Χρήμα και Ηθική ή μήπως χρήμα και ηθικολογία;) Το νέο βιβλίο ενός μοραλιστή στοχαστή, που καταγγέλει την ανηθικότητα της αγοράς και κάνει έκκληση στην ανθρωπότητα ώστε να πρυτανεύσει η ηθική στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η πολιτική. Αλλά τι ακριβώς εννοεί μιλώντας για ηθική; Και πόσο ηθικό θα ήταν, στις δημοκρατίες, να επιβληθούν στους πολίτες οποιοιδήποτε ηθικοί κανόνες;
Είναι δυνατόν σχολεία και γονείς να πληρώνουν, σε οργανωμένη βάση, τους μαθητές, τα παιδιά τους, για να διαβάσουν ένα βιβλίο ή να φέρουν καλύτερους βαθμούς; Υπάρχουν επιχειρήσεις που προσφέρουν υπηρεσίες αναμονής στην ουρά αφού έχεις καταβάλει το αναγκαίο αντίτιμο ανά ώρα; Υπάρχουν ασφαλιστικές εταιρείες που πουλούν ασφάλειες ζωής ηλικιωμένων σε τρίτους (εν αγνοία των οικείων τους), ώστε όταν ο ηλικιωμένος πεθάνει να εισπράξει ο «επενδυτής» το ποσό της ασφάλειας; Μπορεί κάποιος φυλακισμένος να αγοράσει αναβάθμιση του κελιού στο οποίο κρατείται; Μπορείς πράγματι να δώσεις προς «ενοικίαση» ή να «πουλήσεις» μέρος του σώματός σου για να διαφημιστεί ένα προϊόν ή μια υπηρεσία; Είναι δυνατόν να καταταγείς για να πολεμήσεις στο Αφγανιστάν με ημερομίσθιο 1.000 δολάρια – το λιγότερο; Μπορεί κάποιος να εξαγοράσει το δικαίωμα να κυνηγά τον μαύρο ρινόκερο (είδος προστατευόμενο) έναντι ποσού 250.000 δολαρίων; Και όμως ναι, όλα τα παραπάνω κάποιος τα μπορεί, αν έχει και διατίθεται να δαπανήσει χρήματα. Όλες οι προαναφερθείσες περιπτώσεις είναι πραγματικές.
Αυτά και άλλα παραδείγματα αποτελούν τα στοιχεία πάνω στα οποία ο καθηγητής Μάικλ Σαντέλ, στο βιβλίο του, Τι δεν μπορεί ν’ αγοράσει το χρήμα. Τα ηθικά όρια των αγορών, στην «κοινωνία της αγοράς», την οποία χαρακτηρίζει «ανήθικη», επιχειρηματολογώντας ταυτόχρονα υπέρ της «ηθικοποίησης» των αγορών – υπέρ, δηλαδή, της ηθικής οριοθέτησης της συμπεριφοράς των αγορών έτσι ώστε να προστατευτεί το «κοινό καλό».
