Σαν πέθανε η κυρά Μαρία το σπίτι άρχιζε να αδειάζει... Κοσμήματα και αντίκες μοιράστηκαν στους συγγενείς και ο δικηγόρος ξεκίνησε τις διαδικασίες για να δοθεί το σπίτι στη μακρινή της ανιψιά ως όριζε στη διαθήκη της. Δεν έκανε οικογένεια η κυρά Μαρία. Οικογένειά της ήταν οι γάτες της αυλής και εκείνος ο γέρικος ο σκύλος που λίγες βδομάδες πριν σβήσει η ίδια, ανέβηκε στον ουρανό για να την περιμένει στην πόρτα του Παραδείσου πιστός ως ήταν πάντα.
Πλιάτσικο μεγάλο έγινε στο αρχοντικό της κυρά Μαρίας. Ακόμα και οι γάτες πήρανε τις τροφές τους και τις σέρνανε στο δρόμο. Η ανιψιά έβαλε ανακοίνωση να αδειάσει το σπίτι από οτιδήποτε για να το πουλήσει. Δεν έκανε καν το ταξίδι από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα για να μυρίσει λίγο το σπιτικό που της δόθηκε. Να δει το κρεβάτι που κοιμόταν η θεία της και ονειρευόταν έναν άντρα γλυκό και παιδιά στην αυλή της, δεν είδε την κουζίνα που μαγείρευε και άκουγε φωνές από τα πιτσιρίκια της να της ζητάνε πατάτες τηγανητές και μακαρόνια. Δεν ήρθε να δει τα λουλούδια της που ξέρανε όλα τα μυστικά της... Ούτε τη σάλα πάνω που έγραφε για το φεγγάρι και τα αστέρια και ταξίδευε στο χρόνο προς τα πίσω μπας και τον αλλάξει...
Πλακώσανε όλοι στο σπίτι. Το λεηλάτησαν. Ο ένας το έλεγε στον άλλον. Σε καρότσες βάζανε ακριβά χαλιά και τραπεζάκια σκαλιστά. Κεντίδια από το δικό της χέρι και κουβέρτες... και σεντόνια παρθένα. Τίποτα δεν άφησαν. Ακόμα και την ταπετσαρία ξήλωσαν μπας και βρουν κανένα κρυμμένο χρυσαφικό... Για μέρες έβλεπες να μπαίνει ο κόσμος μέσα και να σκαλίζει την ξένη ιδιοκτησία. Πού να το ’ξερε η κυρά Μαρία πως έπρεπε να πεθάνει για να έχει τόσες επισκέψεις!
Πέρασε καιρός και ο κόσμος σταμάτησε να τριγυρνά. Έρημο πια το σπίτι, δεχόταν τις αλλαγές του καιρού απροστάτευτο.
Θα 'ταν Σάββατο απόγευμα, μια κεχριμπαρένια ώρα. Τα ξερά φθινοπωρινά φύλλα χρύσιζαν μπροστά στο γέρικο αρχοντικό. Δυο παιδικές πατημασιές τα τσαλάκωναν και αντηχούσε σε όλο το σπίτι το χρατς-χρατς.
"Άκου - άκου παππού!" φώναζε ένα μικρό κορίτσι χτυπώντας τα φύλλα με τις γαλότσες του
Ο παππούς καθόταν ακίνητος κοιτάζοντας το αρχοντικό. Σαν είδε τα σπασμένα τζάμια, τον ερειπωμένο κήπο και τη σκονισμένη πόρτα κατάλαβε πως ήρθε πολύ αργά. Έβγαλε το καπέλο του και ένωσε τα χέρια του αφήνοντας τη σιωπή του να κάνει την προσευχή για το καλό ταξίδι... Ύστερα, πλησίασε στην μισάνοιχτη πόρτα και τη χάιδεψε. Πήρε την εγγονή του και μπήκανε μέσα. Η μικρή εξερευνούσε το χώρο και εκείνος στη μέση του σαλονιού την έβλεπε να κατεβαίνει από τα σκαλιά με μια λαμπερή τουαλέτα. Να τον κοιτάζει χαμογελαστή και δακρυσμένη μαζί.
"Ήρθες αγάπη μου! Το 'ξερα πως θα 'ρθεις." του φώναζε τρέμοντας και άπλωνε τα χέρια της.
Άλλο λίγο και θα τα άπλωνε κι εκείνος αν δεν άκουγε τη φωνή της εγγονής του από την κουζίνα
"Παππού παππού κοίτα! Τι είναι αυτό;" φώναζε ενθουσιασμένη κρατώντας στο χέρι της έναν παλιό και σκουριασμένο καρυοθραύστη
Εκείνος γέλασε. Καθόντουσαν εκεί, κάτω από τη μεγάλη καρυδιά έξω από την κουζίνα στα κρυφά. Της έδινε τα καρύδια στο στόμα σπάζοντάς τα με μια μεγάλη πέτρα και κιτρίνιζαν τα χέρια του... Εκεί κάτω από τη μεγάλη καρυδιά της έταζε αγάπη, έρωτα, γάμο, παιδιά... κι εκείνη δε χόρταινε να τον ακούει... Πόσα λόγια..
"Καημένη Μαριώ..." είπε αναστενάζοντας, "...το μεγαλύτερο πλιάτσικο στο έκανα εγώ..." είπε και έβαλε τα κλάματα
- "Τα πήρανε όλα επιτέλους;" ρώτησε με ανυπομονησία η ανιψιά
- "Ναι όλα! Λαμπρή η ιδέα σας να το ανακοινώσουμε στο facebook. Χτες είδα να παίρνουν και έναν σκουριασμένο καρυοθραύστη ένας παππούς με την εγγονή του... Απίστευτο το τι μαζεύει κανείς στο σπίτι του αν του δίνεται τζάμπα!" είπε γελώντας ο μεσίτης
- " Πράγματι... Ωραία λοιπόν. Προχωράμε σε πώληση" είπε στεγνά η ανιψιά και του έκλεισε το τηλέφωνο.
_
γράφει η Μάχη Τζουγανάκη