Η ανάγκη για την με κάθε τρόπο εξασφάλιση του μη-καταμετρήσιμου των ικανών για πόλεμο Σπαρτιατών, τους υποχρέωνε να κάνουν τις πιό ουσιαστικές πολιτικοστρατιωτικές κινήσεις τους τη νύκτα. Οι κάθε είδους συνελεύσεις των “ομοίων” και οι αναχωρήσεις των εκστρατευτικών σωμάτων γίνονταν πάντοτε τη νύκτα, όπως άλλωστε νύκτα γινόταν και η μεταφορά τραυματιών ή νικημένων τμημάτων του στρατού μέσα από τις πόλεις των συμμάχων που ποτέ δεν έπρεπε να δούν “τσακισμένο” Σπαρτιάτη πολεμιστή. Υπό αυτή την αντίληψη των κρυφών και σιωπηλών κινήσεων του μάχιμου πληθυσμού της Σπάρτης, απαγορευόταν αυστηρά η κυκλοφορία σε μη ενεχόμενους σε αυτές τις κινήσεις, δηλαδή στους κάθε είδους ξένους ή στους μη πολίτες (δηλαδή τους είλωτες). Για την τήρηση της απαγόρευσης φρόντιζαν φρουρές οπλισμένων εφήβων που δεν συμμετείχαν ακόμη στις συνελεύσεις ή τις πολεμικές επιχειρήσεις.
Οἱ ἀσπίδες τῶν Λακεδαιμονίων ἔφεραν σὰν διακριτικὸ ἔμβλημά τους τὸ γράμμα “Λ”, ὥστε οἱ ἀντίπαλοι στρατοὶ νὰ γνωρίζουν μὲ ποιοὺς πολεμοῦν.Ἦταν ἕνας τρόπος ἄσκησης ψυχολογικῆς πίεσης στὸν ἀντίπαλο, ποὺ ἐτρομοκρατεῖτο γνωρίζοντας πώς πολεμᾶ τὸν καλύτερο στρατὸ τῆς Ἑλλάδος. Οἱ νέοι ὁπλίτες τῆς Σπάρτης ἐλάμβαναν τὴν ἀσπίδα ἀπὸ τὴ μητέρα τους, μὲ τὴν ἐντολὴ “Τᾶν ἢ ἐπὶ τᾶς”. Ἦταν ὑποχρεωμένοι δηλαδὴ νὰ ἐπιστρέψουν νικητὲς μὲ “τᾶν ἀσπίδα” τοὺς ἀνὰ χείρας ἢ νεκροὶ “ἐπὶ τᾶς ἀσπίδος” τοὺς ! Γενικότερα ὅμως στὴν Ἑλλάδα ἡ ἀσπίδα τοῦ πολεμιστῆ ἀντιπροσώπευε τὴν τιμή του. Κάθε πολεμιστὴς ἔπρεπε μετὰ τὴ μάχη νὰ γυρίσει μὲ τὴν ἀσπίδα τοῦ στὸ σπίτι του. Νεκρὸς ἢ ζωντανός. Οἱ ζωντανοὶ ποὺ ἐπέστρεφαν χωρὶς τὴν ἀσπίδα τοὺς Ἦταν τιποτένιοι, “ριψάσπιδες”. Παράτησαν τὴν ἀσπίδα τοὺς στὸ πεδίο τῆς μάχης γιὰ νὰ τοὺς εἶναι εὔκολη ἡ φυγὴ ἀπηλλαγμένοι ἀπὸ τὸ βάρος της.