Οι επιστήμονες αμφισβητούν ότι διαθέτουμε κάποιο συγκεκριμένο γονίδιο το οποίο δέχεται «ερεθίσματα». Εγώ, όμως, πιστεύω πως ίσως και να έχουμε. Θυμάμαι πόσο ταράχτηκα όταν ήμουν έγκυος στην ιδέα ότι το σώμα μου μπορούσε να φτιάξει ένα μωρό, ένα ολόκληρο, ξεχωριστό άτομο, και μάλιστα χωρίς κάποιες συνειδητές οδηγίες από μέρους μου. Πώς ήξερε το μωρό τι να κάνει;
Φαίνεται ότι τα κύτταρα επιδίδονται σε συνεχή συνδιαλλαγή μεταξύ τους και στέλνουν το ένα στο άλλο χημικά ερεθίσματα, που κατόπιν ενεργοποιούν έναν επαναλαμβανόμενο καταιγισμό συμβάντων τα οποία με το πέρασμα του χρόνου γίνονται συγκεκριμένα ανθρώπινα μέλη και στη συνέχεια ένα περίπλοκο σύνολο. Η ανθρώπινη καρδιά δημιουργείται όταν ένα μοναδικό κύτταρο στέλνει ερέθισμα σ’ ένα άλλο κι έπειτα αυτό το κύτταρο παρακινεί ένα άλλο, κι έτσι δημιουργούνται το χέρι, η γλώσσα, τα κόκαλα, που είναι λεπτά, άσπρα καλώδια και που στο τέλος καλύπτονται απ τη μεταξένια σάρκα. Στη περίπτωση μου,τα ερεθίσματα ήταν όλα σωστά κι έτσι έχω μια φυσιολογική κόρη.
Σ' έναν κόσμο όπου κατακλυζόμαστε από περίπλοκα σήματα -κυτταρικά, χημικά, πολιτιστικά- τα οποία πέφτουν πάνω μας κι ολόγυρά μας με θαυμαστή ταχύτητα, απλώς δεν διαθέτουμε το χρόνο να διυλίσουμε όλα τα στοιχεία και να δράσουμε ανάλογα. Αν το κάναμε, μπορεί και ν’ ακινητοποιούμασταν.
Χάρη στα κοινωνικά ερεθίσματα και τα χημικά τους συστατικά, μπορούμε να δημιουργούμε μωρά ή να χανόμαστε ήσυχοι όταν το επιβάλλουν οι συνθήκες. Λόγω των κοινωνικών ερεθισμάτων, γνωρίζουμε πότε να χορέψουμε βαλς, πότε ν’ αποκτήσουμε οικειότητα και πότε να κάνουμε έρωτα. Απ’ την άλλη, όμως, όπως έχουν δείξει οι Ντάρλεϊ και Λατανέ, ο ερμηνευτικός μας μηχανισμός, όπως κι εκείνος της μητέρας γαλοπούλας, κάθε άλλο παρά αλάνθαστος είναι.
Ο Ντέιβιντ Φίλιπς, κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, βασίστηκε στα πειράματα με τον καπνό κι ανακάλυψε μίαν εξόχως ιδιάζουσα πλευρά της υπόθεσης.
Στοιχεία του FBI και κρατικών φορέων που σχετίζονται με την επιβολή του νόμου καταδεικνύουν με σαφήνεια ότι ο αριθμός των θυμάτων από αεροπορικά και αυτοκινητικά δυστυχήματα αυξάνεται μετά από μια αυτοκτονία που έχει τύχει μεγάλης δημοσιότητας.
Ο Φίλιπς ονόμασε αυτό το φαινόμενο «φαινόμενο του Βερθέρου», επειδή στη Γερμανία του 18ου αιώνα ξέσπασε «επιδημία» αυτοκτονιών, μετά την έκδοση του βιβλίου του Γκαίτε Τα πάθη του νεαρού Βερθέρου, με πρωταγωνιστή έναν φανταστικό χαρακτήρα, έναν αναστατωμένο νεαρό που αυτοκτονεί για έναν ανεκπλήρωτο έρωτα.
Ο Φίλιπς μελέτησε τα στατιστικά στοιχεία των αυτοκτονιών μεταξύ 1947 και 1968. Ανακάλυψε ότι, στο δίμηνο που ακολουθούσε μετά την πρωτοσέλιδη δημοσίευση κάποιου συμβάντος με αυτόχειρες, οδηγούνταν στην αυτοκτονία 58% περισσότερα άτομα απ’ ό,τι συνήθως.
Ακόμα πιο ανησυχητικά είναι τα στοιχεία που καταδεικνύουν την αύξηση των αυτοκινητικών και αεροπορικών δυστυχημάτων μετά από ιδιαίτερα προβεβλημένες από τα Μ.Μ.Ε. αυτοκτονίες.