Ο Σαντέλ συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους σύγχρονους διανοητές. Μέσα από την κριτική της «φιλελεύθερης πολιτείας», έχει βάλει στο τραπέζι της συζήτησης κρίσιμα ζητήματα διαχείρισης και οργάνωσης του δυτικού δημοκρατικού κράτους. Τον τρόπο με τον οποίο η ηθική σκοπιά παρεμβάλλεται στην πολιτική, στην οικονομία, στη διοίκηση τον περιγράφει ο ίδιος σε μια από τις πρόσφατες συνεντεύξεις του: “Στις δυτικές δημοκρατίες προσπαθούμε συχνά να συζητήσουμε για την πολιτική και την οικονομία χωρίς να αναφερόμαστε σε ζητήματα ηθικής, αξιών και κοινού καλού. Πιστεύω ότι είναι λάθος. Οδηγεί σε μια τεχνοκρατική, διαχειριστική πολιτική που δεν μπορεί να εμπνεύσει τους πολίτες να συμμετέχουν. Δεν είναι δυνατόν να μιλήσουμε για μια δίκαιη κοινωνία χωρίς να απαντήσουμε σε ηθικά ερωτήματα: ποια αγαθά αξίζει να επιδιώξουμε; ποιες αρετές αξίζει να καλλιεργήσουμε και ποιες είναι οι υποχρεώσεις μας απέναντι στους άλλους πολίτες;”[1]
Αυτά και άλλα ερωτήματα θέτει και στο νέο βιβλίο του. Ο Σαντέλ θεωρεί ότι δεν έγινε ποτέ μια ουσιαστική συζήτηση για τα ηθικά όρια των αγορών. Ως αποτέλεσμα, και χωρίς ενδεχομένως να το θέλουμε ως κοινωνία, «κατολισθήσαμε από το να έχουμε μια οικονομία της αγοράς στο να γίνουμε κοινωνία της αγοράς» (σελ. 10). Τον Σαντέλ τον απασχολεί έντονα το φαινόμενο αυτό και θεωρεί άμεση την ανάγκη να αναθεωρηθεί ο ρόλος που οι αγορές πρέπει να παίζουν στην κοινωνία: “Είναι αναγκαία μια δημόσια συζήτηση για το τι σημαίνει να βάλουμε τις αγορές στη θέση τους. Για να γίνει αυτή η συζήτηση πρέπει να σκεφθούμε διεξοδικά τα ηθικά όρια των αγορών. Και το ερώτημα που πρέπει κατ’ αρχήν να τεθεί είναι το εξής: υπάρχουν μερικά πράγματα τα οποία το χρήμα δεν μπορεί ν’ αγοράσει;” (σελ. 7)
Στο ερώτημα αυτό, η απάντηση είναι καταφατική. «Ασφαλώς και υπάρχουν», λέει ο Σαντέλ, που παραπέμπει στις καταστατικές αξίες κάθε πραγματικής δημοκρατικής κοινωνίας.
Κριτικάροντας τον Τζον Ρωλς
Ο Σαντέλ έκτισε τη φήμη και την επιρροή του μέσα από την λεπτομερή κριτική που έκανε στον «πατέρα» της σύγχρονης φιλελεύθερης σκέψης, τον Τζων Ρωλς.[2] Στο πολυδιαβασμένο βιβλίο του Ο φιλελευθερισμός και τα όρια της Δικαιοσύνης[3], στόχος του συγγραφέα είναι να αποδομήσει την καθολική θεωρία του Ρωλς για τη φιλελεύθερη πολιτεία. Ο Ρωλς, στο κλασικό έργο του Θεωρία της Δικαιοσύνης[4], παρουσιάζει την άποψη ότι η φιλελεύθερη πολιτεία πρέπει να παραμείνει ουδέτερη σε σχέση με το δημόσιο, το κοινό καλό. Σε μια τέτοια πολιτεία ο πολίτης βρίσκεται σε ουδέτερη θέση αφετηρίας (original position). Επομένως, μέσα από τις διεργασίες της σύγχρονης φιλελεύθερης πολιτείας μπορεί να δημιουργηθεί μια κοινωνική συμφωνία για τους κανόνες που τη διέπουν.
Ο Σαντέλ απορρίπτει τη θέση του Ρωλς. Θεωρεί ότι η πολιτεία δεν μπορεί να παραμείνει ουδέτερη διότι έχει υποχρέωση να προστατεύσει τα συμφέροντα του κάθε πολίτη, όλους τους νόμους, διαμορφώνοντας έναν συγκεκριμένο ορισμό τόσο για το τι είναι δίκαιο όσο και για το τι είναι καλό. Για τον Σαντέλ, λοιπόν, η ελευθερία σε μια δυτική δημοκρατία δεν είναι αρκετή. Απαιτεί από την πολιτεία να δημιουργήσει τους μηχανισμούς που θα διαμορφώσουν τον ίδιο τον πολίτη και, κυρίως, την έννοια της συλλογικότητας και της κοινοτικής ευθύνης και αλληλεγγύης. Θέλει πολίτες που να μην είναι ατομικιστές αλλά να παραμένουν προσηλωμένοι στο «κοινό καλό», στο καλό, δηλαδή, του συνόλου. Εάν δεν υπάρχει αυτό το «κοινοτικό πνεύμα» είναι δύσκολο να υπάρξει υγιής δημοκρατία.
