Ήταν αφηρημένη εκείνο το πρωί, οι σκέψεις έκαναν το μυαλό της να χάνεται μέσα στη φαντασία. Η προηγούμενη βραδιά ήταν κάτι πρωτόγνωρο, κάτι σχεδόν μαγικό αλλά και απερίσκεπτο μαζί. Άφησε το μαχαίρι και ξέπλυνε πρόχειρα τα χέρια της. Σκουπίστηκε και πήγε μπρος στο παράθυρο που κοιτούσε τον κάμπο απέναντι. Άφησε τη ματιά της να περιπλανηθεί στις εναλλαγές των χρωμάτων της γης και το μυαλό της κάπου ακόμα πιο μακριά, κάπου απροσδιόριστα. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα στη σκέψη της προηγούμενης νύχτας.
Μια αστραπή στον ορίζοντα ήταν αρκετή για να τη γυρίσει πίσω στο σήμερα. Τα μαύρα σύννεφα που πλησίαζαν την πόλη φωτίστηκαν από την έντονη λάμψη και μέσα τους διέκρινε μια άγρια ομορφιά, μια ομορφιά που δεν υπάρχει στον ήρεμο γαλάζιο ουρανό. Κοίτα να δεις που όταν τα πράγματα ξεφεύγουν από το κανονικό μπορεί και να είναι πιο όμορφα! συλλογίστηκε έχοντας πάντα καρφωμένο το βλέμμα στις αστραπές που ολοένα και πύκνωναν. Αν και ήταν φθινόπωρο κι ο καιρός ήταν ακόμα ζεστός ένιωσε μια κρυάδα να τη διαπερνά και σχεδόν ασυναίσθητα δίπλωσε τα χέρια στο κορμί της προσπαθώντας να το αγκαλιάσει. Δεν έπρεπε όμως να το κάνω αυτό… δεν έπρεπε, είπε φωναχτά κουνώντας δεξιά κι αριστερά το κεφάλι σφίγγοντας τα δόντια της. Δεν έπρεπε…
Γύρισε στην κουζίνα, τα λαχανικά για την πίτα περίμεναν καρτερικά το άγγιγμα από το κοφτερό μαχαίρι. Τα κοίταξε κι αποφάσισε να τα παρατήσει όλα, να φύγει από το σπίτι, να πάει κάπου, δεν ήξερε το πού, αλλά να φύγει από εκεί. Η ατμόσφαιρα έγινε ξαφνικά αποπνικτική. Ντύθηκε γρήγορα γρήγορα και βγήκε στο δρόμο. Σταμάτησε το πρώτο ταξί που βρήκε μπροστά της και μπήκε μέσα.
- Καλημέρα, της είπε ο οδηγός. Πού πάμε;
- Δεν ξέρω, όπου θες…
- Συγγνώμη; έκανε εκείνος ευγενικά.
- Δεν ξέρω, πάμε όπου να ’ναι αρκεί να φύγουμε από ’δω, του είπε. Ξεκίνα!
Μέσα στην κίνηση και τη βουή του δρόμου προσπάθησε να κρύψει τις ενοχές της αλλά μάταια. Μόλις πέρασαν έξω από το σταθμό των τρένων σταμάτησε το ταξί και κατέβηκε. Πήγε στις αποβάθρες, ανακατεύτηκε με τον κόσμο, στάθηκε ανάμεσά τους κι ευχήθηκε να είχε ένα μαγικό εισιτήριο που θα την έπαιρνε μακριά από τον εαυτό της! Οι ανακοινώσεις από τα μεγάφωνα έκαναν τους ανθρώπους να κινούνται αδιάκοπα προς όλες τις κατευθύνσεις κι εκείνη ήταν εκεί, ακίνητη, λες κι είχε παγώσει ο χρόνος και δεν την ήθελε συνοδοιπόρο του στο μέλλον. Λες και το ταξίδι της ζωής της είχε σταματήσει εκεί, σ’ έναν βρώμικο σταθμό ανάμεσα σε άγνωστους και βιαστικούς ανθρώπους, λαθρεπιβάτης μιας ζωής που σε μια νύχτα τα άλλαξε όλα.