Ο Ρόμπερτ Τσαλντίνι, κοινωνικός ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνας, γράφει:
«Θεωρώ ευφυή αυτή την οπτική. Κατ’ αρχάς, το φαινόμενο του Βερθέρου εξηγεί τα δεδομένα με έξοχο τρόπο. Αν οι καταστροφές αυτές είναι πραγματικά περιπτώσεις μιμητικής αυτοκτονίας, είναι λογικό να διαπιστώνουμε αύξηση των καταστροφών μετά την εμφάνιση υποθέσεων αυτοκτονίας... Για διάφορους λόγους -για να διαφυλάξουν τη φήμη τους, να γλιτώσουν τις οικογένειες τους απ’ τη ντροπή και τον πόνο, να επιτρέψουν στα προστατευόμενα μέλη να εισπράξουν την αποζημίωση της ασφάλειάς τους- οι άνθρωποι αυτοί δεν θέλουν να φανεί ότι αυτοκτόνησαν... Γι’ αυτό το λόγο, σκόπιμα και κρυφά, προκαλούν την καταστροφή ενός αυτοκινήτου ή αεροπλάνου που χειρίζονται οι ίδιοι... ένας πιλότος επιβατικών αεροσκαφών μπορεί να ρίξει το αεροπλάνο του όπου θέλει... ένας οδηγός αυτοκινήτου να κάνει μια ξαφνική στραβοτιμονιά και να πέσει σ’ ένα δέντρο».
Δυσκολεύομαι να τα πιστέψω όλα αυτά. Μπορώ να καταλάβω την ατομική αυτοκτονία ως προϊόν μιμητισμού. Όμως, είναι άραγε το φαινόμενο του Βερθέρου και τα κοινωνικά ερεθίσματα τόσο ισχυρά, ώστε να μπορούν πράγματι να προκαλέσουν αύξηση των αεροπορικών δυστυχημάτων, μετά το θάνατο του Κουρτ Κομπέιν ας πούμε; Θα μπορούσαν ποτέ οι κυβερνήτες αεροσκαφών ή οι μηχανοδηγοί τρένων με κρυφές τάσεις αυτοκτονίας, τις οποίες όμως δεν μπόρεσαν ποτέ να φέρουν στην επιφάνεια, ν’ απελευθερωθούν και να μιμηθούν ένα πρωτοσέλιδο άρθρο παίρνοντας μαζί τους κι άλλες ζωές;
Σε μια τηλεφωνική μας συνδιάλεξη, ο Ντάρλεϊ λέει:
«Εντάξει, μολονότι σίγουρα υπάρχουν πολλές περιπτώσεις ανθρώπων οι οποίοι οδηγούνται στην αυτοκτονία, η περίπτωση με το αεροπλάνο ίσως είναι υπερβολική».
Απ’ την άλλη πλευρά, ο Τσαλντίνι, ένας απ’ τους εν ζωή κοινωνικούς ψυχολόγους τον οποίο επικαλούνται συχνά στα συγγράμματά τους οι ειδικοί, ορκίζεται ότι τα στοιχεία είναι ακριβή.
«Είναι πραγματικά τρομακτικός», γράφει στο βιβλίο του περί επιρροής, «ο αριθμός αθώων ανθρώπων που πεθαίνουν σ’ αυτό το παζάρεμα... Έχω τόσο επηρεαστεί απ’ αυτά τα στατιστικά στοιχεία που άρχισα να καταγράφω τα πρωτοσέλιδα με περιπτώσεις αυτοκτονιών και να διαφοροποιώ τη συμπεριφορά μου κατά τη χρονική περίοδο μετά την αρχική τους εμφάνιση. Είμαι ιδιαίτερα προσεκτικός όταν κρατώ το τιμόνι ενός αυτοκινήτου. Είμαι απρόθυμος να κάνω μακρινά ταξίδια για τα οποία απαιτούνται πολλές ώρες πτήσης. Αν πρέπει να πετάξω για μεγάλο χρονικό διάστημα πληρώνω πολύ μεγαλύτερα ταξιδιωτικά ασφάλιστρα από τα κανονικά. O Δρ. Φίλιπς μάς άνοιξε τα μάτια καταδεικνύοντας ότι οι πιθανότητες επιβίωσης αλλάζουν σημαντικά όταν ταξιδεύουμε κατά την περίοδο που ακολουθεί μετά τη δημοσίευση πρωτοσέλιδων ενός συγκεκριμένου είδους. Φαίνεται πως είναι τουλάχιστον συνετό να λάβει κανείς υπόψη του αυτές τις πιθανότητες».
