Και αν πάλι το «πνευματικό» όχημα των ψυχών, που γίνεται περισσότερο υγρό δια των «ἔνικμος ἀὴρ» (υγρός αήρ), προκαλούσε τη λήθη των αποτυπώσεων, δεν είναι διόλου παράδοξο η αναγκαία πόση να αποτελεί υποδήλωση της υποδοχής μέσα στο «πνεύμα» που συμβαίνει αναγκαστικά και δημιουργεί, κατά κάποιο τρόπο, ένα ολίσθημα των αποτυπώσεων που υπάρχουν σε αυτό, την οποία πόση είναι λογικό να επιτείνουν εκείνοι που δεν συγκρατούνται από τη φρόνηση λόγω της ταυτότητας των παθών τους με τα υλικά πράγματα, κάνοντας έτσι το «πνεύμα» βαρύτερο και προκαλώντας την επαφή με πολλά άλλα αίτια της λήθης που παρασύρουν τις ψυχές προς τα κάτω. Αυτή είναι η φυσική ερμηνεία του ζητήματος. Αλλά και ο δαιμόνιος Αριστοτέλης αναφέρει αιτία για την οποία η ψυχή που έρχεται από τον εκεί ανώτερο Κόσμο προς τον εδώ, ξεχνάει τα θεάματα που έχει εκεί, ενώ, όταν απέρχεται από εδώ, θυμάται εκεί τα εδώ παθήματά της. Η άποψη αυτή πρέπει να γίνει δεκτή. Διότι και αυτός λέει ότι κατά τη μετάβαση από την υγεία στην αρρώστια μερικοί ξεχνάνε ακόμα και τα γράμματα που έχουν μάθει, ενώ στη μετάβαση από την νόσο στην υγεία κανείς ποτέ δεν παθαίνει κάτι τέτοιο. Γιατί τις ψυχές η άνευ σώματος ζωή, ως κατάσταση φυσική που είναι, μοιάζει με την υγεία, ενώ η εν σώματι, όντας κατάσταση παρά φύση, μοιάζει με την νόσο. Διότι οι ψυχές στον εκεί Κόσμο ζουν κατά φύση, ενώ στον εδώ παρά φύση. Είναι εύλογο επομένως οι ψυχές οι οποίες έρχονται από εκεί να ξεχνάνε τα εκεί πράγματα, ενώ οι ψυχές οι οποίες από εδώ πηγαίνουν προς τα εκεί να θυμούνται τα πράγματα του εδώ Κόσμου.[1] Και τούτο όμως γίνεται σύμφωνα με την πρόνοια των θεών.
Πραγματικά, ποια ψυχή που θα θυμόταν τα εκεί πράγματα θα ήθελε να φροντίζει για το σώμα και για τη γένεση, έχοντας δοκιμάσει τούτη την εντός του σώματος ζωή που είναι γεμάτη από κόπους και πόνους αφόρητους ;; Η Λήθη όμως της εκεί ζωής και της εκεί ευτυχίας μας ξεσηκώνει προς το να φροντίζουμε αυτά που είναι μπροστά στα μάτια μας, εξ ου και ανακαλύφθηκαν οι τέχνες που φαίνονται απαραίτητες για τη ζωή, όπως και οι επιστήμες γέμισαν όλο τον εδώ Κόσμο με νου και με θεούς, υπό την έννοια ότι και η γένεση των άλογη εκλογικεύουν και τον τόπο των κακών τον στολίζουν με την ποικιλομορφία των αγαθών. Μάλιστα και τον ποταμό τον ονόμασε Αμέλητα επειδή εξαιτίας της αμέλειας εμβάλει στις ψυχές τη μεγάλη αυτή λήθη, για την οποία παραμέλησαν τους εαυτούς τους και ενδύθηκαν το της γενέσεως σκότος. Έτσι, από όσες ψυχές έρχονται εδώ, αυτές που ο χαρακτήρας τους ταιριάζει περισσότερο με τους θεούς, δεδομένου ότι η λήθη τους είναι επιφανειακή, λόγω της διακοπής των ενεργειών, αναθυμούνται εύκολα τα εκεί πράγματα. Και αυτό που διακόπτει τις ενέργειες είναι από τη μια η φυσική κίνηση που συμβαίνει με την τροπή και από την άλλη η ασυμβίβαστη με τα εξωτερικά αισθητηριακά ερεθίσματα, όπως λέει ο Πλάτων στον «Τίμαιο, 43.b+». Και το αξιοθαύμαστο είναι ότι ανάμνηση υπάρχει περισσότερο των καθολικών παρά των επιμέρους πραγμάτων. Επί παραδείγματι, ότι πριν από τη γένεση ζούσαμε σε συγκεκριμένη ζωή σε συγκεκριμένο τόπο. Η αιτία έγκειται στο ότι η ανάμνηση των καθολικών πραγμάτων προϋποθέτει μόνο μια εμφορούμενη από λογική ψυχή με φυσική καταλληλότητα για την προβολή των Λόγων (λογικών αρχών) που περιέχει, ενώ η ανάμνηση των επιμέρους πραγμάτων μία συνδεδεμένη με την φαντασία ψυχή (αυτή πραγματικά, έχει τις αποτυπώσεις των αισθητών). Η τελευταία, σε άμεση επαφή καθώς είναι με το σώμα, κατακλύζεται από την υγρότητα του και γίνεται έτσι ευεπίφορη στη λήθη.