[Όταν ήταν άρχοντας ο Αρίσταρχος ο Φαληρέας, στις επτά του μήνα Πυανεψιώνα, το Σίγμα έκανε μήνυση στο Ταυ ενώπιον των επτά φωνηέντων για βία και αρπαγή, λέγοντας ότι του έχει πάρει όλες τις λέξεις που γράφονται με διπλό ταυ].
Όσο καιρό, Φωνήεντα δικαστές, αδικιόμουν λίγο από αυτό εδώ το Ταυ, που έκανε κατάχρηση στα δικαιώματά μου και πήγαινε και καθόταν εκεί που δεν έπρεπε, δεν έφερα βαρέως την αδικία και παρέβλεψα κάποια απ’ όσα λέγονταν, εξαιτίας της μετριοπάθειας, την οποία ξέρετε ότι διατηρώ απέναντι σας και απέναντι στα άλλα γράμματα. Εφόσον όμως έφτασε σε τέτοιο σημείο πλεονεξίας και παρανομίας, χωρίς να αρκείται με ότι επανειλημμένως άφησα να περάσει δίχως να μιλήσω, αλλά προσπαθεί ν’ αποκτήσει με τη βία περισσότερα, είμαι αναγκασμένος να το καλέσω τώρα σε απολογία μπροστά σε σας, που γνωρίζετε και τα δύο μας. Ο φόβος για την εξαφάνιση, που με πλησιάζει, δεν είναι μικρός διότι προσθέτοντας όλο και περισσότερα σε αυτά που έχει ήδη κάνει, θα με εξαφανίσει ολότελα από την περιοχή, που μου ανήκει, έτσι ώστε, αν συνεχίζω να σωπαίνω, δεν θα αργήσω να σταματήσω να συγκαταλέγομαι στο αλφάβητο και δεν θα είμαι τίποτα παραπάνω από σφύριγμα.
Είναι λοιπόν δίκαιο, όχι μόνο εσείς, που τώρα δικάζετε, αλλά και τα άλλα γράμματα να πάρουν προφυλάξεις απέναντι στις προσπάθειες του’ διότι αν επιτραπεί σε όσους το θελήσουν να πηγαίνουν με τη βία από τη θέση που τους ανήκει σε άλλη, ξένη, κι αν το επιτρέψετε εσείς, χωρίς τα οποία τίποτα δεν μπορεί να γραφεί και να έχει καποια σημασία, δεν βλέπω με ποιο τρόπο θα είναι ομαλές οι σχέσεις μας, σύμφωνα με τις οποίες έγινε η αρχική κατάταξη. Νομίζω όμως ότι ούτε εσείς θα φτάσετε σε τέτοιο σημείο αδιαφορίας και παραμέλησης, ώστε να επιτρέψετε πράγματα που δεν είναι δίκαια, ούτε εγώ θα σταματήσω τον αγώνα για την αδικία εις βάρος μου, ακόμα κι αν εσείς αδιαφορήσετε. Μακάρι να είχε αναχαιτιστεί τότε και των άλλων γραμμάτων το θράσος, αμέσως μόλις άρχισαν τις παρανομίες. Έτσι δεν θα πολεμούσε μέχρι σήμερα το Λάμδα με το Ρω, φιλονικώντας για την «κίσηρι» και την «κεφαλαργία» (κεφαλαλγία), ούτε το Γάμμα θ’ ανταγωνιζόταν το Κάππα και δεν θα κόντευαν επανειλημμένως να έρθουν στα χέρια μέσα στο γναφείο για τα «γνάφαλλα», και θα είχε αποφύγει να παλέψει με το Λάμδα, αφαιρώντας του το «μόγις» (μόλις) και κλέβοντάς του κρυφά το «μάλιστα» και θα έμεναν ήσυχα και τα υπόλοιπα, που αρχίζουν το παράνομο ανακάτεμα. Το σωστό είναι να μένει το καθένα στη θέση που του έτυχε το να πηγαίνει εκεί που δεν πρέπει είναι κάτι που καταλύει το δίκαιο. Άλλωστε και αυτός που πρώτος διατύπωσε για μας αυτούς τους νόμους, είτε ήταν ο νησιώτης Κάδμος είτε ο Παλαμήδης, γιος του Ναυπλίου —κάποιοι αποδίδουν αυτή την παροχή στον Σιμωνίδη— δεν καθόρισαν μόνο τη σειρά μας, σύμφωνα με την οποία έχουμε καθορισμένες θέσεις, ποιο δηλαδή θα είναι πρώτο και ποιο δεύτερο, αλλά αποφάσισαν ακόμα και τα χαρακτηριστικά και τις δυνατότητες, που έχει καθένα από μας. Σε σας λοιπόν, δικαστές, έχουν δώσει τη μεγαλύτερη τιμή, διότι μπορείτε να εκφέρεστε μόνα σας στα ημίφωνα έδωσαν την αμέσως επόμενη τιμή, διότι χρειάζονται κάτι να προστεθεί μαζί τους για ν’ ακουστούν. Την τελευταία θέση όρισαν να έχουν απ’ όλα τα εννέα γράμματα, που δεν έχουν κανένα ήχο από μόνα τους. Τα φωνήεντα λοιπόν θα έπρεπε να διαφυλάσσουν αυτούς τους νόμους.