Αναρωτιέμαι πώς σχεδιάζει να λάβει υπόψη του ο Τσαλντίνι τις πιθανότητες, τώρα που έχει περάσει πάνω από ένας μήνας που στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων εμφανίζονται περιπτώσεις αυτοκτονιών, και μάλιστα χωρίς να υπάρχουν ενδείξεις ότι πρόκειται ν’ αραιώσουν. Κάπου θα πρέπει να κρύβεται, μέσα σε κανένα καταφύγιο. Του τηλεφωνώ. Μια γυναίκα που τη λένε Μπομπέτ μου λέει ότι εκείνος βρίσκεται στη Γερμανία κι ότι θα περάσει αρκετός καιρός μέχρι να επιστρέφει. «Μήπως φοβάται να πετάξει;», τη ρωτάω. «Α», λέει εκείνη, «ζούμε σε φοβερούς, φοβερούς καιρούς. Και βέβαια ο Δρ. Τσαλντίνι γνωρίζει ότι πρόκειται να υπάρξουν περισσότερες επιθέσεις, η αρχή του ερεθίσματος τις καθιστά αναπόφευκτες».
«Θα το θεωρούσε παράξενο άραγε που αγόρασα αντιασφυξιογόνο μάσκα;», τη ρωτάω.
«Μα και βέβαια όχι», λέει εκείνη. «Όμως, θα σας έλεγε επίσης ότι, δεδομένων όλων όσων έχουν συμβεί, πρέπει να ζήσετε τη ζωή σας και να τη ζήσετε καλύτερα».
«Εκείνος έχει αντιασφυξιογόνο μάσκα;», ρωτάω.
Εκείνη δεν απαντάει.
Όλα δείχνουν ζοφερά. Ζούμε ένδοξες φθινοπωριάτικες μέρες· πρόκειται για ένα ξαφνικό όψιμο καλοκαίρι. Στον αέρα μυρίζω το ζεστό, φρουτώδη πολτό απ’ τις μηλιές που κάθε στρογγυλός καρπός τους είναι κατακόκκινος. Μαζεύω μήλα με την κόρη μου- την κρατάω ψηλά στα χέρια μου, για να μπορεί να φτάνει και να τραβάει το φρούτο από το λυγερό κλαδάκι που κρέμεται από το δέντρο. Εκείνη το κρατάει στο χέρι της, το δαγκώνει και τα μικρά δόντια της τρυπούν τη σάρκα του φρούτου - γλυκός χυμός και μέλισσες.
Οι μέλισσες μας αναγκάζουν να μπούμε μέσα. Τα κουνούπια βιώνουν τη δική τους αναγέννηση, οι ξεδιάντροπες μύτες τους τρυπώνουν μέσα στο εκτεθειμένο δέρμα μας που πρήζεται. Ψεκάζω με εντομοκτόνο κι άλλες χημικές ουσίες, αλλά τα ζουζούνια αυτά ανήκουν σε κάποιο παράξενο ανθεκτικό είδος' συνεχίζουν να βουίζουν όλο και πιο δυνατά.
Πρόκειται για ένδοξες μέρες, όχι όμως για τα ζουζούνια, το εντομοκτόνο και το ψόφιο ποντίκι που βρίσκω κάτω απ’ την ηλεκτρική κουζίνα μου. Για την ακρίβεια, βρίσκω μόνο το γούνινο λείψανό του και τα αποσυντεθειμένα απομεινάρια του εδώ κι εκεί - γιατί πάει καιρός που άφησε την τελευταία του πνοή.
Ποιος μπορεί να αισθάνεται ευτυχισμένος σε τέτοιους καιρούς; Ο δείκτης Dow Jones κατρακυλάει, τα σκυλιά είναι ανήσυχα, κι έπειτα είναι κι αυτοί οι μυστήριοι τύποι, κάτι Τσαλντίνι, κάτι Ντάρλεϊ, κάτι Βέρθεροι που ισχυρίζονται πως το κακό χτίζεται πάνω στο κακό, πως η ηλιθιότητα γεννάει ηλιθιότητα, πως η δημοσιότητα καθοδηγεί τα πράγματα, μέχρι που να τυλιχτούμε όλοι μας μέσα σε μια κινηματογραφική ταινία της οποίας η μπομπίνα θα γυρίζει ασταμάτητα.