Επιπλέον, κατά τον Σαντέλ ο φιλελευθερισμός του Ρωλς είναι άμεσα εκτεθειμένος στη δύναμη του χρήματος και των αγορών και, ως εκ τούτου, είναι συνυπεύθυνος για το ότι οι αγορές παραμένουν χωρίς ηθικά όρια. Δίχως αυτά τα προαπαιτούμενα, η φιλελεύθερη πολιτεία δεν έχει «κοινοτικό πνεύμα», υποστηρίζει ο Σαντέλ και, επομένως, δεν μπορεί να προτάξει και να υπηρετήσει το κοινό καλό.
Στην κριτική του προς τον Ρωλς, ο Σαντέλ συναντήθηκε τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 και με άλλους φιλόσοφους, όπως ο Άλαστερ ΜακΙντάιρ[5] και ο Μάικλ Γουώλτζερ[6]. Η έντονη συζήτηση οδήγησε στη δημιουργία ενός φιλοσοφικού ρεύματος που, αμφισβητώντας τα επιχειρήματα του Ρωλς, επιδίωξε να δώσει μια άλλη κατεύθυνση για τη σύγχρονη δημοκρατική πολιτεία. Πρόκειται για το ρεύμα του «κοινοτισμού» ή της «κοινοτιστικής θεωρίας» το οποίο εδράζεται στη θέση ότι η κοινότητα (μαζί με όλα τα χαρακτηριστικά της, τους κανόνες και τις επιλογές της) υπερέχει του ατόμου. Οι «κοινοτιστές» δίνουν έμφαση στο κοινό καλό, στην κοινοτική συλλογική ευθύνη, ανησυχούν έντονα για τον κατακερματισμό της και θέλουν να διατηρήσουν την κοινότητα ακέραια μέσα σ’ ένα έντονα μεταβαλλόμενο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.
Υπό το πρίσμα αυτής της «κοινοτιστικής» αντίληψης προσεγγίζει ο Σαντέλ, με κριτική διάθεση, τη σημερινή πραγματικότητα στην φιλελεύθερη πολιτεία, στην οικονομία και στις αγορές. Κατ’ αυτόν, η «ανήθικη» αγορά είναι συνυπεύθυνη για τη «σαπίλα» σε αξίες όπως η φιλία, η αλληλεγγύη κ.λπ. – αξίες που θα έπρεπε να παραμένουν ανεπηρέαστες από τη σχέση με το χρήμα.[7] Ως «κοινοτιστής» θεωρεί ότι «η εμπορευματοποίηση διαβρώνει την έννοια του “κοινού”. Όσα περισσότερα πράγματα μπορεί να αγοράσει το χρήμα, τόσο λιγότερες είναι οι περιπτώσεις που άνθρωποι από διαφορετικές αφετηρίες θα συναντηθούν» (σελ. 202).
Ο πυρήνας του επιχειρήματος του Σαντέλ είναι ότι η «κοινωνία της αγοράς», στην οποία έχουμε κατολισθήσει, «αποτελεί τρόπο ζωής στον οποίο οι αρχές της αγοράς διατρέχουν κάθε όψη της ανθρώπινης δραστηριότητας. Είναι ένα μέρος στο οποίο οι κοινωνικές σχέσεις είναι καt’ εικόνα της αγοράς» (σελ. 10-11). Με αυτό τον τρόπο η αίσθηση της «κοινότητας» χάνεται και, ταυτόχρονα, διευρύνεται η ανισότητα και η δημοκρατία βρίσκεται σε κρίση.