Αυτό εδώ το Ταυ —δεν μπορώ να το αποκαλέσω με χειρότερο όνομα από το δικό του— το οποίο, μα τους θεούς, δεν θα μπορούσε ν’ ακουστεί μόνο του, παρά μόνο αν δύο από σας, καλά και υποχρεωτικά φωνήεντα, το Αλφα και το Ύψιλον, έρχονταν να το βοηθήσουν, αυτό λοιπόν τόλμησε ν’ αδικήσει εμένα περισσότερο απ’ όλα όσα έχουν αδικηθεί ως τώρα, εξορίζοντάς με από ονόματα και ρήματα που έχω κληρονομήσει, διώχνοντάς με ταυτόχρονα από συνδέσμους και προθέσεις, έτσι που δεν μπορώ πια ν’ ανεχτώ την άνευ ορίων πλεονεξία του. Είναι όμως καιρός να πω από πού και πώς άρχισε.
Είχα πάει κάποτε στον Κύβελο —αυτό είναι χωριουδάκι, όχι άσχημο, αποικία των Αθηναίων, όπως λέει η ιστορία. Πήρα μαζί μου και το ισχυρότατο Ρω, τον καλύτερο γείτονά μου. Σταμάτησα λοιπόν στο σπίτι κάποιου κωμικού ποιητή. Λεγόταν Λυσίμαχος, Βοιωτός προφανώς από καταγωγής, αν και απαιτούσε να λένε ότι γεννήθηκε στην καρδιά της Αττικής. Σε αυτό τον ξένο λοιπόν παρατήρησα την πλεονεξία αυτού του Ταυ. Όσο καιρό ήταν λίγα αυτά που επιχειρούσε, τολμώντας να λέει «τέττερα» (τέσσερα) και «τετταράκοντα» (τεσσαράκοντα), βάζοντας χέρι ακόμα και στο «τήμερα» (σήμερα) και τα παρόμοια και λέγοντας ότι αυτά είναι δικά του, στερώντας μου τους γνωστούς και συγγενείς μου, νόμιζα ότι ήταν απλώς συνήθειά του και ανεχόμουν να τα ακούω, χωρίς να μ’ ενοχλούν και πολύ. Από τη στιγμή όμως που προχώρησε και τόλμησε να πει «καττίτερο» (κασσίτερον) και κάττυμα και «πίττα» (πίσσα) και έπειτα, χωρίς να κοκκινίσει, ονόμασε τη «βασίλισσα» «βασίλιττα», η αγανάκτησή μου γι’ αυτά μεγάλωσε και έχω πάρει φωτιά από τον φόβο μήπως με τον καιρό ονομάσει κάποιος και τα «σύκα» «τύκα». Συγχωρήστε με, για το όνομα του Δία, για τη δίκαιη οργή μου, έτσι απελπισμένος καθώς είμαι και έρημος από βοηθούς. Διότι ο κίνδυνος δεν είναι για ασήμαντα και τυχαία πράγματα, γιατί μου κλέβει τους φίλους και τους συντρόφους μου. Ονόμασε την «κίσσα» μου, το φλύαρο πουλί, «κίττα», αρπάζοντας το μέσα από την αγκαλιά μου, που λέει ο λόγος. Μου πήρε τη «φάσσα» (αγριοπερίστερο) μαζί με τις νήσσες (πάπιες) και τους κόσσυφες (κότσυφες), αν και του το απαγόρευσε ο Αρίσταρχος. Μου απέσπασε ακόμα και όχι λίγες «μέλισσες». Ήρθε στην Αττική και μου άρπαξε παράνομα από την καρδιά της μέσα τον «Υμησσό» (Υμηττό) κάτω από τα μάτια τα δικά σας και των άλλων γραμμάτων. Αλλά γιατί τα λέω αυτά; Με έδιωξε από ολόκληρη τη «Θεσσαλία», απαιτώντας να ονομάζεται «Θετταλία», με απέκλεισε από ολόκληρη τη «θάλασσα», χωρίς να λυπηθεί και να’ μου παραχωρήσει ούτε τα «σεύτλα» στους κήπους, και καθώς λένε δεν μου άφησε ούτε τον «πάσσαλο».
