Από την αρχαιότητα έως και σήμερα, πολλοί στοχαστές και φιλόσοφοι προσέγγισαν μεγάλες αλήθειες, έβαλαν φρένο σε μονόπλευρες θεωρήσεις και σε ακρότητες, ανέδειξαν τον πλούτο του εσωτερικού κόσμου, κατέγραψαν πλήθος σκέψεων και επιχειρημάτων και υπερασπίστηκαν έναν φιλοσοφικό τρόπο ζωής.
1. «Την ανεξερεύνητη ζωή , δεν αξίζει να την ζει κανείς« — Σωκράτης (470-399 π.Χ.)
Αυτή την φράση είπε ο Σωκράτης στην κριτική επιτροπή κατά την διάρκεια της δίκη του.
Ο Σωκράτης πάντα αναζητούσε τη βαθύτερη έννοια των πραγμάτων. Τίποτα δεν άφηνε που να μην αναλυθεί και να μην εξερευνηθεί εις βάθος. Ήταν βαθιά του πεποίθηση ότι πρέπει να εξερευνούμε τη ζωή που ζούμε, εμπνευσμένοι από την περίφημη φράση «γνώθι σ’ αυτόν»που αναγράφεται στο ιερό μαντείο των Δελφών.
Ο Σωκράτης είχε τόσο μεγάλο πάθος για την αξία της αυτογνωσίας ώστε διερευνούσε διεξοδικά όχι μόνο τις δικές του πεποιθήσεις και αξίες , αλλά βοηθούσε και τους άλλους να εξετάσουν τις δικές τους πολιτικές και ηθικές πεποιθήσεις μέσα από την αδιάκοπη αμφισβήτηση τους.
2. «Οι οντότητες δεν θα πρέπει να πολλαπλασιάζονται πέραν του απολύτως απαραίτητου» — William του Ockham (1285 – 1349)
Ευρέως γνωστή ως ξυράφι του Οκάμ (Ockham).
Μπορεί να ερμηνευθεί με δύο διαφορετικούς τρόπους. Σύμφωνα με τον πρώτο, από όλες τις θεωρίες που εξηγούν επαρκώς τα δεδομένα, προτιμάται η απλούστερη. Σύμφωνα με τον δεύτερο, προτιμάται το απλούστερο υποσύνολο μιας οποιασδήποτε θεωρίας η οποία εξηγεί επαρκώς τα δεδομένα. Η διαφορά έγκειται στο ότι είναι δυνατόν να υπάρχουν δύο διαφορετικές θεωρίες οι οποίες να εξηγούν τα δεδομένα επαρκώς και οι οποίες να μην έχουν καμία σχέση μεταξύ τους και κανένα κοινό στοιχείο.
Η αρχή του Ξυραφιού του Όκαμ έχει αποτελέσει την έμπνευση για πολλές άλλες διατυπώσεις, όπως: «Οικονομία των αιτημάτων» και «αρχή της απλούστευσης».
Στην απλούστερη διατύπωσή του, το Ξυράφι του Όκαμ εκφράζεται ως εξής: «Κανείς δεν θα πρέπει να προβαίνει σε περισσότερες εικασίες από όσες είναι απαραίτητες».
3. «Σκέφτομαι άρα υπάρχω» — René Descartes (1596 – 1650)
Πολύ σημαντικές είναι οι φιλοσοφικές μελέτες του Καρτέσιου, οι οποίες επηρέασαν πολλούς σύγχρονούς του και μεταγενέστερους φιλοσόφους, και τις οποίες συμπυκνώνει το έτος 1619 στο απόφθεγμα «cogito ergo sum» (=σκέφτομαι, άρα υπάρχω). Θεμέλιο της φιλοσοφικής σκέψης του είναι η αμφιβολία, αφού οι αισθήσεις συχνά παραπλανούν τον άνθρωπο. Εφόσον αμφισβητεί, αναγκάζεται να σκέφτεται, άρα δικαιολογεί την ύπαρξή του ως ανθρώπινο όν.