Ο Σαντέλ θεωρεί, επομένως, μέγα πρόβλημα της δημοκρατίας σήμερα την εμπορευματοποίηση των πάντων. Μια κατάσταση η οποία έχει μεταλλάξει την έννοια του τι σημαίνει να είσαι πολίτης καθώς και την έννοια της προσφοράς. Το φαινόμενο αυτό έχει διαβρώσει κάθε τι που θα έπρεπε να είναι υπεράνω χρήματος. Τον ενοχλεί, για παράδειγμα, που τα αθλητικά ομαδικά παιχνίδια (μπάσκετ, ποδόσφαιρο, μπέιζμπολ, χόκεϊ, κ.λπ.) έχουν διαβρωθεί από την αγορά, με αποτέλεσμα να χάσουν τον παραδοσιακό τους χαρακτήρα ως «πηγή κοινωνικής συγκόλλησης και υπερηφάνειας» αλλά και ισότητας (σελ. 172). Η εμπορευματοποίησή τους, μάλιστα, υποστηρίζει, έχει οδηγήσει σε κατακερματισμό ακόμα και την κοινότητα των φιλάθλων και στο διαχωρισμό της μεταξύ «πλουσίων» και «φτωχών» (κεφάλαιο 5).
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που ο Σαντέλ θεωρεί «κατάντια» στην οποία μας έχει οδηγήσει η «ανήθικη» αγορά, είναι η διάβρωση των ανθρώπινων αξίων όπως η φιλία, ο αλτρουισμός, η προσφορά. Στο κεφάλαιο 3 του βιβλίου του, ο Σαντέλ παραθέτει σειρά περιπτώσεων για να αποδείξει ότι η εμπορευματοποίηση δεν έχει αφήσει άθικτες αξίες που ενδεχομένως να θεωρούσαμε εκτός του βεληνεκούς των αγορών. Για παράδειγμα, στην Κίνα υπήρχε (υπάρχει;) εταιρεία η οποία αναλαμβάνει να απολογηθεί εκ μέρους σου για κάτι που έκανες. Το σύνθημα της εταιρείας ήταν (είναι;): «Λέμε συγγνώμη για σένα». Με άλλα λόγια, αγοράζεις την συγγνώμη σου. Ή στις ΗΠΑ, η ThePerfectToast.com αναλαμβάνει να συγγράψει για σένα μια πρόποση σ’ ένα γάμο στον οποίο είσαι ο κουμπάρος (σελ. 96-98). Αυτά και άλλα, κατά τον Σαντέλ, είναι παραδείγματα που δείχνουν ότι η κοινωνία έχει αφήσει τις αγορές να διαβρώσουν ακόμα και τη φιλία και γενικότερα τις κοινωνικές σχέσεις.
Γι’ αυτό ο Σαντέλ προτείνει να ξαναδούμε από την αρχή τον ρόλο των αγορών. Κυρίως την ηθική πλευρά τους. Κατ’ αυτόν, «το πρόβλημα της πολιτικής δεν είναι ότι υπάρχει πολλή ηθικοποίηση, αλλά λίγη. Η πολιτική έχει υπερθερμανθεί επειδή είναι εν πολλοίς κενή, άδεια από ηθικό και πνευματικό περιεχόμενο. Έχει αποτύχει να ασχοληθεί με τα μεγάλα ζητήματα για τα οποία ενδιαφέρεται ο κόσμος» (σελ. 13). «Η μόνη ελπίδα για να βάλουμε τις αγορές στη θέση τους», λέει σε άλλο σημείο, είναι «να συζητήσουμε ανοικτά και δημόσια για την έννοια του καλού και των κοινωνικών πρακτικών που τιμούμε». Να συζητήσουμε, δηλαδή, «για τις αρχές που θα τις ορίζουν» (σελ. 202).