Έσκυψε το κεφάλι και για μερικές στιγμές ένιωσε την αλμύρα από το δάκρυ να χαράζει τα μάγουλά της. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες και βγήκε στο δρόμο. Τα αυτοκίνητα περνούσαν μπροστά της εντελώς αδιάφορα, μια επαναλαμβανόμενη και μονότονη χορογραφία που γέμιζε δηλητήριο τον αέρα που έφτανε στα πνευμόνια της. Ένιωσε ξανά να μην μπορεί να ανασάνει, ένιωσε τα πόδια της αδύναμα. Γύρισε και κοίταξε προς τον ουρανό που άρχισε να κλαίει μαζί της, είχε πια μαυρίσει εντελώς, έμοιαζε με την ψυχή της. Κι ύστερα όλα σκοτείνιασαν κι οι αστραπές σβήστηκαν μεμιάς από μπροστά της.
Όταν άνοιξε τα μάτια της, το λευκό από τους τοίχους του νοσοκομείου την έκανε να κλείσει τα βλέφαρά της σχεδόν ασυναίσθητα. Έριξε μια διερευνητική ματιά ολόγυρα προσπαθώντας να ξεθολώσει το βλέμμα της. Μια απροσδιόριστη φιγούρα ήταν εκεί, ακίνητη να κοιτάζει προς το μέρος της. Αν και δεν μπορούσε να τη διακρίνει καλά, κατάλαβε αμέσως πως ήταν ο άντρας της. Έκανε να του απλώσει το χέρι αλλά το τράβηξε προς τα πίσω απότομα. Δε θα τολμούσε να τον αντικρίσει ξανά, δεν ήταν δυνατόν. Τα μάτια της βούρκωσαν κι όταν προσπάθησε να τα σκουπίσει με το άλλο της χέρι ένιωσε τη βελόνα που έχυνε μέσα στις φλέβες της τον ορό. Το κλάμα δυνάμωσε κι άλλο, δεν μπορούσε να το συγκρατήσει. Δίπλα της στεκόταν ο άντρας της κι όχι εκείνος ο άλλος που το χτεσινό βράδυ είχε γίνει περαστικός ένοικος στα σεντόνια της. Μια ένοχη νύχτα, μια άγρια νύχτα, μια νύχτα με πάθος παράνομο που την έκανε να σκιρτά στα έμπειρα χέρια εκείνου του ηλιοκαμένου νεαρού που δεν είχε δει ξανά στη ζωή της. Αλλά στο δωμάτιο του νοσοκομείου ήταν άφαντος, μονάχα ο άντρας της έστεκε γεμάτος αγωνία λίγα εκατοστά πάνω από το κεφάλι της. Και συνέχισε να κλαίει, ένιωθε βρώμικη, ένοχη, καταδικασμένη σε θάνατο από το χειρότερο δικαστήριο του κόσμου, τη συνείδησή της. Και συνέχισε να κλαίει, έδωσε ένα κομμάτι του εαυτού της σε μια στιγμή που θα της στερούσε την υπόλοιπη ζωή της. Και συνέχισε να κλαίει, είχε προδώσει τον άνθρωπο που αγαπούσε περισσότερο κι από τη ζωή της. Και συνέχισε να κλαίει, ήθελε πια να πεθάνει.
- Είσαι καλά ψυχή μου;
Η φωνή του έσπασε τη σιωπή. Μέσα κι έξω της. Εκείνος την αποκαλούσε ‘ψυχή μου’ κι εκείνη τον είχε προδώσει.
- Είσαι καλά; ρώτησε ξανά.
Πετάχτηκε πάνω κι απ’ τα βουρκωμένα της μάτια δεν μπορούσε να δει τίποτα παρά μόνο σκοτάδι. Έμοιαζε χαμένη, σε άλλο μέρος, σε άλλο τόπο. Φοβήθηκε. Κι ύστερα άρχισε να συνειδητοποιεί πως το περιβάλλον είναι οικείο. Ήταν στην κρεβατοκάμαρά της! Γύρισε προς το μέρος του και τον αγκάλιασε όσο πιο τρυφερά μπορούσε.
- Είδες εφιάλτη ψυχή μου;
- Σσσς… Μη μιλάς, του απάντησε ψιθυριστά στο αυτί. Μόνο αγκάλιασέ με και μη με αφήσεις όλο το βράδυ…