«Η κόλαση είναι οι άλλοι», έγραφε ο Ζαν Πωλ Σαρτρ, αφήνοντας μετέωρη την έννοια της μοναχικότητας ως παράδεισο ή της αδυναμίας μας για αγάπη να ρέει..
Έρχεται η στιγμή που το παιδί των τριών ετών κοιτάζεται ένα πρωί στον καθρέφτη και συνειδητοποιεί με φόβο καρδιάς πως αποτελεί οντότητα ξεχωριστή, μοναδική κι ακέραιη. Ζει στο περιβάλλον του, εξελίσσεται μέσα σε αυτό, μα δεν είναι αυτό. Εκεί ξεκινά η υπέρμετρη, μα συνάμα αυθόρμητη προσπάθειά του να χτίσει ένα εγώ. Από το εγώ των άλλων ως προτύπων, μα κατά βάση ένα εγώ ολόδικό του, που θα του επιτρέψει να επιβιώσει ως ενήλικας. Αυτό το παιδί μπορεί να μην έχει οικογένεια, όπως τα άλλα, ίσως να μην έχει μάτι, χέρι ή πόδι, ίσως να χει μια ταμπέλα διάγνωσης κρεμασμένη στο λαιμό, ίσως το δέρμα του να χει άλλο χρώμα, ίσως ο Θεός του να λέγεται αλλιώς από αυτόν των άλλων παιδιών. Ίσως πάλι και όχι.
Το παιδί μεγαλώνει σταδιακά με αυτά που έχει κι αυτά που του λείπουν, καμιά φορά στιγματισμένο από το κενό του. Αρχίζει να αναπτύσσει τις πτυχές του, τα πολύτιμα μέρη του χαρακτήρα του, εκ των οποίων άλλα θα εκδηλωθούν ακριβώς επειδή θα ενισχυθούν άλλα όμως δύνανται να κρυφτούν τόσο έντονα, ώστε να τα απωθήσει ολοκληρωτικά στην πορεία του. Ενήλικο πια το παιδί ξανακοιτάζοντας τον εαυτό του στον καθρέφτη, τώρα πια ξέρει ποιο είναι, τι μπορεί, τι δεν μπορεί, τι το χαροποιεί, τι το λυπεί. Έχει πιθανόν την ψευδαίσθηση πως μπορεί να κατανομήσει όλα του τα χαρακτηριστικά, να τα καταμετρήσει και να τα τοποθετήσει πολύ εύκολα σε κατηγορίες. Δεν είναι όμως έτσι.
Το παιδί αυτό, που δεν είναι άλλο από εμάς τους ίδιους, θα θελε πολύ να γνωρίζει πώς λειτουργεί σε κάθε περίσταση, ποια τα ακριβή του στοιχεία, ποιες οι χαρές και ποιες οι λύπες του. Μα κρύβει μέσα του πτυχές, τις οποίες οφείλει να ανακαλύψει..
Η ανάγκη μας να μπορούμε να περιγράψουμε έναν άνθρωπο μέσα σε δύο φράσεις, κυρίως προκύπτει από την εσωτερική μας ανάγκη του γνώθι σαυτόν, ανάγκη απολύτως κατανοητή και απαραίτητη, μα ανάγκη απάτη. Εγκλωβισμένοι σε κοινωνικές νόρμες και θρησκευτικά στερεότυπα βιώσαμε το ανθρώπινο: την απώλεια της αναζήτησης του εαυτού μας. Το παιδί το πολύ διαφορετικό θα αρνηθεί τη διαφορετικότητά του και το παιδί που επιφανειακά μοιάζει με τα άλλα θα παλέψει να φανεί διαφορετικό. Γιατί όταν είσαι το ένα δεν μπορείς να είσαι και το άλλο. Γιατί το περιβάλλον ορίζει τα πρέπει μας. Τα στοιχεία μας. Αν θέλουμε να είμαστε σοβαροί, δεν επιτρέπεται να γελάμε. Αν θέλουμε να είμαστε δοτικοί, δεν έχουμε το δικαίωμα για όχι. Δημιουργείται επομένως σταδιακά και κοινωνικά ένα δίπολο για το πώς οφείλει ένα άτομο να είναι, να δρα, να φαίνεται. Το παιδί με καρκίνο στιγματίστηκε για πάντα, δεν θα προχωρήσει. Το παιδί το κακοποιημένο οφείλει να εξελιχθεί σε ενήλικα με κατάθλιψη. Το παιδί που έχει αναζητήσεις, θέλοντας και μη θα φτάσει στο σημείο της αναποφασιστικότητας. Κανείς δεν αφουγκράζεται τον τρόπο με τον οποίο ένα τέτοιο παιδί, ή όλα τα παιδιά μπορούν να έχουν την ευκαιρία να εξελιχθούν σε αυτό που πραγματικά θέλουν.