Ενδεχομένως κανένας δεν θα διαφωνήσει με τη γενική θέση του Σαντέλ ότι οι αγορές δεν μπορούν να αφήνονται ανεξέλεγκτες και χωρίς όρια, ακόμα και ηθικά. Είναι γεγονός ότι, ειδικά στο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης των ημερών μας, η έλλειψη αποτελεσματικής οικονομικής διακυβέρνησης έκανε πιο δύσκολη και πιο σκληρή για τον πολίτη την αντιμετώπισή της. Το κρίσιμο θέμα είναι, ωστόσο, αν ο Σαντέλ καταφέρνει με τα σοκαριστικά παραδείγματα που παραθέτει στο βιβλίο του να πείσει για την ανάγκη «ηθικοποίησης» των αγορών και να εξηγήσει τι ακριβώς σημαίνει αυτό. Πέραν τούτου, τίθενται και άλλα θέματα: ποιος και πώς αποφασίζει για την ηθική των αγορών, των αγαθών και των αρετών; Έχει ο Σαντέλ συγκεκριμένη απάντηση για τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να γίνει αυτό χωρίς, ταυτόχρονα, να επηρεάζεται η αυτονομία του πολίτη και το δικαίωμά του στην επιλογή; Είναι η «ηθικοποίηση» της πολιτείας η πραγματική απάντηση στην πολιτική κρίση που αντιμετωπίζουμε; Και, εν τέλει, μπορεί να υπάρξει έστω εξορθολογισμός της αγοράς χωρίς να επιστρέψει η πολιτική στην κεντρική σκηνή;
Αντί της πολιτικής, η ηθικολογία
Ως προς τις απαντήσεις που δίνει σ’ αυτά και σε άλλα συναφή ερωτήματα, το βιβλίο του Σαντέλ πάσχει. Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσής του ανέμενα ότι ο συγγραφέας θα γινόταν πιο συγκεκριμένος ως προς το πώς ακριβώς προτείνει να γίνουν οι αγορές «ηθικές». Τι πρέπει ν’ αλλάξει και προς ποία κατεύθυνση. Ωστόσο, ο Σαντέλ μένει κυρίως στις διαπιστώσεις, τις οποίες επικρίνει, αλλά δεν εξηγεί πώς φτάσαμε ως εδώ. Πέραν, της γενικής θέσης ότι ως κοινωνία επιτρέψαμε στις αγορές να απογυμνωθούν από την ηθική και να διαβρώσουν την κοινωνία, δεν εξηγεί πώς ακριβώς έγινε αυτό. Αυτό συμβαίνει διότι από την ανάλυση του βιβλίου απουσιάζει μια ουσιαστική συζήτηση της πολιτικής διάστασης του θέματος.[8] Όπως σωστά επισημαίνει ο Γκλεν Νιούι, μια συζήτηση για την ηθική των αγορών πρέπει να γίνει σε πολιτικό επίπεδο.[9]
Εν πρώτοις, πρέπει να συμφωνήσουμε στο ποιες ακριβώς είναι οι ηθικές βάσεις πάνω στις οποίες πρέπει να «υποχρεωθούν» να λειτουργήσουν οι αγορές. Όλοι, ή σχεδόν όλοι, μπορούμε να συμφωνήσουμε στις γενικές αρχές. Κανένας, νομίζω, δεν θα αρνηθεί ότι οι αγορές πρέπει να λειτουργούν σε μια λογική μείωσης των ανισοτήτων και διατήρησης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Από την άλλη, όμως, ο πολίτης χρειάζεται να διατηρήσει το δικαίωμα στην επιλογή. Μπορεί, για παράδειγμα, για την πλειονότητα των ανθρώπων, η απόφαση κάποιου/ας να πουλάει σεξουαλική ικανοποίηση να είναι πράξη κατακριτέα. Είναι όμως αποδεκτό, στη βάση της «ηθικής» (ποιας ηθικής αλήθεια;) να του/της απαγορευθεί να το κάνει; Είναι οι ηθικές αρχές της «κοινότητας» πάντα ορθές και πάντα αποδεκτές; Πολλές ηθικές αρχές που έσβησαν ή χάθηκαν με την εξέλιξη των κοινωνιών, όπως για παράδειγμα η δουλεία, είχαν θετικό αντίκτυπο και βοήθησαν στην πρόοδο και των εκδημοκρατισμό των κοινωνιών.