«Μπορώ να αμφιβάλλω για όλα τα πράγματα που με περιβάλλουν και για όλα όσα σκέφτομαι, Οι άνθρωποι συχνά σφάλλουν στους συλλογισμούς τους ακόμα και σε απλά θέματα και δεν υπάρχει λόγος να πιστεύω ότι οι αισθήσεις μου δεν με ξεγελούν ή ότι οι σκέψεις μου δεν είναι παρά σαν τα όνειρά μου όταν κοιμάμαι. Μπορώ να αμφιβάλλω λοιπόν για όλα όσα σκέφτομαι και πιστεύω, αλλά για ένα πράγμα σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να αμφιβάλλω, δηλαδή για το ότι αμφιβάλλω».
«Αμέσως όμως κατόπιν πρόσεξα πως, ενώ εγώ ήθελα να σκεφτώ έτσι, ότι όλα ήταν ψεύτικα έπρεπε αναγκαστικά, εγώ που το σκεπτόμουν, να είμαι κάτι. Και παρατηρώντας πως τούτη η αλήθεια: σκέπτομαι, άρα υπάρχω ήταν τόσο γερή και τόσο σίγουρη ώστε όλες μαζί οι εξωφρενικές υποθέσεις των σκεπτικών φιλοσόφων δεν ήταν ικανές να την κλονίσουν, έκρινα πως μπορούσα δίχως ενδοιασμούς να την παραδεχθώ σαν την πρώτη αρχή της φιλοσοφίας που αναζητούσα»
4. «Αν ένα δέντρο πέσει στο δάσος και δεν είναι κανείς εκεί για να το ακούσει, θα κάνει θόρυβο;» — Επίσκοπος George Berkeley (1685 – 1753)
Ως ιδεαλιστής, ο Berkeley πίστευε ότι τίποτα δεν είναι πραγματικό, και ότι τα πράγματα υπάρχουν όπως τα αντιλαμβανόμαστε. Οι αντιλήψεις δεν είναι ανεξάρτητες από το μυαλό. Μέσα από μια πολύπλοκη και αμφισβητούμενη συλλογιστική κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «για να υπάρχεις, θα πρέπει να γίνεσαι αντιληπτός.« Δηλαδή, κάτι υπάρχει μόνο αν κάποιος έχει αντίληψη περί αυτού.
Αν και ποτέ δεν έβαλε το ερωτηματικό στην ακριβή φράση του διάσημου αποφθέγματος, ο Berkeley ισχυρίστηκε ότι αν ένα δέντρο έπεσε μέσα στο δάσος και δεν υπήρχε κανείς εκεί για να ακούσει, όχι μόνο δεν έκανε κάποιον ήχο, αλλά δεν υπήρξε ούτε το δέντρο.
Η απάντηση που δίνει ο Μπέρκλεϊ, είναι ότι το μυαλό του Θεού αντιλαμβάνεται τα πάντα. Οπότε, τα δέντρα πάντα θα κάνουν κάποιον ήχο όταν πέφτουν.
5. «Ζούμε στον καλύτερο, απ’ όλους τους πιθανούς κόσμους.» — Gottfried Wilhelm Leibniz (1646 – 1716)
Το διάσημο μυθιστόρημα του Βολταίρου, ‘Candide’, σατιρίζει αυτή την αισιόδοξη άποψη. Άλλωστε κοιτάζοντας γύρω σας μπορείτε να αναρωτηθείτε πώς θα μπορούσε κάποιος να πιστεύει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να ισχύει. Αλλά ο Leibniz πίστευε ότι ο Θεός, πριν από τη δημιουργία του κόσμου, προσπάθησε με κάθε δυνατό τρόπο να φτιάξει το καλύτερο σύμπαν, και τελικά επέλεξε να δημιουργήσει αυτό στο οποίο ζούμε, γιατί είναι το καλύτερο.