Όλοι έχουμε τα πάντα. Τις δυνατότητες. Τη θέληση. Την ανάγκη. Καταδικάζοντας ένα παιδί και μαζί με αυτό κι εμάς τους ίδιους, είναι σαν να παραδεχόμαστε ότι δεν αξίζει η ζωή για να τη ζεις. Οι πτυχές είναι μέσα μας, όλες αυτές που θέλουμε, που προβάλουμε, που αναζητούμε στο ταξίδι μας. Απλώς τις έχουμε κρύψει. Είναι όμως εκεί, μας περιμένουν να τις βρούμε για να τις εξελίξουμε.
Η θεραπεία δεν έγκειται απόλυτα στη συνειδητοποίηση των αντιδράσεών μας σε κάθε στιγμή. Η θεραπεία έγκειται στο χώρο που θα κληθούμε να αφήσουμε στον εαυτό μας να εξερευνήσει, να σκάψει, να φέρει στην επιφάνεια, να ανακαλύψει τις μαγικές μικρές πτυχές του, που δεν επέτρεψε να βγουν. Πτυχές που εγκλωβίστηκαν από την πηγαία μας θέληση να μοιάζουμε. Να έχουμε όλοι δύο πόδια, δύο χέρια, καθαρό μυαλό. Να μην ξεφεύγουμε, να μην μας λένε διαφορετικούς, να μη δίνουμε το δικαίωμα του κάτι ε-ξωτικού, να μην..να μην.. να μην.. Βυθισμένοι στην αποδοχή και στην ανάγκη να παραδίδουμε αποδείξεις περί της αξίας μας στους σημαντικούς άλλους, ξεχάσαμε ένα πρωί που κοιταχτήκαμε στον καθρέφτη την αξία της δικής μας αποδοχής.
Ας κάνουμε τη σκέψη μας να σιωπήσει μόνο για δυο λεπτά κι ας αφήσουμε την καρδιά να μιλήσει. Που ωφελεί η μη αποδοχή μας, πού ωφελεί ο αποκλεισμός των ανθρώπων γύρω μας και ποια η σχέση των δύο.. Αποκλείουμε το διαφορετικό γύρω μας, όταν εμείς αρνούμαστε πεισματικά να δούμε τη δική μας ολότητα. Η διαφορετικότητα είναι ισότητα, μα και μοναδικότητα, δύο άκρα, δίπολο σκληρό κι επίπονο, αλλά και διδαχή μεγάλη. Έως και τη στιγμή του θανάτου μας επέρχονται στο συνειδητό στοιχεία μας, τα οποία δεν θα μπορούσαμε ποτέ, καν να υποψιαστούμε. Ποιο το νόημα αυτής της πάλης με τον εαυτό μας και με τους άλλους λοιπόν, από τη στιγμή που η διαφορετικότητά μας μάς οδηγεί στην απόλυτη ισοτιμία και η απόλυτη ισοτιμία σε μία πρωτόγνωρη διαφορετικότητα? Λες κι άμα αποδεχτούμε και παραδεχτούμε τη διαφορετικότητα του καθενός δε θα είμαστε μέσα σε τούτο το μαζί που τόσο παλεύουμε. Μα και πάλι, μαζί θα είμαστε, όμοιοι μέσα στη διαφορά μας. Ουτοπικό το μαζί. Μα κι απαραίτητο συνάμα. Κυρίως όμως τελικά, το μαζί με τον εαυτό αναζητάμε κι ας το προβάλλουμε στο έξω.
Βιολογικά όλοι αναπνέουμε. Κοινωνικά όλοι είμαστε πολίτες. Θεολογικά όλοι αντικατοπτρίζουμε την ουσία μιας ατέλειωτης ενέργειας. Ψυχολογικά, όλοι πνιγόμαστε από τις ενορμήσεις μας. Οπότε ας ηρεμήσουμε. Ο ουρανός είναι μεγάλος. Και μας χωράει όλους.