Ότι είμαι γράμμα που δεν κρατάει κακία, μπορείτε να το καταθέσετε κι εσείς οι ίδιοι, αφού ποτέ δεν κατάγγειλα το Ζήτα, που μου πήρε το «σμαράγδι» (ζμάραγδος) και μου αφαίρεσε τελείως τη σμύρνα, ούτε το Ξι, που παραβίασε κάθε «συνθήκη» (ξυνθήκη), έχοντας «σύμμαχο» (ξύμμαχος) τον συγγραφέα τέτοιων πραγμάτων, τον Θουκυδίδη. Και όταν ο γείτονάς μου, το Ρω, αρρώστησε, τον συγχώρεσα που μεταφύτευσε στον κήπο του τις «μυρρίνες» (μυρσίνη) μου και με χτύπησε κάποτε στον «κρόταφο» [κόρση— κόρρη) από παραφροσύνη. Τέτοιο είμαι εγώ.
Αλλά δείτε πόσο βίαιο είναι από τη φύση του αυτό το Ταυ απέναντι και στα υπόλοιπα. Το ότι δεν άφησε ήσυχα ούτε τα υπόλοιπα γράμματα, αλλά διέπραξε αδικίες και εις βάρος του Δέλτα και του Θήτα και του Ζήτα και εις βάρος σχεδόν όλων των στοιχείων του αλφαβήτου, καλέστε να σας το πουν για χάρη μου τα ίδια τα αδικημένα γράμματα. Ακούστε, Φωνήεντα δικαστές, το Δέλτα, που λέει: «Μου έκλεψε την ενδελέχεια, απαιτώντας να λέγεται εντελέχεια, παραβιάζοντας όλους τους νόμους», το Θήτα, που χύνει δάκρυα και ξεριζώνει τις τρίχες του κεφαλιού του, γιατί έχει στερηθεί ακόμα και την κολοκύθα (κολοκύνθη— κολοκύντη), το Ζήτα, που έχει χάσει το να σφυρίζει και να σαλπίζει, ώστε δεν μπορεί πια να πει ούτε γρυ. Ποιος θα μπορούσε ν’ ανεχτεί όλα αυτά; Ποια τιμωρία θα ήταν αρκετή γι’ αυτό το πέρα για πέρα κακούργο Ταυ;
Και δεν διαπράττει αδικίες μόνο εις βάρος του ομόφυλού του γένους των γραμμάτων, αλλά έχει ήδη επιτεθεί και στο ανθρώπινο γένος με τούτο τον τρόπο δεν αφήνει τους ανθρώπους να μιλήσουν με τη γλώσσα τεντωμένη. Πράγματι, δικαστές, ενώ μιλούσα για τους ανθρώπους, μου ήρθε στον νου η γλώσσα την έδιωξε και αυτή από το μέρος μου και κάνει τη «γλώσσα» «γλώττα». Αχ Ταυ, πραγματική αρρώστια της γλώσσας. Θα επανέλθω όμως σε κείνο το θέμα και θα μιλήσω για χάρη τους, υπερασπίζοντάς τους απέναντι σε όσα κακά τους προκαλεί. Προσπαθεί δηλαδή με γλωσσοδέτες να διαστρεβλώνει και να χαλάει την ομιλία τους. Αλλος βλέπει κάτι «καλό» και θέλει να το πει έτσι, επεμβαίνει όμως το Ταυ και τους αναγκάζει να το πουν «ταλό», θέλοντας να έχει σε όλα τον πρώτο λόγο. Αλλος πάλι συζητά για το «κλήμα», αλλά το Ταυ —που είναι πραγματικά «τλήμον» (άθλιο)— κάνει το κλήμα «τλήμα». Και δεν βλάπτει μόνο τους κοινούς ανθρώπους, αλλά ακόμα και τον μεγάλο βασιλιά, στον οποίο, λένε, υποχωρούν και η ξηρά και η θάλασσα και αποχωρίζονται από την ίδια τους τη φύση, ακόμα και αυτόν επιβουλεύεται το Ταυ και, ενώ είναι Κύρος, τον κάνει κάτι σαν Τύρο.
Με τον τρόπο αυτό βλάπτει λοιπόν τους ανθρώπους όσον αφορά την ομιλία τους, αλλά κοιτάτε και πώς βλάπτει αυτούς με πράξεις. Κλαίνε οι άνθρωποι και θρηνούν την τύχη τους και καταριούνται συνέχεια τον Κάδμο, που έφερε το Ταυ στο γένος των στοιχείων του αλφαβήτου– διότι λένε ότι οι τύραννοι, ακολουθώντας τη μορφή αυτού και μιμούμενοι την κατασκευή του, έφτιαξαν έπειτα ξύλα με τέτοιο σχήμα και εκεί σταυρώνουν τους ανθρώπους. Από αυτό λοιπόν πήρε το απαίσιο δημιούργημα τη φρικτή του ονομασία. Για όλα αυτά λοιπόν πόσες φορές νομίζετε ότι αξίζει να θανατωθεί το Ταυ; Εγώ πιστεύω πως με ολο μας το δίκιο πρέπει να τιμωρήσουμε το Ταυ φτιάχνοντας με αυτό σταυρό.
~ Λουκιανός – Άπαντα /τόμος 2 – Εκδότης Οδυσσέας Χατζόπουλος