Αν κάτι δεν είναι τέλειο είναι άχρηστο.
Οι άνθρωποι που έχουν την τάση να σκέφτονται με αυτόν τον τρόπο, αδυνατούν να αξιολογήσουν ρεαλιστικά μια κατάσταση, να εντοπίσουν ενδιάμεσες λύσεις και τείνουν να είναι διαρκώς απογοητευμένοι από τον εαυτό τους και τους γύρω τους, καθώς έχουν θέσει τόσο ψηλά τον πήχη που είναι αδύνατον να τον φτάσουν για να βιώσουν ικανοποίηση.
Αυτός ο τρόπος σκέψης έχει συνήθως ως αποτέλεσμα την πρόκληση του φαινομένου της «αυτοεκπληρούμενης προφητείας».
Επειδή είναι πεπεισμένοι για την καταστροφή που έρχεται φέρονται με τρόπους, οι οποίοι ενισχύουν τις πιθανότητες να συμβεί όντως αυτό που φοβούνται.
Όταν στο τέλος συμβαίνει «η καταστροφή», αποτελεί γι’ αυτούς περίτρανη απόδειξη, ότι είχαν δίκιο.
Για παράδειγμα ο φοιτητής που διαβάζει για τις εξετάσεις και είναι σίγουρος ότι θα κοπεί, δημιουργεί στον εαυτό του άγχος, ανησυχία, φόβο που σε καμία περίπτωση δεν θα του επιτρέψουν να είναι αφοσιωμένος στο διάβασμα του.
Επίσης μπορεί να παρατήσει την εντατική προσπάθεια κάποια στιγμή αφού πιστεύει ότι ούτως άλλως δεν θα περάσει το μάθημα.
Τέλος, η σκέψη ότι δεν θα τα καταφέρει, μπορεί, κατά τη διάρκεια των εξετάσεων, να του προκαλέσει τόσο άγχος που να μην μπορεί να γράψει ακόμα και αυτά για τα οποία έχει μελετήσει.
Η συναισθηματική λογική είναι το να πιστεύετε ότι τα συναισθήματα σας αποτελούν «αποδείξεις» της πραγματικότητας, αποδείξεις του ποιοι είστε.
«Επειδή νιώθω άχρηστος, σημαίνει ότι είμαι».
Τα συναισθήματα μας όμως είναι απόρροια του τρόπου με τον οποίο σκεφτόμαστε.
Και αν αυτός ο τρόπος «μπάζει νερά» τότε και τα συναισθήματα μας αποτελούν αναξιόπιστες αποδείξεις του ποιοι είμαστε και τι μπορούμε να κάνουμε.
Για παράδειγμα «Αισθάνομαι πολύ απογοητευμένος, και για αυτό δεν μπορώ να κάνω τίποτα».
Στις περιπτώσεις ενός τέτοιου τρόπου σκέψης εντείνεται η αναβλητικότητα του ατόμου.
Αποφεύγουμε να καταπιαστούμε με πράγματα γιατί τα αρνητικά συναισθήματα αποτελούν τροχοπέδη σε κάθε προσπάθεια κινητοποίησης.
Δεν αποτελεί απόδειξη για το ποιοι είστε ή τι αξίζετε αλλά μια καλή ένδειξη για το πώς σκέφτεστε για τον εαυτό σας και τους άλλους.
Σύμφωνα με τον D. Berns η προσωπική ετικετοποίηση είναι η δημιουργία μιας εξ’ ολοκλήρου αρνητικής εικόνας του εαυτού η οποία βασίζεται στα λάθη σας.
Οι άνθρωποι που τείνουν να εφαρμόζουν αυτό το γνωστικό σφάλμα χρησιμοποιούν «ετικέτες», δηλαδή εκφράσεις που ξεκινούν με το «είμαι» για να περιγράψουν τον εαυτό τους.
Οι ετικέτες αυτές είναι συνήθως αρνητικά φορτισμένες αφού χρησιμοποιούν τα λάθη ή τις αποτυχίες τους για να τις δημιουργήσουν.
Οι δηλώσεις τύπου «Είμαι άχρηστος», «Είμαι αποτυχημένος», εμπεριέχουν μια βαθιά ριζωμένη πεποίθηση ότι το χαρακτηριστικό αυτό βρίσκεται στη φύση αυτού που το επικαλείται, αποτελεί μια γενική αλήθεια και επομένως δεν υπόκειται σε μεταβολή.
Αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει είναι ότι το άτομο που σκέφτεται με αυτό τον τρόπο παραβλέπει εμπειρίες και γεγονότα που δεν ταιριάζουν με τις ετικέτες που έχει δημιουργήσει για τον εαυτό του και εστιάζει υπερβολικά στα γεγονότα εκείνα που συνηγορούν για την ύπαρξη μιας ετικέτας.
Αν έχετε την τάση να δίνετε υπερβολική σημασία σε μια αρνητική λεπτομέρεια αγνοώντας τη γενική εικόνα των πραγμάτων τότε μάλλον πέφτετε στην παγίδα της επιλεκτικής αφαίρεσης.
Επιλέγετε μια λεπτομέρεια, ένα μεμονωμένο αρνητικό συμβάν «Ο διευθυντής μου με επέπληξε για ένα λάθος που έγινε στην παραγγελία» και το γενικεύετε βγάζοντας αυθαίρετα συμπεράσματα «Είμαι εντελώς απρόσεχτη και θα απολυθώ από την δουλειά».
Αγνοείτε βέβαια όλες εκείνες τις περιπτώσεις που κάνατε πολύ καλά τη δουλειά σας και δημιουργήθηκε πρόβλημα και είστε έτοιμοι να υιοθετήσετε μια αρνητική εικόνα για τον εαυτό σας.
Θεωρώ πως πρόκειται για την πιο κοινή γνωστική διαστρέβλωση καθώς κάθε άνθρωπος διαμορφώνει από την παιδική του ακόμα ηλικία τα “πρέπει” στα οποία πιστεύει ότι οφείλει να υπακούει.
Η εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας απαιτεί την ύπαρξη κανόνων τους οποίους εσωτερικεύουμε και στους οποίους υπακούουμε, συχνά αναντίρρητα.
Από την άλλη μεριά υπάρχουν και τα “πρέπει” που εμείς έχουμε, ασυνείδητα ή συνειδητά, επιβάλλει στον εαυτό μας προκειμένου, είτε να ταιριάζουμε σε ένα κοινωνικά αποδεκτό πρότυπο σκέψης, εμφάνισης και συμπεριφοράς, είτε να ικανοποιούμε τις προσδοκίες των σημαντικών άλλων στη ζωή μας.
Τα “πρέπει” μας μπορεί επίσης να αφορούν και το πώς οι άλλοι οφείλουν να συμπεριφέρονται απέναντι μας, σύμφωνα πάντα με τα δικά μας κριτήρια.
«Θα έπρεπε να νοιάζεται περισσότερο για τα συναισθήματα μου και τις ανάγκες μου».
Θα ήταν πιο λειτουργικό σε αυτή την περίπτωση να σκεφτούμε ότι «Θα ήθελα να νοιάζεται περισσότερο για τα συναισθήματα και τις ανάγκες μου» καθώς δεν υπάρχει ένας καθολικός κανόνας για το πόσο πρέπει να νοιάζεται ο καθένας στις σχέσεις του.
Βέβαια αυτή η μετακίνηση ενέχει και την μετακίνηση της ευθύνης προς τον εαυτό μας.
Αντί να επιμένουμε δηλαδή να αλλάξει ο άλλος επειδή «πρέπει», θα πρέπει να σκεφτούμε το ενδεχόμενο να αλλάξουμε εμείς προκειμένου να μπορούμε να συνυπάρξουμε αρμονικά με τον άλλον ή να αποδεσμευτούμε από σχέσεις που δεν μας καλύπτουν.
Πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε τι σκέφτονται οι άλλοι, αποτυγχάνοντας συχνά να δούμε άλλες, περισσότερο πιθανές εναλλακτικές υποθέσεις.
Το διάβασμα της σκέψης γίνεται αυτόματα και βασίζεται συνήθως σε δικές μας προκαταλήψεις και στερεότυπα για τον άλλον.
Επίσης το να γνωρίζουμε καλά τον άλλον είναι συχνά μια αφορμή για να συνάγουμε την σκέψη του.
Τέλος η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας συμβάλει σημαντικά στο τι πιστεύουμε πως πιστεύουν οι άλλοι για μας.
Η δυσλειτουργικότητα έγκειται στο γεγονός ότι είμαστε τόσο σίγουροι ότι η εκτίμηση του άλλου για μας είναι αρνητική, με αποτέλεσμα να μην μπαίνουμε στην διαδικασία να την επαληθεύσουμε.
Ήταν τόσο ισχυρή αυτή της η πεποίθηση που προτιμούσε να αφήσει μια ευκαιρία πιθανής συνεργασίας ανεκμετάλλευτη παρά να μπει στην διαδικασία να την διαψεύσει.
