανείς στους αφρικανούς, προσπαθώντας να κατανοήσει την καθυστέρησή τους. Άλλωστε, τίποτα δεν επιτρέπεται και τίποτα δεν δικαιολογείται σήμερα, παρά μόνο όσα διευκολύνουν την (νεοφιλελεύθερη) οικονομία. Όλα τα άλλα, οτιδήποτε κι αν είναι αυτά, απλώς στον νεοφιλελεύθερο κόσμο θα χρησιμοποιηθούν για να ερμηνευθεί η παταγώδης οικονομική και, ως εκ τούτου, υπαρξιακή αποτυχία σου.
Μένει να εξηγηθεί πότε, υπ’ αυτές τις συνθήκες, το θύμα μπορεί να πάρει τη ζωή του στα σοβαρά, να μπορέσει να σηκώσει κεφάλι και να βγει απ’ τον βούρκο. Η απάντηση είναι εύκολη: ποτέ. Ποτέ διότι δεν έχει βαθιά επίγνωση και των άλλων εξωγενών παραγόντων που τον έφεραν στη θέση του θύματος και, επίσης, επειδή ένας λαός με τέτοια χαρακτηριστικά μάλλον στην απόγνωση φτάνει παρά στην αναγέννηση. Ένας λαός που έχει τη συνείδηση παράσιτου δεν έχει καμμία δυνατότητα. Ένας λαός, ακόμη, που έχει μια τέτοια εικόνα για το απώτερο και το πρόσφατο παρελθόν του, είναι απίθανο να έχει καλύτερη ιδέα για το μέλλον του. Αν, μαζί με αυτά, σκεφτούμε τον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων και τα παιχνίδια εξουσίας, τότε η ηθική της ανάληψης όλης της ευθύνης από ένα κράτος σαν το ελληνικό, μπορεί να μεταφραστεί σήμερα ως πολιτική αυτοκτονίας.
Ένας δεύτερος λόγος για την ανάληψη όλης της ευθύνης είναι, ίσως, ότι όλα τα άλλα ενδεχόμενα για τη σημερινή κρίση καθιστούν τον άνθρωπο παθητικό δέκτη όσων συμβαίνουν στη διεθνή σκηνή. Οι παγκόσμιες δυνάμεις δρουν, κρυφά ή φανερά, και αφαιρούν κάθε δυνατότητα αντίδρασης από τους «καθημερινούς» ανθρώπους. Αναλαμβάνουμε λοιπόν την ευθύνη της ζωής μας, αποδεχόμενοι ότι εμείς φταίμε για την καταστροφή. Εμείς και όχι οι άλλοι κατευθύνουμε τη ζωή μας. Κι έτσι όπως την οδηγήσαμε μέχρι τώρα στην καταστροφή, έτσι από δω και στο εξής μπορούμε να τη σώσουμε...
Ακούγεται πραγματικά ωραίο! Αντί να εγκλωβιστείς σε μια έμμονη ιδέα ότι φταίνε οι άλλοι, αναλαμβάνεις όλες τις ευθύνες παίρνοντας στα χέρια σου τη ζωή και την ιστορία σου. Μένει να αποδειχθεί πόσοι, στον παγκοσμιοποιημένο μας κόσμο, θα το πάρουν χαμπάρι αυτό και πόσοι θα το εκτιμήσουν... Ίσως όσο εκτιμούν οι πολυεθνικές ένα οποιοδήποτε πρώην στέλεχό τους, που όταν απολύθηκε ανέλαβε όλες τις ευθύνες για την απόλυσή του και παρέμεινε με αυτές στη μόνιμη ανεργία. Πήρε όντως την ευθύνη. Πήρε έτσι και τη ζωή του στα χέρια του. Αλλά, σήμερα ειδικά, δεν ξέρει τι να την κάνει.
Απ’ ό,τι λένε οι ερευνητές, ένας τέτοιος άνθρωπος συνήθως απογοητεύεται από τον ανεπαρκή εαυτό του και καταβάλλεται από μια διαρκή κόπωση. Στο τέλος αποσύρεται από τη ζωή, περιθωριοποιημένος και άβουλος. Δεν αποκλείεται την ίδια τύχη να έχει και μια ολόκληρη χώρα. Μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί περιττή, άχρηστη ή και επικίνδυνη στο παγκόσμιο οικονομικό πεδίο. Είτε αναλάβει τις ευθύνες της είτε όχι, δεν θα ξαναμπεί στο παιχνίδι. Θα πεταχτεί στην κατηγορία «σκουπίδια». Άλλωστε, όπως λένε και οι σώφρονες αυτού του κόσμου, για να κάνεις ομελέτα χρειάζεται να σπάσεις αυγά. Των άλλων ασφαλώς, όχι τα δικά σου...
Φαίνεται ότι -καμιά φορά- η ηθική της ευθύνης καθιστά τον άνθρωπο και ολόκληρους λαούς πολύ ευάλωτους... Στην αυθυπερβατική προσπάθειά μας λοιπόν να αναλάβουμε όλες τις ευθύνες για τη σημερινή κρίση, ας μην νομίζουμε τουλάχιστον ότι, έτσι, φωτίζουμε και το σύνολο αυτής.
πηγή: Aντίφωνο