με διαιρεμένες, αυτόνομες κι εχθρικές μεταξύ τους
αισθήσεις.
Διελκυστίνδες που ξεχειλώνουν τα δευτερόλεπτα
με μεταλλαγμένα ένστικτα
για να χωρούν στα κλάσματά τους,
βολικά κι απαρατήρητα από «φιλόδοξα» όνειρα.
Τετράγωνες, τρομαγμένες λογικές
και τεθλασμένα σώματα,
χωρισμένα σε λογής – λογής χωροχρόνους,
με βάση ασήμαντα κριτήρια.
Ντύνουμε το γελοίο με τη σημασία
μιας απαραίτητης θεότητας
εφήμερης και πολυπρόσωπης
για να γλύφει σα σκυλί την ενοχή
ανεξαρτήτως εποχής.
σ'αποστειρωμένα καθίσματα
την βαρετή επιβεβαίωση της επανάληψης ενός δισταγμού.
Ο φόβος φυλάει τα έρμαια,
ή τα έρμαια εισπνέουν για οξυγόνο τη μελαγχολία
της ακινησίας τους;
Θεωρία, θεωρία, θεωρία!
Προφορικές φωτιές, βολεμένοι εμπρηστές και διχασμένοι
πυροσβέστες.
και δε δραπετεύει στη θερινή νύχτα,
καλουπώνεται σε βουβά στέκια
κι αντί να κολυμπά στο αίμα της,
τ’ αφήνει και πήζει ανέγγιχτο
σχηματίζοντας θρομβώσεις
στα χάδια της.
Οι τοίχοι στενεύουν
και το ενοίκιο ακριβαίνει
και στο απέναντι παράθυρο
μια μελαχρινή δακρύζει
μη μπορώντας να δει
τον αστείο θάνατό μου,
μέσα απ’ το τζάμι που θόλωσε
απ’ τα υπαρξιακά της χνώτα.
Έχει μια καρδιά κλειστή στα ξένα δάκρυα
κι απεχθάνεται τ’ απρόσμενα χαμόγελα
που διαλύουν τη συννεφιά της
σαν ακατανόητοι λεκέδες
στη πάντα μαύρη μπλούζα της.
με κατακερματισμένες σε απειροελάχιστα κλάσματα
χρόνου
ημιτελείς αναμνήσεις.
Εξοστρακισμένος σε χιλιάδες, ξένους εφιάλτες,
εντεταλμένος για χιλιάδες αποστολές
που ζητούν την προσοχή μου
όταν γεμίζουν τις νύχτες
τις μαύρες εικόνες
του πάσχοντα από αμνησία λήθαργού μου.
Είμαι μια σκέψη λειψή
που απεχθάνεται τη συνέχεια της
και τρέμει
τα πιο λογικά της συμπεράσματα.
Κάθε μου κύτταρο έχει δέκα εργοδότες
κι έναν πανούργο Θεό
που κληρονομούν στη σάρκα μου
παράξενες, ψυχαναγκαστικές συσπάσεις και άγνωστες
ασθένειες,
για να της θυμίζουν τα χρέη της.
Είμαι μια μονοδιάστατη, αδιαπέραστη πλάνη,
αόρατη απ’ τα κάτοπτρα
που με γυμνό μάτι
καταγράφουν μονάχα
μια ανεξήγητη νευρικότητα
σ’ ένα άδειο από ζωή
τεχνητώς φωτισμένο δωμάτιο.
Κανείς δεν απαντά στις χαιρετούρες μου.
Κανείς από εμένα δεν αξίωσε ποτέ μιαν απάντηση.
Είμαι ένα σύνολο, ιονισμένων ψηφίδων
κολλημένο πάνω σ’ ένα ανιαρό, υπαρξιακό τζάμι.
Τυποποιημένες χειρονομίες και στεγνές κυριολεξίες
με προστατευόμενη ονομασία προέλευσης
υποδύονται τις σκέψεις μου.
Τρομαγμένα φιλιά και τυφλά χάδια
εξαργυρώνονται από την αξιοθρήνητη λαγνεία μου
που αρκείται στη λατρεία θολών περιγραμμάτων
και στα δάκρυα που συντονίζουν οι στιγμιαίες αμφιβολίες
μου.
Μια μέρα θα σπάσω τους καθρέπτες
και θα γυρίσω ανάποδα τις κόρες των ματιών μου
αγαπώντας, δια της αφής,
το μοναδικό μου, εφήμερο, τρισδιάστατο αποτύπωμα
πάνω σε έναν αδιαμφισβήτητα υπαρκτό πλανήτη.
Έστω κι αν ακόμα αυτή η ματαιοδοξία μου
αγγίξει απλά το αστρικό φως
την ώρα που τα πόδια μου
θα ακροβατούν
σε φθαρμένες,
απ’ το πείσμα μου οδούς,
προσπαθώντας αξιοπρεπώς
να χαράξω μια ακατόρθωτη ευθεία.