Από το τέλος του 6ου μ.Χ. αιώνα ο πάπας Γρηγόριος Αʹ ο Διάλογος σε ένα ποιμαντικό κείμενο που απευθύνεται προς τους ιερείς του (το κείμενο υπάρχει στα λατινικά στη Λατινική Πατρολογία του J.-P. Migne, τόμος 76 στήλη 1239) φαίνεται να συγχέει τρεις γυναίκες (την αμαρτωλή που άλειψε τα πόδια του Χριστού με μύρο, την αδελφή του Λαζάρου Μαρία που, ως έκφραση της ευγνωμοσύνης της προς τον Κύριο έκανε το ίδιο και την θεραπευμένη δαιμονισμένη Μαρία (Μαγδαληνή) του ευαγγ. Λουκά). Από το σημείο αυτό και έπειτα η παρανόηση καθιερώθηκε στο δυτικό κόσμο και διαιωνίσθηκε μέχρι τις μέρες μας, χωρίς όμως να γίνει αποδεκτή από την ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία τιμούσε και τιμά την Μαρία Μαγδαληνή ως Αγία, Ισαπόστολο και μαθήτρια του Χριστού.
Αν η Εκκλησία ήθελε να αλλοιώσει τη μορφή της Μαρίας από τα Μάγδαλα δεν θα την παρουσίαζε ως Απόστολο και Αγία. Δεν θα την τιμούσε με κάθε τρόπο και ιδιαίτερα την ημέρα της μνήμης της στις 22 Ιουλίου. Δεν θα προσέφερε το λείψανό της, το οποίο βρίσκεται στην Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας θερμό και ευωδιάζον, για προσκύνηση. Δεν θα αναφερόταν σε αυτή μέσα από τα ευαγγέλια.
Από τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού η Αγία Μαρία έγινε αποδεκτή ως μαθήτρια και ακόλουθος του Χριστού. Ως μάρτυρας της αναστάσεως, ως η πρώτη που είδε τον αναστημένο Χριστό. Ως αυτή που έφερε το αναστάσιμο μήνυμα τους απιστούντες αποστόλους.