Το καλοκαίρι του 1967, 100.000 (κατά άλλες πηγές, 200.000) νέοι, φοιτητές, χίπις, ακτιβιστές, ταξίδεψαν από κάθε γωνιά των ΗΠΑ με προορισμό το Σαν Φραντσίσκο.
Για τους περισσότερους το σημείο αναφοράς ήταν το Monterey Pop Festival -το μεγαλύτερο υπαίθριο φεστιβάλ στην ιστορία της ροκ, πρελούδιο επί της ουσίας του θρυλικού Γούντστοκ, που έγινε δύο χρόνια μετά. Στην πραγματικότητα όμως, ήταν απλά η αφορμή.
Η δημιουργία της γεμάτης φρεσκάδα ανατρεπτικής αυτής «κοινότητας» στη συνοικία Haight-Ashbury το καλοκαίρι εκείνο σηματοδότησε την αντίδραση στην κυρίαρχη κουλτούρα, μία αντίδραση που είχε δώσει δείγματα, αλλά στην πραγματικότητα συνέχισε να ζυμώνεται από την Ευρώπη μέχρι την Αμερική, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 με τους Μπιτ.
Ερχόμενοι σε ρήξη με την καθεστηκυία τάξη -τους γονείς του πριν από όλους- οι νέοι δήλωναν την αντίδραση τους στον πόλεμο του Βιετνάμ που βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, στον συντηρητισμό της μεταπολεμικής δυτικής κοινωνίας και στο καπιταλιστικό όνειρο, μιλώντας αντί αυτών για παγκόσμια ειρήνη, ανθρώπινα δικαιώματα, ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο, ελεύθερο έρωτα, όνειρα και ποίηση.
Όπως έγραφε ο Guardian, δεν επρόκειτο για ένα νέο κίνημα, αλλά περισσότερο για τη «στιγμή» κατά την οποία τα media για πρώτη φορά εστίασαν, κατέγραψαν -και όχι μόνο- τη σημασία και έκταση του «φαινομένου».
Εφέτος, συμπληρώνονται 50 χρόνια από «Το Καλοκαίρι της Αγάπης», το οποίο στην πραγματικότητα ξεκίνησε τον χειμώνα, συγκεκριμένα, στις 14 Ιανουαρίου 1967, όταν μία μικρή μάζωξη, η ειρηνική διαμαρτυρία «Human Be-In» στο Golden Gate Park του Σαν Φρανσίσκο, εξελίχθηκε σε φεστιβάλ συγκεντρώνοντας 20.000 άτομα και αλλάζοντας ουσιαστικά το πρόσωπο της πόλης.
Το τραγούδι White Rabbit των Jefferson Airplane (πρωτοπόρων του ψυχεδελικού ροκ) έγινε ύμνος και ο Τίμοθι Λίρι, ψυχολόγος, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και υπέρμαχος της έρευνας και χρήσης του LSD, γκουρού (ο Νίξον τον χαρακτήριζε ως τον πιο επικίνδυνο άνθρωπο στις ΗΠΑ).
Λίγους μήνες αργότερα, στο Monterey Pop Festival έπαιζαν -μεταξύ άλλων πολλών- οι The Who, οι Grateful Dead, ο Τζίμι Χέντριξ, ο Οτις Ρέντινγκ, η Τζάνις Τζόπλιν. Από τον Απρίλιο και καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, χιλιάδες νέοι -ακόμη και μαθητές γυμνασίου- κατέφθαναν εντελώς αυθόρμητα στο Σαν Φραντσίσκο.
Το καλοκαίρι του 1967 καταγράφηκε μία έκρηξη δημιουργίας στις τέχνες, τη μουσική, αλλά και τη μόδα σε συνδυασμό με την πεποίθηση ότι ο κόσμος ναι, μπορούσε να ξαναγεννηθεί. Υπό τις ευφορικές και παραισθησιογόνες ιδιότητες της μαριχουάνας και του LSD, χιλιάδες νέοι ονειρεύτηκαν -έστω για λίγο- έναν αλλιώτικο Κήπο της Εδέμ.