Η αρχή του επαρκούς λόγου (principium rationis sufficientis) υποστηρίζει ότι για τα πάντα πρέπει να υπάρχει μία επαρκής αιτία. Και σύμφωνα με τον Leibniz ο μόνος επαρκής λόγος για τον κόσμο στον οποίο ζούμε είναι ότι ο Θεός δημιούργησε το σύμπαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Ο Θεός θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα σύμπαν στο οποίο κανείς δεν έκανε ποτέ λάθος και στο οποίο δεν θα υπήρχε ανθρώπινη κακία, αλλά αυτό θα προϋπόθετε ότι οι άνθρωποι θα στερούνταν του δώρου της ελεύθερης βούλησης και ως εκ τούτου δεν θα ήταν ο καλύτερος δυνατός κόσμος.
6. «Η κουκουβάγια, το πουλί της γνώσης και της σοφίας, πετάει το σούρουπο» — GWF Hegel (1770 – 1831)
Το ποιητικό απόφθεγμα του Χέγκελ λέει ότι οι φιλόσοφοι έχουν περιορισμένες δυνατότητες και μόνο μετά το τέλος μιας εποχής μπορούν να συνειδητοποιήσουν αυτό που έχει συμβεί. Και τότε είναι πολύ αργά για να αλλάξουν τα πράγματα.
Ο Χέγκελ πίστευε πως η φιλοσοφία συλλαμβάνει την εποχή της σε σκέψεις. Η αποστολή της φιλοσοφίας δεν είναι να δημιουργεί την πραγματικότητα, αλλά να αναγνωρίζει τη δεδομένη και παρούσα πραγματικότητα. Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό, αυτό αποτελεί και το καθήκον της φιλοσοφίας. Έτσι ο πρόλογος της Φιλοσοφίας τον Δικαίου κλείνει με την περίφημη φράση:
«Όταν η φιλοσοφία ζωγραφίζει τη γκρίζα της όψη με χρώμα γκρίζο, αυτό σημαίνει πως γέρασε κι η όψη της ζωής και μ’ όλη αυτή τη μονοτονία του γκρίζου δεν αφήνεται να ξανανιώσει, της αρκεί να μπορούν να την αναγνωρίζουν· η κουκουβάγια της Αθηνάς αρχίζει το πέταγμα της μόλις χαράξει η αυγή.»
7. «Ο Θεός είναι νεκρός !» — Friedrich Nietzsche (1844 – 1900)
Στην πραγματικότητα ο Νίτσε ποτέ δεν είπε ο ίδιος την συγκεκριμένη διάσημη φράση. Την αναφέρουν δύο πρωταγωνιστές στα κείμενα του, αρχικά ένας που ονομάζεται τρελός και αργότερα ένας άλλος, ο Ζαρατούστρα.
Παρ ‘όλα αυτά, ο Νίτσε αποδεχόταν αυτή την φράση. «Ο Θεός είναι νεκρός» συχνά χαρακτηρίζεται ως δήλωση αθεϊσμού. Όμως δεν είναι έτσι, παρόλο που ο ίδιος ο Νίτσε ήταν άθεος. Η λέξη «νεκρός» χρησιμοποιείται μεταφορικά, και εννοεί ότι η πίστη στο Θεό έχει φθαρεί. Ο Θεός έχει χαθεί ως το κέντρο της ζωής και πηγής των αξιών.
«Δεν ακούσατε για εκείνον τον τρελό που κρατούσε ένα αναμμένο φανάρι μέρα μεσημέρι κι έτρεχε στην πλατεία της αγοράς φωνάζοντας ασταμάτητα : «Γυρεύω το Θεό! Γυρεύω το Θεό!»- Επειδή όμως πολλοί από τους παρευρισκόμενους δεν πίστευαν στο Θεό , ξέσπασε ηχηρό γέλιο. Μήπως χάθηκε αυτός ;ρώτησε κάποιος. Μήπως έχασε το δρόμο του σαν το μικρό παιδί ; είπε κάποιος άλλος .Ή μήπως κρύβεται ; Μήπως μας φοβάται ; Μήπως μπάρκαρε στο πλοίο ; Μήπως ξενιτεύτηκε ;-Τέτοια έλεγαν και γελούσαν .
