Ο όρος «ηθική» απαντάται στα αρχαιοελληνικά ακόμη χρόνια. Ο Αριστοτέλης μιλά για την ηθική αρετή και για τη σχέση της με το «έθος», τη συνήθεια δηλαδή[2] και αποσαφηνίζει τις καλές από τις κακές συνήθειες-έξεις, με βάση την κοινωνία[3]. Αργότερα, στα πρώτα Χριστιανικά χρόνια, αλλά και πιο μετά οι Πατέρες μιλούν για μια ηθική, η οποία μυεί τον άνθρωπο στην κατά Θεό ζωή[4].
Το γεγονός της υπέρβασης της ηθικής συναντάται στο ίδιο το Ευαγγέλιο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το περιστατικό της γυναίκας που είχε μοιχεύσει. Εκεί βλέπουμε τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους να θέλουν τον λιθοβολισμό της, με τον Χριστό να απαντάει τη γνωστή φράση: «ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον ἐπ’ αὐτήν»[5]. Με τα λόγια αυτά ο Χριστός δεν παραβλέπει την αμαρτία της γυναίκας, αλλά την σχετικοποιεί συγκριτικά με τα αμαρτήματα των άλλων.