Για τα πρακτικά ζητήματα διαβίωσης και σίτισης συστάθηκε το Συμβούλιο για το Καλοκαίρι της Αγάπης, το οποίο ίδρυσε το Free Store με δωρεάν προϊόντα, ενώ άνοιξε και μια κλινική, με σύνθημα το απαράβατο ανθρώπινο δικαίωμα για ιατρική περίθαλψη. Για την οικονομική τους ενίσχυση διοργάνωναν στον δρόμο θεατρικά χάπενινγκς τα οποία ονόμασαν «the death of money», με τον ηθοποιό Πίτερ Κογιότ, έναν από τους βασικούς περφόρμερ.
Όμως, μέχρι τα φθινόπωρο, τα media κατάφεραν να δώσουν μία εντελώς παραμορφωμένη εικόνα του «Κήπου της Εδέμ», καθώς έκαναν το κίνημα εμπορικό θέαμα. Βεβαίως, η παραμονή τόσων πολλών ανθρώπων σε ένα σημείο (σε μια γειτονιά που εκτεινόταν σε 25 εκτάρια) επί μήνες, δημιούργησε όντως προβλήματα, εξού και ο χαρακτηρισμός «ζωολογικός κήπος» που χρησιμοποίησε μία από τις ηγετικές φυσιογνωμίες του «κινήματος».
Συνειδητοποιώντας ότι το σύνθημα «peace and love» δεν μπορούσε να κρατήσει για πάντα, οι περισσότεροι έπρεπε τελικά να επιστρέψουν στο πανεπιστήμιο ή να βρουν δουλειά, παρότι κάποιοι βρήκαν τρόπους να συνεχίσουν τον εναλλακτικό τρόπο ζωής που είχαν επιλέξει. Μέχρι τον Οκτώβριο είχαν απομείνει ελάχιστοι. Οι οποίοι -εναπομείναντες- οργάνωσαν την παρωδία «η κηδεία του χίπι».
Για τους περισσότερους το ουτοπικό όνειρο είχε τελειώσει. Όπως έδειξε η ιστορία, τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι. Ακολούθησε ένα «δεύτερο κύμα» υπό τη μορφή ακτιβισμού για τα δικαιώματα των γυναικών, της LGBT κοινότητας και την προστασία του περιβάλλοντος.
Γιατί, το καλοκαίρι της αγάπης ήταν κάτι πολύ πιο σημαντικό από χίπις και ουσίες. Στο εύφορο «έδαφος» της άνθισαν τρεις διαφορετικές μορφές κουλτούρας: Η πρώτη στη μόδα και στη μουσική, η δεύτερη στην πολιτική (στους μετα-και νεο-μαρξιστές για τους οποίους ο μετασχηματισμός των κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών ήταν βασική -έως και πιεστική- προτεραιότητα) και η τρίτη στην εσωτερική μεταμόρφωση και απελευθέρωση μέσω της χρήσης μαριχουάνας και LSD.
Αν και οι προτεραιότητες ήταν θεμελιωδώς διαφορετικές, οι τρεις επιβίωσαν, αλλά με διαφορετική συνάφεια. Η ατομικότητα και η αυτο-έκφραση στη μόδα και στη μουσική συνεχίστηκαν ανεμπόδιστα. Η παράδοση των διαδηλώσεων ευδοκιμεί με νέους στόχους που εντοπίζονται πλέον, κατά κύριο λόγο στον περιβαλλοντικό ακτιβισμό και την υπεράσπιση της σεξουαλικής ταυτότητας. Όσο για τις νέες γενιές των «πνευματικών αναζητητών» συνεχίζουν να βρίσκουν έμπνευση στις ουσίες, όπως και αν λέγονται τώρα.
Μισόν αιώνα μετά ξέρουμε ότι «Το Καλοκαίρι της Αγάπης» άλλαξε τον κόσμο.
Όπως γράφει το theconversation.com η χαμένη χρυσή εποχή της ευδαιμονίας, του ενθουσιασμού και της περιπέτειας, ήταν ένας παράδεισος που δεν μπορεί να πλαστεί ξανά. Αλλά στην πραγματικότητα, το δομικό αυτό στοιχείο της δεκαετίας του ’60 εξακολουθεί να δεσπόζει σε μεγάλο βαθμό τόσο στη λαϊκή κουλτούρα, όσο και στα όνειρα για έναν δίκαιο κόσμο.
Ο ήλιος εκείνου του καλοκαιριού έχει δύσει, όμως η ζεστασιά του είναι ακόμη εδώ…