Εισαγωγικά σχόλια: Σαν μια «φιλοκαλία μέσα στη Φιλοκαλία» χαρακτηρίζουν το έργο του οσίου πατέρα της Ορθοδοξίας Πέτρου του Δαμασκηνού οι εκδότες της Φιλοκαλίας, όχι φυσικά για την έκταση που καταλαμβάνει μέσα στα φιλοκαλικά κείμενα, αλλά γιατί καλύπτει όλες τις πλευρές της ασκητικής και νηπτικής γραμματείας.
Και αυτό επαληθεύεται από το πλήθος των πηγών που χρησιμοποιεί ο Άγιος, όσες αναφέρει και όσες αποσιωπά, που βρίσκονται όμως όλες μέσα στην πολύφωνη αρμονία της πνευματικής παραδόσεως της Εκκλησίας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι είναι ο ίδιος ένας αντιγραφεύς ξένων συγγραφών, αλλά ότι κρύβει τον εαυτό του έντεχνα πίσω από τους προ αυτού Αγίους, για να κενώσει τον πλούτο των προσωπικών του εμπειριών, κι έτσι να θεμελιωθεί στο κύρος και την αυθεντία τους, αλλά κι αυτός να εξαφανισθεί από τη βαθειά ταπείνωσή του, παρουσιαζόμενος μονάχα σαν ένας συμπιλητής πατερικών κειμένων.
Και ότι μεν το θειότατον έργο του οσίου πατέρα μας είναι καρπός αγιοπνευματικής εμπειρίας, βεβαιούμενον από τους μεγάλους διδασκάλους της Εκκλησίας και επικυρούμενον από τους θεοφόρους Νηπτικούς των ερήμων, αυτό δεν επιδέχεται καμία αντίρρηση ή έστω απλήν επιφύλαξη.
Μπορεί όμως κανείς, χωρίς να αμαρτήσει ή να προσκρούσει στην αλήθεια της Εκκλησίας, να διατηρεί κάποιες επιφυλάξεις ως προς την ταυτότητα του γεννήτορα των κειμένων αυτών και του αιώνα στον οποίον έζησε, ασκήθηκε, άγιασε και εκοιμήθη εν Κυρίω.
Οι ανθολόγοι της Φιλοκαλίας, αναζητούντες πνευματικούς θησαυρούς στις χειρόγραφες βιβλιοθήκες των μοναστηριών του Αγίου Όρους —σε μια εποχή που ήσαν ανοργάνωτες— επέλεγαν χειρόγραφους κώδικες, που περιείχαν έργα πατέρων με ανέλεγκτα ονόματα, που είχαν τεθεί από ολιγογράμματους συνήθως μοναχούς αντιγραφείς κωδίκων. Τους διάβαζαν, διαπίστωναν το πνευματικό και ορθόδοξο περιεχόμενό τους, και ύστερα από μια αντιβολή με άλλους κώδικες, ετοίμαζε φιλολογικώς το κείμενο για έκδοση ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, όπως προκύπτει από τη βιογραφία του.
Και χρόνο και τα μέσα δεν είχαν για ιστορική έρευνα. Τους αρκούσε ότι ήταν έργο, που ευωδίαζε από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, ότι απέδιδε την Νηπτική εμπειρία και τέλος, με τα ορθόδοξα κριτήρια των εκδοτών, ήταν κατάλληλο να ενσωματωθεί στο σώμα της Φιλοκαλίας.
Για την παρούσα επανέκδοση σε μετάφραση, δεν δημιουργείται κανένα πρόβλημα, αν η ιστορική έρευνα, στηριζόμενη σε δύο χρονολογημένους χειρόγραφους κώδικες, τοποθετεί τα κείμενα του οσίου Πέτρου στις αρχές του 12ου αιώνα. Και φαίνεται η άποψη αυτή πολύ πειστική, αφού αναφέρονται ονομαστικώς τα δύο αυτά έργα με τον τίτλο: «Υπόμνησις προς την εαυτού ψυχήν» και «Λόγοι κατ' αλφάβητον», που απέβλεπαν να οικοδομήσουν τους μοναχούς, κυρίως τους ησυχαστές, αλλά και γενικώτερα τους ασκητές όλων των μορφών του μοναχικού βίου. Επομένως δεν υπηρετεί τους σκοπούς της Φιλοκαλίας η ενασχόληση γύρω από το πρόσωπο και την εποχή που καταγράφηκαν αυτά τα χαριτωμένα κείμενα.
Ο άγιος συγγραφεύς δεν ακολουθεί σαν υποτακτικός τους προ αυτού θείους Πατέρες, αλλά συμπορεύεται μαζί τους, αντλεί απ' αυτούς ανάλογα με τη δεκτικότητά του και με τις ιδιότυπες προσωπικές κλίσεις του, αλλά και εναρμονίζεται με τις θεοειδείς εμπειρίες τους, στο βαθμό που δύναται. Είναι ο ίδιος και μιμητής και αρχέτυπο. Μιμητής, όσο να φθάσει στην οικείωση των εμπειριών των θείων διδασκάλων, δάσκαλος ο ίδιος με τη σχετική πληρότητά του σε θεία πνευματική πείρα, «πάσχοντας τα θεία».