Επίσης, αυτό που ο Σαντέλ ονομάζει «διάβρωση» των αρχών από τις αγορές μπορεί στην πραγματικότητα να είναι μετασχηματισμός και προσαρμογή στα νέα δεδομένα που το παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον επιβάλλει.[10] Στο πλαίσιο αυτό μπορούμε να εντάξουμε και τη συζήτηση που γίνεται για την «επανάσταση» στην επικοινωνία και την κοινωνική δικτύωση η οποία έχει επηρεάσει καθοριστικά τις σύγχρονες κοινωνικές σχέσεις. Όσο και εάν, ενδεχομένως, δεν μας αρέσει, τα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης (facebook, twitter, blogging, instagram, tumblr, κ.λπ.) αποτελούν σήμερα συστατικό στοιχείο των σύγχρονων κοινωνιών και έχουν, αναπόφευκτα, μετασχηματίσει τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων. Εξέλιξη από την οποία δεν νοείται οπισθοχώρηση. Εάν ο Σαντέλ, λοιπόν, υπονοεί με την πρότασή του για «ηθικοποίηση» των αγορών και γενικότερα των σχέσεων πολίτη-κοινωνίας, την επιστροφή σε πιο παραδοσιακές αρχές, τότε μιλάμε για μια καθαρά συντηρητική άποψη. Η νοσταλγία της παράδοσης και η προσπάθεια επιβολής της στο σήμερα είναι μια άκρως συντηρητική προσέγγιση.
Ενώ ο Σαντέλ έχει δίκιο ότι η σημερινή κατάσταση έχει οδηγήσει τους πολίτες μακριά από την πολιτική, δεν λέει απολύτως τίποτα για έναν από τους σημαντικότερους λόγους για τους οποίους συμβαίνει αυτό. Δεν λέει τίποτα για την κρίση, δηλαδή, του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος που, σε μεγάλο βαθμό, οφείλεται και στην «εμπορευματοποίηση» της πολιτικής, στη σχέση, με άλλα λόγια, πολιτικής και χρήματος. Ενώ, δηλαδή, ο συγγραφέας κατακρίνει την εμπορευματοποίηση των ανθρωπίνων κοινωνικών σχέσεων δεν έχει να πει τίποτα για τη διάβρωση του πολιτικού συστήματος από το χρήμα. Φαινόμενο που το συναντούμε, σε μικρότερο ή σε μεγαλύτερο βαθμό, σε όλες τις χώρες.
Χρήμα και πολιτική
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, οι γενικές εκλογές (προεδρικές και Κογκρέσου) του ερχόμενου Νοεμβρίου αναμένεται ότι θα είναι από τις πιο πολυδάπανες που έγιναν ποτέ. Θα στοιχίσουν περισσότερο από ό,τι συνολικά ο προϋπολογισμός του ελληνικού κράτους. Ήδη οι προεδρικοί υποψήφιοι, Μπαράκ Ομπάμα και Μιτ Ρόμνεϊ, έχουν ξεκινήσει αγώνα δρόμου για να εξασφαλίσουν ρευστό εν όψει της μάχης της 6ης Νοεμβρίου.[11] Στις ΗΠΑ η συζήτηση για τη σχέση πολιτικής και χρήματος είναι συνεχής και σε βάθος. Παραμένει θέμα που απασχολεί τόσο την πολιτική όσο και την επιστημονική κοινότητα. Η διαφάνεια στις χρηματικές πηγές και ο τρόπος με τον οποίο δαπανώνται τα χρήματα αποτελούν κεντρικά στοιχεία της συζήτησης. Γι’ αυτό και κατά καιρούς έχουν υιοθετηθεί νόμοι για τον έλεγχο του πολιτικού χρήματος, όχι πάντα με επιτυχία. Πάντως προσπάθειες γίνονται.
Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, στην Ελλάδα, η συζήτηση για τη σχέση πολιτικής και χρήματος παραμένει επιδερμική. Και το χειρότερο είναι ότι η ρητορική για τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στο πολιτικό σύστημα παραμένουν μόνο ρητορική χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα. Όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, μίλησαν για «αναδόμηση του πολιτικού συστήματος» έτσι ώστε να απελευθερωθεί από την απόλυτη εξάρτησή του σε αδιαφανείς διαδικασίες χρηματοδότησης των κομμάτων και των προεκλογικών διαδικασιών, καθώς του ίδιου του πολιτικού προσωπικού. Οι ίδιες κυβερνήσεις απέτυχαν παταγωδώς να ανταποκριθούν στις δεσμεύσεις τους κάνοντας απλά σπασμωδικές κινήσεις, χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα, για να ρίξουν στάχτη στα μάτια της κοινής γνώμης. Με αυτού του τύπου τις κουτοπονηριές έχουν ενισχύσει το έλλειμα αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος. Και εάν αυτοδύναμες κυβερνήσεις δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα για την «εμπορευματοποίηση» της ελληνικής πολιτικής ζωής, οι προσδοκίες να κάνει κάτι η σημερινή κυβέρνηση συνασπισμού είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Το πιθανότερο είναι ότι, δυστυχώς, το στάτους κβο θα παραμείνει, με αποτέλεσμα η πολιτική κρίση που βιώνουμε να συνεχιστεί.
Αυτά τα φαινόμενα, και εδώ και αλλού, είναι που συνθέτουν μια άμεση απειλή για τη δημοκρατία για την οποία ο Σαντέλ δεν προτείνει τίποτα χειροπιαστό για την αντιμετώπισή τους. Πώς θα μπορέσουμε να μιλήσουμε για μέτρα «ηθικοποίησης» των αγορών, όταν η ίδια η πολιτική είναι διαβρωμένη από το χρήμα; Επομένως, πριν από οτιδήποτε άλλο, προτεραιότητα έχει να δημιουργηθούν αποτελεσματικοί μηχανισμοί ελέγχου του πολιτικού χρήματος και, ειδικά στην Ελλάδα, να αναδομηθεί και να αλλάξει ριζικά το πολιτικό σύστημα. Αυτή η συζήτηση πρέπει να γίνει ουσιαστικά και όχι επιδερμικά όπως γινόταν μέχρι σήμερα.
Παρ’ όλο, πάντως, που ο Σαντέλ είναι απογοητευτικός σε ό,τι αφορά το διά ταύτα, το βιβλίο του προσφέρει μια καλή ευκαιρία να διευρυνθεί ο διάλογος για το μέλλον της δημοκρατικής πολιτείας και τη σχέση της με τις αγορές και την ηθική. Ταυτόχρονα, μέσα από τις ελλείψεις του, το βιβλίο μας υπενθυμίζει ότι η ηθικολογία και η γενικότερη συζήτηση περί «ηθικοποίησης» (ειδικά όταν γίνεται στο όνομα μιας αφηρημένης έννοιας της ηθικής) δεν είναι αρκετή, ούτε καν ικανοποιητική, ως απάντηση στα ζητήματα που απασχολούν τις σύγχρονες κοινωνίες. Εκείνο που πρωτίστως χρειάζεται είναι η επιστροφή της πολιτικής με συγκεκριμένες και ρηξικέλευθες προτάσεις. Οι κοινωνίες έχουν κουραστεί από υπερβολική δόση ηθικολογίας χωρίς αντίκρισμα. Αναμένουν πολιτικές και πράξεις οι οποίες θα εδράζονται στην ηθική της δημοκρατίας και της κατοχύρωσης του πρωταγωνιστικού ρόλου του πολίτη στις δημοκρατικές διαδικασίες.
