Πιστεύοντας λοιπόν καί διακηρύσσοντας τέτοιες πλανεμένες ἀπόψεις, πού διαψεύδονται ἀπό τούς βίους τῶν ἁγίων καί τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο τούς ἑαυτούς μας ὁδηγοῦμε στήν ἀπώλεια, μά καί στῶν ἄλλων ἀνθρώπων τίς ψυχές σπέρνουμε τά ζιζάνια τῆς ἀμφιβολίας καί τῆς λιποψυχίας. Ἔτσι μοιάζουμε στούς Φαρισαίους, στούς ὁποίους εἶπε φοβερά λόγια: «Οὐαί ὑμῖν, ὁδηγοί τυφλοί…ὅτι κλείετε τήν Βασιλείαν τῶν Οὐράνων ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων· ὑμεῖς γάρ οὐκ εἰσέρχεσθε, οὐδέ τούς εἰσερχομένους ἀφίετε εἰσελθεῖν».
Γιατί καί οἱ ἅγιοι σάν κι’ ἐμᾶς ἦταν, ἀλλά ἄφηναν τή ζωή τους νά ὁδηγηθεῖ ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἄς συντριβοῦμε κι’ ἄς χύσουμε καυτά δάκρυα μετάνοιας, γιά νά μαλακώσει ἡ σκληρή, ἡ πέτρινη καρδιά μας. Ἔτσι θά καθαρθοῦμε, ἔτσι θά μοιάσουμε στούς ἁγίους. Τά δάκρυα αὐτά, πού θά χύσουμε μέ κόπο καί πόνο καί βία, δέν εἶναι πικρά, ἀλλά γλυκά σάν τό μέλι. Ἔτσι τά κάνει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Καί μή μοῦ πεῖτε πώς ὁρισμένοι ἄνθρωποι ἔχουν φυσική ἰδιοσυγκρασία τόσο ψυχρή καί σκληρή, πού δέν μποροῦν νά βγάλουν δάκρυα. Τά δάκρυα εἶναι δῶρο τῆς Χάριτος, ἐμεῖς βάζουμε τήν προαίρεση καί τή βία.