Η αγιότης τι άλλο είναι από φως και γνώση και ζωή εν Χριστώ; Και ο όσιός μας, ευρισκόμενος μέσα στο θαβώρειο, άκτιστο φως, σε μέθη πνευματική, σε αλαλαγμούς ψυχικούς, σε θείο και πνευματικό όργιο πνευματικών ερώτων, είχε τόσο αποξενωθεί από τον κόσμο, ώστε ούτε ένα βιβλίο δεν είχε δικό του, ζώντας στην αίσθηση, ότι κατείχε τα σύμπαντα, αφού κατείχε και κατείχετο από τον Δημιουργό του σύμπαντος κόσμου και των κόσμων. Γι' αυτό και θρηνεί, όπως ο Δαβίδ και ο μέγας Παύλος, από ανυπόμονη νοσταλγία να ολοκληρώσει το θείο πόθο του, απολαμβάνοντας «εκτυπώτερον» το πρόσωπο του Θεού του, όπως καταφαίνεται σε μιά εκτεταμένη προσευχή.
Και ενώ «συνείχετο εις το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι», ενώ κυριολεκτικά ελούζετο με τα δάκρυά του μέσα στο ερωτικό του πένθος, όμως η αγάπη του προς τους αδελφούς του του διχάζει την ψυχή, και υποστέλλεται φιλάδελφα. Και αφήνει τους κρουνούς της πνευματικής πείρας του να δροσίσουν τις φλεγόμενες ψυχές των συναδέλφων του μοναστών, αρχίζοντας από την τάξη των αρχαρίων και «εισαγωγικών», περνώντας από τους μέσους, για να καταλήξει στους τελειότερους, που παρά ταύτα είχαν ανάγκη να διασφαλισθούν από τους κινδύνους και τις μεθοδείες των δαιμόνων.
Με συνεχή αυτομεμψία και συνεχόμενος, για την ασφάλειά του, από τη φωτιστική χάρη της ταπεινώσεως, εκθέτει τη θεόσοφη διδασκαλία του με σαφήνεια, με χάρη, με απόλυτη βεβαιότητα, δίνοντας κανόνες μοναχικής ζωής, συνεχώς παραπέμποντας στους θεοφόρους Πατέρες και κινούμενος με άνεση μεταξύ των πρακτικών, των θεωρητικών και των τελειότερων μορφών της εν Χριστώ ζωής, που ασκείται στις ερήμους ως Ησυχία, σαν μύστης που ήταν της τελειοποιού ησυχίας.
Και βλέπει κανείς στα πατερικά κείμενα τον χρυσό κανόνα της μεσότητος, που λόγω εσωτερικής ειρήνης και απλέτου φωτός, εκφράζονται σ' αυτά οι Όσιοι με συμμετρία, χωρίς παρεκκλίσεις, υπερβολές και ελλείψεις, αλλά με χαρμολύπη, με χαροποιό πένθος, με σεβασμό και με πόθο, με έρωτα και ταπείνωση, για να τηρηθεί η οφειλομένη στάση της μεταμορφωμένης, αλλά αδαμιαίας φύσεως.
Ο όσιος Πέτρος, για να κάνει τη διδασκαλία του πιο μεθοδική και πιο καταληπτή, την χώρισε σε δύο συγγενείς ενότητες· την πρώτη, σαν υπόμνηση στον εαυτό του, και τη δεύτερη στους 24 λόγους με αλφαβητική σειρά, όπου και στη μία και την άλλη εξετάζονται θέματα πρακτικά, θεωρητικά και θεολογικά, αναλύοντας και παρουσιάζοντας τις διάφορες πλευρές τους και συνεχώς αναφέροντας ένα μεγάλο αριθμό Αγίων. Με τη μέθοδο αυτή, όχι μονάχα επικυρώνει την αλήθεια της διδασκαλίας του, αλλά αποδεικνύει και την καθολικότητά της, αφού δεν αφήνει περιθώρια υποψίας, οτι υφίσταται την επίδραση κάποιου από τους θεοειδείς Πατέρες, αναδεικνύοντας εμμέσως την μεταξύ τους «συμφωνία».
Εξ άλλου η εξέταση για τα πάθη, τις αρετές, τις πνευματικές θεωρίες, γίνονται όλα με τάξη και μεθοδικά, ώστε κάθε κεφάλαιο και κάθε λόγος να φωτίζεται με το φως του Αγίου Πνεύματος και να βεβαιώνει «χάριτι τας καρδίας». Είναι δέ τόση η παραγόμενη πνευματική αίσθηση από τις θεόσοφες αυτές συγγραφές, όση δοκίμασαν οι ανθολόγοι της Φιλοκαλίας, και περιέγραψαν με λιτότητα στο συνοπτικό βιογραφικό σημείωμα, που προτάσσουν και διακηρύσσουν, ότι δεν θεωρούσαν σωστό να μη τις συγκαταλέξουν στα θεία φιλοκαλικά κείμενα.
«Γεύσασθε και ίδετε», θα συνιστούσαμε, τελικά, στους αδελφούς αναγνώστες, γιατί φρονούμε, ότι θα εύρουν μέσα από τη διδασκαλία και τις υποδείξεις του οσίου Πέτρου αυτόν τον Χριστό, που είναι το κέντρον της ζωής των Ορθοδόξων και που μέσα στο άπειρο και άκτιστο φως Του ζούσε ο θεοειδής συγγραφεύς των ιερών αυτών κειμένων.
--------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 63-67)