Michael Sandel, What Money Can’t Buy. The Moral Limits of Markets, Allen Lane, London 2012, 244 σελ
[1] Ειρήνη Μητροπούλου, «Μάικλ Σαντέλ: Ανήθικη η κοινωνία της αγοράς», Το Βήμα, 17 Ιουλίου 2011.
[2] Σε ένα δοκίμιό του ο Σαντέλ αναφέρεται στην πρώτη γνωριμία του με τον Ρωλς: «Όταν έφτασα στο Χάρβαρντ ως νέος λέκτορας στο Τμήμα Διακυβέρνησης», γράφει, «δεν είχα συναντήσει ποτέ προηγουμένως τον άνθρωπο του οποίου την σημαντική δουλειά για τον φιλελευθερισμό είχα μελετήσει. Πολύ σύντομα μετά την άφιξή μου κτύπησε το τηλέφωνό μου. Μια διστακτική φωνή μού είπε “Είμαι ο Ρωλς, Ρ-Ω-Λ-Σ”. Ήταν σαν ο Θεός ο ίδιος να μου είχε τηλεφωνήσει για να με προσκαλέσει σε γεύμα και συλλάβισε το όνομά του σε περίπτωση που δεν ήξερα ποιος ήταν». Στο Michael J. Sandel, Public Philosophy: Essays on Morality in Politics (Cambridge, MA: Harvard University Press, 2005), σ. 251.
[3] Michael Sandel, Liberalism and the Limits of Justice (Cambridge: Cambridge University Press, 1981).
[4] John Rawls, Theory of Justice (Cambridge, MA: Harvard University Press, 1971) –στα ελληνικά στις εκδ. Πόλις.
[5] Alasdair MacIntyre, After Virtue, 2nd ed. (Notre Dame: University of Notre Dame Press, 1984).
[6] Michael Walzer, Spheres of Justice (Oxford: Blackwell, 1983).
[7] Κατά ειρωνικό τρόπο, παρά το ότι ο Σαντέλ, κατά γενική ομολογία, ανήκει στους διανοητές μιας συντηρητικής ιδεολογίας, η παραδοσιακή Αριστερά έχει ενθουσιαστεί με το τελευταίο του βιβλίο, προφανώς λόγω της επίθεσης που κάνει στην «ανήθικη αγορά» αγνοώντας, βέβαια, το συνολικό του έργο. Ο Σαντέλ, κατ’ αυτούς, «μοιάζει να περιγράφει τις τελευταίες μέρες της παγκόσμιας καπιταλιστικής Πομπηίας…» (βλ. Μαριάννα Τζιαντζή, «Όταν το χρήμα αγοράζει τα πάντα» http://aristeroblog.gr, 2 Ιουλίου 2012). Είναι κι αυτό ακόμα ένα παράδειγμα της ιδεολογικής σύγχυσης στην οποία βρίσκεται σήμερα η παραδοσιακή Αριστερά, αλλά και των πολιτικών συγκλίσεων που έχει με το παραδοσιακό συντηρητικό ρεύμα.
[8] Ανάλογη είναι και η κριτική του Michael Ignatieff, “The Price of Everything” στο περ.The New Republic (May 18, 2012) (ηλεκτρονική έκδοση).
[9] Glen Newey, “You have $2000, I have a kidney”, London Review of Books, Vol. 34, No. 12 (June 21, 2012) (ηλεκτρονική έκδοση).
[10] Βλ. επίσης, Glen Newey.
[11] Για περισσότερες πληροφορίες για την μάχη του χρήματος στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2012, βλ. “Romney battles Obama for cash advantage in election”, Reuters, 21 Αυγούστου 2012.