Οι άνθρωποι παίζουν.
Μίγμα ξεχασμένης παιδικότητας και καθυστερημένης εφηβείας.
Αποτέλεσμα έλλειψης φαντασίας και καταπιεσμένης επαναστατικότητας.
Μεγαλώνουν χωρίς να ωριμάζουν. Ωριμάζουν χωρίς να μαθαίνουν. Μαθαίνουν χωρίς να εκμεταλλεύονται τη μάθηση.
Δεν δίνουν ευκαιρίες, μόνο χάνουν ευκαιρίες.
Θεωρούν ότι ο χρόνος δουλεύει προς όφελός τους ενώ από την πρώτη στιγμή είναι εναντίον τους.
Δοκιμάζουν πράγματα, ανθρώπους, δουλειές, φιλίες, σχέσεις, οικογένειες.
Παίζοντας.
Φέρονται σαν πεντάχρονα που τους παίρνουν το αγαπημένο τους παιχνίδι ακόμα και αν το έχουν πεταμένο και ξεχασμένο στην άκρη.
Αντιδρούν σαν δωδεκάχρονα που μεταμορφώνονται σε άντρες αλλά βρίσκονται ακόμα στο μεταίχμιο.
Σκέφτονται σαν δεκαεξάχρονα που μπαίνουν σε πόλεμο για το νούμερο του παπουτσιού τους.
Οι άνθρωποι παίζουν.
Με αισθήματα, συνειδήσεις, φόβους, μυαλά, ιδιαιτερότητες.
Παιχνίδια επιβολής του δυνατότερου, του εξυπνότερου, του κερδισμένου.
Τι κερδίζουν; Τίποτα απολύτως.
Απλά στο βιογραφικό τους αναγράφονται οι νίκες.
Τους αρκεί να νομίζουν πως κερδίζουν και ας είναι τα χαμένα στην ουσία περισσότερα.
Ένα «Εγώ» πιο μεγάλο και από το μεγαλύτερο «Εμείς».
Τους λείπουν οι μπάλες, αλλά κάνουν τη ζωή των άλλων μπαλάκι.
Τους λείπουν τα ψεύτικα όπλα, αλλά σκοτώνουν χωρίς δεύτερη σκέψη με τις λέξεις ή τη σιωπή τους.
Τους λείπουν οι κούκλες και τα ρούχα τους, αλλά ντύνουν μαύρη την ψυχή των άλλων.
Οι άνθρωποι παίζουν.
Παντιέρα τους η ατάκα για την χαρά του παιχνιδιού, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ένα τσίγκινο μετάλλιο μόνο κρεμασμένο στο λαιμό τους για να τους θυμίζει να σημειώσουν τη «νίκη» τους στο ημερολόγιο.
Άνθρωποι που άλλα σκέφτονται και άλλα λένε. Άλλα λένε και άλλα εννοούν. Άλλα θέλουν και άλλα πράττουν. Άλλα φαντασιώνονται και άλλα πραγματοποιούν.
Παιχνίδι χωρίς συναίνεση των εμπλεκόμενων. Χωρίς σαφής όρους. Χωρίς ευδιάκριτους ρόλους.
Και οι υπόλοιποι που συμμετέχουν εν αγνοία τους, χαμένοι σε μια κατάσταση, προσπαθούν να καταλάβουν, να αποδεχτούν, να συγχωρήσουν, παραμένοντας εκεί και δίνοντας ευκαιρίες.
Σε κάποιες περιπτώσεις παίρνουν πάνω τους και ένα μερίδιο ευθύνης που δεν τους αναλογεί μόνο και μόνο γιατί δεν μπορούν να εξηγήσουν τι συμβαίνει.
Αναλαμβάνουν το φταίξιμο και προσπαθούν για λύσεις που καρπώνονται οι άλλοι.
Θεωρούν και πιστεύουν ότι απευθύνονται σε ενήλικες ενώ στην πραγματικότητα συνδιαλέγονται με κάτι γερασμένα ανήλικα που βάφουν τα μαλλιά τους νομίζοντας ότι με τον τρόπο αυτό δεν θα ξαναβγεί άσπρη τρίχα.
Θυμάμαι στη ζωή μου έπαιξα πολύ. Έπαιξα, λερώθηκα, αρρώστησα μέσα στις λάσπες και στα χώματα, έκανα σπίτια με σεντόνια και παλιά μπολάκια από γιαούρτια. Ανέβηκα σε κούνιες, έπεσα από ποδήλατα, απέκτησα σημάδια πέφτοντας σε άσφαλτο και σιδερένιες γωνίες.
Έσβησα το μαύρο μολύβι των ματιών πριν μπω στο σπίτι, καθυστέρησα να γυρίσω, μίλαγα στο τηλέφωνο με τις ώρες, απέκτησα φίλες, έχασα φίλες, κράτησα φίλες.
Φώναξα, έκλαψα, επαναστάτησα, χτύπησα πόρτες, άνοιξα παράθυρα, πήρα αποφάσεις για τη ζωή μου, πάτησα πάνω σε κεκτημένα χρόνων και τα έκανα δική μου ζωή.
Έπαιξα όσο και όπως έπρεπε.
Με παιχνίδια. Όχι με ανθρώπους. Με μένα, όχι με τους άλλους.
Μετά μεγάλωσα.
Και όταν μεγαλώνεις, η σωστή έκφραση που πρέπει να σε ακολουθεί είναι μία.