ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ και στα σώματα και στις ψυχές είναι απονεκρωμένη αίσθησις, η οποία από χρονία ασθένεια και αμέλεια κατέληξε να αναισθητοποιηθή.
2. Η αναλγησία είναι πολυκαιρισμένη και μονιμοποιημένη αμέλεια, ναρκωμένη σκέψις, γέννημα των «προλήψεων».
3. Ο ανάλγητος είναι άφρων φιλόσοφος.
Είναι αυτός που εξηγεί το θέλημα του Θεού στους άλλους προς ιδική του κατάκρισι.
«Άσχημα κάνω» φωνάζει, και με ευχαρίστησι επιμένει στην αμαρτία.
Επαινεί τους απροσπαθείς και δεν εντρέπεται να μνησικακή και να φιλονεική για ένα κουρέλι.
Διαβάζει για την Κρίσι, και αρχίζει να χαμογελά.
Κατηγορεί το γέλιο και χαμογελαστός διδάσκει περί πένθους.
4. Έτυχε να ιδώ πολλούς τέτοιους που εδάκρυζαν ακούοντας περί θανάτου και περί της φοβεράς κρίσεως, και με τα δάκρυα ακόμη στα μάτια έτρεχαν γρήγορα στην τράπεζα.
5. Με την μικρή γνώσι και την ικανότητα πού διαθέτω, απεγύμνωσα τις δολιότητες και τις πληγές της πετρώδους αυτής και αποκρήμνου και μανιώδους και ανοήτου αναισθησίας.
Μου φαινόταν δε ότι έλεγε η τυραννική και κακούργος:
Κατάπληκτος δε εγώ από τα λόγια αυτής της παράφρονος, ερωτούσα το όνομα αυτού πού την εγέννησε.
«Εγώ δεν έχω μία μόνο γέννησι.