"Ἀπορῶ πῶς σέ κλέβει τό ταγκαλάκι,
ἐνῶ ἐσύ μπορεῖς νά κλέψης τόν Παράδεισο!"
- Γέροντα, κλέβομαι από τα πάθη μου. Άλλοτε με κλέβει η φιλαυτία, άλλοτε η εξωστρέφεια...
- Αν αφήνη κανείς τους κλέφτες να τον κλέβουν, μπορεί ποτέ να πλουτίση; Κι εσύ, αν αφήσης να σε κλέβουν τα πάθη, μπορείς να κάνης προκοπή; Πάντα φτωχή θα είσαι, γιατί, όσα μαζεύεις, θα τα χάνης.
Απορώ πως σε κλέβει το ταγκαλάκι, ενώ εσύ μπορείς να κλέψης τον Παράδεισο!
- Γιατί, Γέροντα, ενώ έχω διάθεση να δουλέψω για μια αρετή, μένω σε μια στάσιμη κατάσταση; τι φταίει;
- Πολλές φορές δεν έχει έρθει και η ωριμότητα γι' αυτήν την αρετή. Εσύ όμως βλέπω ότι άρχισες να ωριμάζης πνευματικά. Πρόσεξε λοιπόν, τώρα που έρχεται η εποχή του καλοκαιριού και η αγουρίδα γίνεται σιγά-σιγά μέλι, να φυλάς καλά τα σταφύλια από τις κουρούνες -τα ταγκαλάκια- ζώντας ταπεινά και αθόρυβα.
- Γέροντα, ό,τι καλό κάνω, τελικά το χάνω, γιατί αμέσως υπερηφανεύομαι.
- Ξέρεις εσύ τι κάνεις; Φτιάχνεις μέλι και ύστερα αφήνεις το ταγκαλάκι και σου το κλέβει, οπότε μένεις με τον κόπο. Όπως ο μελισσουργός ζαλίζει τις μέλισσες με καπνό και παίρνει το μέλι, έτσι κι εσένα σε ζαλίζει το ταγκαλάκι με τον καπνό της υπερηφανείας ,καί κλέβει το πνευματικό μέλι που έφτιαξες και τρίβει τα χέρια του. Σου κλέβει δηλαδή τα πολύτιμα δώρα του Θεού και ύστερα χαίρεται. Εσύ είσαι έξυπνη, πώς δεν το πιάνεις αυτό; Γιατί δεν πιάνεις τον κλέφτη, τον πονηρό, που σε κλέβει;
- Γέροντα, όταν κάποιος νιώθη ότι ένα χάρισμα που έχει είναι του Θεού, πώς είναι δυνατόν να κλέβεται από τον πειρασμό;
- Κλέβεται, γιατί δεν προσέχει. Ο Θεός προικίζει τον κάθε άνθρωπο με πολλά χαρίσματα, αλλά ο άνθρωπος, ενώ θα έπρεπε να ευγνωμονή γι' αυτά τον Θεό, πολλές φορές δεν υπάρχει, οικειοποιείται τα χαρίσματα που του έδωσε ο Θεός και κενοδοξεί (καυχάται εσωτερικά). Τότε ο πονηρός διάβολος, σαν κλέφτης που είναι, πηγαίνει, του κλέβει τα χαρίσματα, τα δηλητηριάζει με τα δηλητήριά του και έτσι τα αχρηστεύει...
Από το βιβλίο: «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Ε΄ ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ»