Πώς ένα βιβλίο που έγραψε σε συνθήκες ασφυκτικής απομόνωσης ο Γκαίτε για τα πάθη και τους έρωτές του, οδήγησε δύο αιώνες μετά στην τυποποίηση οδηγιών προς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για το πώς πρέπει να παρουσιάζεται μια αυτοκτονία.
Το 1774 o Γκαίτε, ήδη υποστηρικτής του κινήματος Sturm und Drang (Θύελλα και ορμή), δημοσιεύει «Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου», που εξαρχής έως σήμερα συζητούνται και αναλύονται εξαντλητικά. Η ιστορία στηρίζεται σε βιογραφικά και αυτοβιογραφικά στοιχεία εν σχέσει προς δύο τρίγωνα σχέσεων, σταθερή κορυφή των οποίων ήταν ο συγγραφέας και:
α) ο Κρίστιαν Κέστνερ και η Καρλότα Μπουφ (σύζυγος του Κέστνερ) τα άλλα δύο πρόσωπα του πρώτου και
β) ο Πίτερ Αντόν Μπρεντάνο και η Μαξιμιλιάνε ντε Λα Ρόκε (σύζυγος του Μπρέντανο) του δεύτερου, περιφερειακό πρόσωπο του οποίου ήταν ο Καρλ Βίλχελμ Τζερούζαλεμ, που το 1772 αυτοκτόνησε με πιστόλι που είχε δανεισθεί από τον (φίλο του) Κέστνερ.
Οταν ο Γκαίτε το 1774 γνωρίζει και ερωτεύεται τη Μαξιμιλιάνε, ανακουφισμένος που ο πόθος του για την Καρλότα έχει περάσει, γράφει στην αυτοβιογραφία του για το πολύ ευχάριστο συναίσθημα που γεννιέται όταν ένα νέο πάθος ξεκινάει μέσα μας πριν περάσει εντελώς το παλιό, εξομοιώνοντας την κατάσταση με ηλιοβασίλεμα όταν βλέπουμε και το φεγγάρι να βγαίνει και απολαμβάνουμε το διπλό φώς. Ο έρωτας για τη Μαξιμιλιάνε τελειώνει (και αυτός) πρόωρα με την αναχώρησή της, πράγμα που τον κάνει να στρωθεί να γράψει τον «Βέρθερο», σε συνθήκες ασφυκτικής απομόνωσης.
Η δημοσίευση του «Βέρθερου» προκαλεί τρέλα και υστερία. Μόδα για το ντύσιμο του Βέρθερου εξαπλώνεται ραγδαία, μεταξύ άλλων χρησιμοποιείται και από το δικαστήριο της Βαϊμάρης, όταν ο Γκαίτε την επισκέφθηκε το 1775. Ο Ναπολέων λέγεται πως θαύμαζε το βιβλίο και το είχε διαβάσει επτά φορές.
Έχουν γραφεί πολλά –αναπόδεικτα, εν πολλοίς– για κύμα μαζικής απομίμησης της αυτοκτονίας του Βέρθερου, είναι πάντως βέβαιο ότι καταγράφεται απαγόρευση του βιβλίου σε πόλεις της Ιταλίας, την Κοπεγχάγη και τη Λειψία (όπου απαγορεύτηκε και το ντύσιμο).
Η επίδραση που προκάλεσε ο νεαρός Βέρθερος οδήγησε στην τυποποίηση (από το 1974) του λεγόμενου «Werther effect» (παροχή μέχρι σήμερα οδηγιών προς ΜΜΕ και κοινωνικά δίκτυα για τον τρόπο που η παρουσίαση μιας αυτοκτονίας μπορεί να επηρεάσει το κοινό) αλλά και του αντιθέτου του «Papageno effect» (που –εξ αφορμής του ήρωα στον «Μαγικό Αυλό» και της ευεργετικής επίδρασης που είχαν τα πνεύματα στην αποτροπή απόπειρας αυτοκτονίας του– αποσκοπεί στη μετάδοση μηνυμάτων υποστήριξης, αποθάρρυνσης της αυτοκτονίας και υπενθύμισης περιπτώσεων που επίδοξοι αυτόχειρες επέζησαν έχοντας βρεθεί σε δύσκολη θέση).
Παρά τον σάλο, πάντως, που προκάλεσαν τα πάθη του «Βέρθερου», ο Γκαίτε φαίνεται πως με τη συγγραφή του απελευθερώθηκε. Ισως και εκεί να αποσκοπούσε. Τι άλλο από ανακούφιση, πράγματι, του ίδιου μπορεί να δηλώνει, όταν παρομοιάζει τη διάθεσή του (αφού τέλειωσε το βιβλίο) με αυτή ενός πολύπειρου ανθρώπου που, μετά από μια εκ βαθέων εξομολόγηση, χαρούμενος και ελεύθερος δικαιούται μια νέα ζωή;
"Πυρετός Βέρθερ"
Ο «Πυρετός Βέρθερος» περιγράφει μια στάση ζωής που προκύπτει από το ρωμαϊκό à clef του Γκαίτε «Οι θλίψεις του νεαρού Βέρθερ». Το μυθιστόρημα θεωρήθηκε το «πρώτο μπεστ σέλερ στη γερμανική λογοτεχνία» και έγινε επίσης παγκόσμια επιτυχία σε άλλες γλώσσες. Θεματικά, το βιβλίο πραγματεύεται έναν ανεκπλήρωτο έρωτα μεταξύ του νεαρού Βέρθερ και της Λόττε και την ψυχική απόδραση του Βέρθερ στη φύση, που εκφράζεται και στη γλώσσα.
Η πλειονότητα των αστών αναγνωστών θεώρησε το έργο του Γκαίτε ως διατάραξη της συζυγικής ειρήνης, αφού ο Βέρθερ θεωρούνταν επαναστάτης και ελεύθερο πνεύμα της εποχής και έρχονταν σε αντίθεση με ηθικές και θρησκευτικές αξίες.
Επιπλέον, το έργο θεωρήθηκε ως πρότυπο για τη νεανική κουλτούρα, η οποία ήταν μοντέρνα (αποτελούμενη από μπλε φράκο, κίτρινο γιλέκο, παντελόνι από κίτρινο δέρμα, μπότες και γκρι καπέλο) καθώς και χαρακτήρα και συναισθηματικό προσανατολισμό προς τον Βέρθερο.
Η απόφαση του Βέρθερ να αυτοκτονήσει έγινε επίσης πρότυπο για πολλούς νέους, με αποτέλεσμα να αυξηθεί το ποσοστό αυτοκτονιών τα επόμενα χρόνια. Αυτές οι επιδράσεις, που έγιναν σαφώς αισθητές στη γερμανική νεολαία, είναι γνωστές ως «πυρετός Βέρθερος».
Συχνά μιλάει κανείς για το λεγόμενο «φαινόμενο Βέρθερ». Αυτό περιγράφει τη σύνδεση μεταξύ αυτοκτονιών που αναφέρθηκαν στα μέσα ενημέρωσης και αυτοκτονιών που διαπράχθηκαν στη συνέχεια σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες. Αυτό σημαίνει ότι η εκτενής αναφορά για την αυτοκτονία μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του ποσοστού αυτοκτονιών στον πληθυσμό.
Η αυτοχειρία στα social media και αλλού
Το ζήτημα της αυτοχειρίας είναι περίπλοκο και δύσκολα μπορεί κανείς να το αντιμετωπίσει με αφορισμούς.
Τον Αύγουστο του 1962 η Μέριλιν Μονρόε βρίσκεται νεκρή στο σπίτι της. Ο θάνατός της αποδίδεται –με απόλυτη βεβαιότητα, αρχικά- σε αυτοκτονία. Όπως είναι αναμενόμενο, ο τύπος παρουσιάζει το γεγονός με κάθε λεπτομέρεια, ενώ δημοσιεύονται αποκαλυπτικές φωτογραφίες με τη Μέριλιν νεκρή στο κρεβάτι. Τους επόμενους μήνες παρατηρείται σημαντική αύξηση στους δείκτες των αυτοχειριών. Η αύξηση αφορά κυρίως νέες γυναίκες οι οποίες επιλέγουν να δώσουν τέλος στη ζωή τους με τρόπο ανάλογο με εκείνον της ηθοποιού.
Το φαινόμενο δεν ήταν άγνωστο στους ειδικούς. Από τότε, όμως, κάποιοι άρχισαν να το μελετούν πιο προσεκτικά. Λίγα χρόνια αργότερα απέκτησε και ονομασία: Werther Effect (Φαινόμενο του Βέρθερου), από το όνομα του ήρωα του Γκαίτε, η λογοτεχνική αυτοκτονία του οποίου είχε ωθήσει πολλούς ρομαντικούς νέους στα τέλη του 18ου αιώνα στο να τον μιμηθούν -σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, οι αυτόχειρες ήταν ντυμένοι με κίτρινο παντελόνι και μπλε πανωφόρι, όπως ο Βέρθερος στο βιβλίο.
Σταδιακά, λοιπόν, οι οργανισμοί υγείας σε διάφορες χώρες άρχισαν να εκδίδουν οδηγίες και να επιβάλλουν περιορισμούς σε ό,τι αφορά τον τρόπο παρουσίασης των αυτοκτονιών στον τύπο. Συνιστούν, για παράδειγμα, τα ρεπορτάζ να είναι λιτά, δίχως αποκαλυπτικές λεπτομέρειες ή γλαφυρές περιγραφές. Και, βέβαια, δεν πρέπει να δημοσιεύονται φωτογραφίες που σχετίζονται άμεσα με το γεγονός. Το ίδιο ισχύει και για τις απόπειρες που δεν στάθηκαν μοιραίες καθώς η «διαφήμισή» τους είναι πιθανόν να ωθήσει ανθρώπους με αυτοκτονικές τάσεις στο επόμενο βήμα. Όπως τονίζουν οι εκθέσεις αυτές, ο κίνδυνος αυξάνεται δραματικά όταν το «πρότυπο» είναι διάσημο πρόσωπο.
Για κάποια χρόνια οι δημοσιογράφοι –στις χώρες τουλάχιστον όπου οι κανόνες είναι αυστηροί- συνετίστηκαν και ακολούθησαν τις οδηγίες. Το αποτέλεσμα ήταν να μην παρατηρούνται απότομες διακυμάνσεις στα ποσοστά των ανθρώπων που δίνουν τέλος στη ζωή τους, στο χρονικό διάστημα έπειτα από την αυτοκτονία κάποιου διάσημου. Ύστερα όμως ήρθαν τα social media.
Τον Αύγουστο του 2014, ο Ρόμπιν Γουίλιαμς δίνει τέλος στη ζωή του. Τους επόμενους πέντε μήνες παρατηρείται στην Αμερική μια αύξηση των αυτοκτονιών σε ποσοστό σχεδόν 10% -περίπου 1800 θάνατοι. Σε ό,τι αφορά τους μεσήλικες άντρες, η αύξηση αγγίζει το 13%. Στις περισσότερες δε περιπτώσεις οι αυτόχειρες επιλέγουν τον τρόπο θανάτου του ηθοποιού. (Τα στοιχεία της έρευνας μπορούμε να τα δούμε εδώ https://journals.plos.org/plosone/article?id=10.1371/journal.pone.0191405 ).
Οι ειδικοί εκτιμούν ότι το κύμα των αυτοκτονιών οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στους συντάκτες των μη παραδοσιακών μέσων και κυρίως στους χρήστες των social media και στις συγκινησιακά φορτισμένες αναρτήσεις τους. Παρεμπιπτόντως, σχετικά πρόσφατα είχαμε και μία ακόμη κλασική περίπτωση του Φαινομένου του Βέρθερου, καθώς σύμφωνα με μία έρευνα, τον Απρίλιο του 2017, έπειτα από την προβολή στο Netflix της σειράς “13 Reasons Why” οι αυτοκτονίες των εφήβων στις ΗΠΑ αυξήθηκαν κατακόρυφα.