Αλήθεια, υπάρχει ελπίδα για μας; Διαβάζεις για τον Μίλγκραμ και νιώθεις χάλια. Διαβάζεις για τον Σκίνερ κι αισθάνεσαι μπερδεμένος. Διαβάζεις για τα ευρήματα του Ρόζενχαν κι αισθάνεσαι την τρέλα των ανθρώπων διαβάζεις όμως και τούτα τα πειράματα κι αισθάνεσαι κάτι πολύ πιο θανατηφόρο, πιο θανατηφόρο κι απ’ τα ηλεκτροσόκ: αισθάνεσαι την εξάπλωση της νόσου. Αισθανόμαστε πως, με την κίνησή μας, με ό,τι διαχέουμε κι ό,τι συγχέουμε, μολύνουμε ο ένας τον άλλον.
Υπάρχει άραγε αντιασφυξιογόνος μάσκα γι’ αυτό;
***
Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου
Τα περισσότερα πάθη του Βέρθερου, ενός νεαρού καλλιτέχνη με ευαίσθητο και παθιασμένο ταμπεραμέντο, είναι γράμματα που στέλνει στον φίλο του Βίλχελμ. Αυτά δίνουν μια εμπεριστατωμένη εικόνα της διαμονής του στο φανταστικό χωριό Βάλχαϊμ (με βάση το Γκαρμπενχάιμ, κοντά στο Βέτσλαρ), όπου οι αγρότες τον έχουν γοητεύσει με τους απλούς τρόπους τους. Εκεί γνωρίζει τη Καρλόττα, μια όμορφη νεαρή κοπέλα που φροντίζει τα αδέλφια της μετά το θάνατο της μητέρας τους και την ερωτεύεται παρά το γεγονός ότι γνωρίζει ότι είναι αφοσιωμένη σε έναν άντρα που ονομάζεται Άλμπερτ και είναι έντεκα χρόνια μεγαλύτερος της.
Τους επόμενους μήνες ο Βέρθερος αναπτύσσει μια στενή φιλία με την Καρλόττα και τον Άλμπερτ παρά τον πόνο που νοιώθει. Η θλίψη του τελικά γίνεται τόσο μεγάλη που αναγκάζεται να φύγει από το Βάλχαϊμ και να πάει στη Βαϊμάρη, όπου γνωρίζει τον Φρόιλαϊν φον Β.
Μπερδεύεται πολύ όταν επισκέπτεται ξεκάθαρα έναν φίλο και απροσδόκητα αντιμετωπίζει την εβδομαδιαία συγκέντρωση ολόκληρου του αριστοκρατικού συνόλου. Δεν τον δέχονται και του ζητούν να φύγει αφού δεν είναι ευγενής.
Στη συνέχεια επιστρέφει στο Βάλχαϊμ, όπου υποφέρει ακόμα περισσότερο από πριν, εν μέρει επειδή η Καρλόττα και ο Άλμπερτ έχουν παντρευτεί. Κάθε μέρα γίνεται μια βασανιστική υπενθύμιση ότι η Καρλόττα δεν θα μπορέσει ποτέ να αντικαταστήσει την αγάπη του. Από λύπη για τον φίλο της και σεβασμό προς τον σύζυγό της, αποφασίζει ότι ο Βέρθερος δεν πρέπει να την επισκέπτεται τόσο συχνά. Την επισκέπτεται για τελευταία φορά και αμφότεροι συγκινούνται, αφού της απαγγέλλει ένα απόσπασμα της μετάφρασης του Οσσιανού.
Ακόμη και πριν από αυτό το συμβάν ο Βέρθερος είχε υπαινιχθεί ότι ένας μέρος του ερωτικού τριγώνου - η Καρλόττα, ο Άλμπερτ ή ο ίδιος ο Βέρθερος - έπρεπε να πεθάνει για να λυθεί η κατάσταση. Ανίκανος να βλάψει κανέναν άλλον ή να εξετάσει σοβαρά τη δολοφονία, ο Βέρθερος δεν βλέπει άλλη επιλογή παρά να αυτοκτονήσει.
Αφού συνέταξε μια αποχαιρετιστήρια επιστολή που βρέθηκε μετά το θάνατό του, γράφει στον Άλμπερτ ζητώντας του τα δύο του πιστόλια, με το πρόσχημα ότι πρόκειται «για μια περιπέτεια».
Η Καρλόττα δέχεται το αίτημα με μεγάλη συγκίνηση και στέλνει τα πιστόλια. Ο Βέρθερος αυτοπυροβολείται στο κεφάλι αλλά πεθαίνει δώδεκα ώρες αργότερα. Θάφτηκε κάτω από ένα δέντρο που ανέφερε συχνά στις επιστολές του. Στην κηδεία δεν παρευρέθηκε κανένας κληρικός, ούτε ο Άλμπερτ ή η Καρλόττα. Το βιβλίο τελειώνει με έναν υπαινιγμό ότι η Καρλόττα μπορεί να πεθάνει από ραγισμένη καρδιά.