Το να αποδίδεις τα αρνητικά ή δυσάρεστα πράγματα μονίμως στον εαυτό σου, κυρίως την αρνητική συμπεριφορά των άλλων, χωρίς να σκέφτεσαι περισσότερο εύλογες εξηγήσεις.
Με τη γνωστική αυτή διαστρέβλωση αναλαμβάνεις την ευθύνη για την άσχημη συμπεριφορά των άλλων, αδυνατώντας να δεις ότι κάθε άνθρωπος έχει ο ίδιος την ευθύνη της συμπεριφοράς του.
Ως αποτέλεσμα αναλώνεσαι σε μια συνεχή αναζήτηση του πως μπορείς να αλλάξεις τους άλλους, αλλάζοντας εσύ ο ίδιος.
Η ματαιότητα αυτής της αναζήτησης έγκειται στο γεγονός ότι δεν ευθύνεσαι εσύ για την συμπεριφορά τους και επομένως δεν μπορείς να κάνεις κάτι για αυτήν, πέρα από το να σταματήσεις την να κατηγορείς τον εαυτό σου για αυτό.
Η προσωποποίηση οδηγεί σε συναισθήματα ντροπής, ενοχής και ανεπάρκειας
Η συγκεκριμένη γνωστική διαστρέβλωση συμβαίνει όταν αξιολογώντας τον εαυτό μας μεγεθύνουμε την αξία αρνητικών ή δυσάρεστων εμπειριών, όπως φόβοι, αποτυχίες, λάθη, αδυναμίες και αντίθετα υποτιμούμε ή σμικρύνουμε την αξία θετικών στοιχείων, όπως οι δεξιότητες και τα επιτεύγματα μας.
Η πρακτική αυτή συναντάται σε ανθρώπους που έχουν αρνητική αυτοεικόνα και χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Η αυτοεκτίμηση όμως είναι σε μεγάλο βαθμό συνεπακόλουθο του τρόπου σκέψης και του που επιλέγει – συνειδητά ή ασυνείδητα – ο καθένας και η κάθε μια μας να εστιάσει την προσοχή του.
Το σημαντικό σε αυτή την διαστρέβλωση είναι η επαναληπτικότητα.
Η τάση δηλαδή να αξιολογούμε εσφαλμένα κάθε αρνητική ή θετική εμπειρία και όχι η μεμονωμένη εμφάνιση της.
Να μεγεθύνουμε τις επιτυχίες και να σμικρύνουμε τις αποτυχίες μας.
Αλλά μια σχετική ισορροπία στον τρόπο που τα αξιολογούμε είναι σίγουρα επιθυμητή.
Π.χ. «Επειδή η τελευταία μου σχέση έληξε άδοξα, πιστεύω ότι δεν θα καταφέρω να κάνω ποτέ μια ισορροπημένη σχέση στη ζωή μου» ή
Η σωληνοειδής όραση είναι η εικόνα που έχεις αν κοιτάς μέσα από ένα σωλήνα:
Βλέπεις μόνο ένα κομμάτι της εικόνας και με βάση αυτό αξιολογείς το σύνολο.
Ως γνωστική διαστρέβλωση αναφέρεται στην τάση να βλέπεις μόνο τις αρνητικές πλευρές μιας κατάστασης ή τα αρνητικά χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου.
Ως πρακτική μπορεί να έχει αρνητικές επιδράσεις στις διαπροσωπικές μας σχέσεις καθώς, όταν αντιλαμβανόμαστε τους άλλους μόνο ως «προβλήματα», δυσκολευόμαστε να καλλιεργήσουμε υγιείς και ουσιαστικές σχέσεις μαζί τους.
Την τάση να καταλήγουμε σε γενικευμένα συμπεράσματα λίγο πολύ την έχουμε όλοι.
Είτε πάνω στην αγανάκτηση μας, είτε πάνω στα νεύρα μας θα πούμε κάποια στιγμή στον τρίχρονο στο γιο μας «Ποτέ δεν με ακούς.
Πάντα του κεφαλιού σου κάνεις».
Μπορεί αυτό να είναι μια γνωστική διαστρέβλωση της στιγμής αλλά αν δεν αντικατοπτρίζει τη γενική εικόνα που έχουμε για το γιο μας, δεν είναι συνήθως προβληματική.
Αντίθετα αν έχουμε την τάση να πιστεύουμε πως πάντα όλα στραβά μας πάνε και πάντα μας αδικούνε και ποτέ δεν έχουμε αυτό που θέλουμε, τότε μάλλον υπεργενικεύουμε αξιολογώντας τη ζωή μας.