Ο τρελός πήδησε ανάμεσά τους και τους διαπέρασε με τη ματιά του. «Που είναι ο Θεός ;» φώναξε . «Θα σας πω εγώ! Τον σκοτώσαμε –εσείς κι εγώ ! Όλοι είμαστε δολοφόνοί του! Αλλά πως το κάναμε αυτό ; Πώς μπορέσαμε να αδειάσουμε τη θάλασσα ; Ποιός μας έδωσε το σφουγγάρι για να σβήσουμε όλο τον ορίζοντα ;Τι κάναμε όταν κόψαμε την αλυσίδα που ενώνει τούτη τη γή με τον ήλιο της; Προς τα που κινείται αυτή τώρα ; Πίσω ,πλάγια, μπροστά , πρός όλες τις μεριές ;Υπάρχει ακόμα ένα πάνω κι ένα κάτω ; Δεν περιπλανιόμαστε μέσα σ’ένα ατέλειωτο μηδέν ; Δεν νιώθουμε την ανάσα του κενού χώρου ; Δεν κάνει περισσότερο κρύο ; Δεν έρχεται η νύχτα , πάντα η νύχτα πάνω μας ; Δεν πρέπει ν’ ανάβουμε φανάρια στο καταμεσήμερο ; Δεν ακούμε ακόμη τίποτε από το θόρυβο του κάνουν οι νεκροθάφτες που θάβουν το Θεό ; Δεν μυρίζουμε ακόμη τίποτε από τη θεική αποσύνθεση; Και οι θεοί αποσυντίθεται ! Ο Θεός είναι νεκρός ! Ο Θεός παραμένει νεκρός ! Κι εμείς τον σκοτώσαμε ! Πως να παρηγορηθούμε εμείς , οι φονιάδες των φονιάδων ; Κάτω απ’ το μαχαίρι μας μάτωσε ότι πιο άγιο και πιο ισχυρό είχε ως τώρα ο κόσμος – ποιός θα μας καθαρίσει απ’ αυτό το αίμα ; Ποιός νερό μπορεί να μας πλύνει ;Ποιούς εξιλασμούς , ποιά ιερά παιχνίδια πρέπει να εφεύρουμε ; Το μέγεθος αυτής της πράξης δεν είναι πολύ μεγάλο για μας ; Δεν πρέπει να γίνουμε κι εμείς οι ίδιοι θεοί απλώς για να φαινόμαστε άξιοι της ; Ποτέ δεν υπήρξε μεγαλύτερη πράξη – κι όποιος γεννηθεί μετά από μας θα ανήκει , χάρη σε τούτη την πράξη , σε μια ιστορία ανώτερη από κάθε ιστορία που υπήρξε μέχρι τώρα !»Εδώ σιώπησε ο τρελός και ξανακοίταξε τους ακροατές του – κι εκείνοι έμεναν όλοι άλαλοι και τον κοίταζαν έκπληκτοι .»
Φ.ΝΙΤΣΕ : ‘ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΓΝΩΣΗ’ ,απόσπασμα από την παράγραφο 125
8. «Δεν μπορείς να μπεις στο ίδιο ποτάμι για δεύτερη φορά.» — Ηράκλειτος (540 – 480 π.Χ.)
Το μήνυμά του ήταν ότι η πραγματικότητα αλλάζει διαρκώς, είναι μια συνεχής διαδικασία, και όχι κάτι στάσιμο και σταθερό.
Η παροιμιώδης φράση που χαρακτηρίζει τη φιλοσοφία του Ηρακλείτου είναι : «Τα πάντα ρει, μηδέποτε κατά τ’αυτό μένειν». Πιστός στο «τα πάντα ρει» υπενθύμιζε ότι «δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στον ίδιο ποταμό» επειδή ανά πάσα στιγμή ο ποταμός αλλάζει, οπότε ποτέ δεν είναι ο ίδιος ποταμός.