Η γαστριμαργία είναι η πρώτη από τους οκτώ πρωταρχικούς λογισμούς της κακίας. Ο θείος φόβος, που είναι η πρώτη εντολή, όλα τα νικά. Εκείνος που δεν έχει το θείο φόβο, ούτε άλλο καλό μπορεί να έχει. Γιατί, πώς θα μπορέσει να τηρήσει κάποια εντολή εκείνος που δε φοβάται; Εκτός και αν έχει φτάσει κανείς στην αγάπη. Αλλά και αυτός από το φόβο άρχισε, και αν ακόμη δεν γνωρίζει πώς πέρασε απ' αυτόν ο εισαγωγικός φόβος.
Γιατί ο πρώτος φόβος δεν είναι αγνός, αλλά μάλλον πηγάζει από τις αμαρτίες. Ενώ αυτός που έφτασε στην κάθαρση, φοβάται χωρίς αμαρτία, όχι σαν να φταίει, αλλά γιατί είναι άνθρωπος μεταβλητός και πρόχειρος στο κακό.
Και όσο ψηλότερα ανεβεί με την απόκτηση των αρετών, τόσο περισσότερο φοβάται, από την ταπεινοφροσύνη του. Και εύλογα. Γιατί ο κάθε πλούσιος φοβάται πολύ τη ζημία, την τιμωρία και την ατίμωση, έπειτα από την πτώση του από ψηλά.
Ενώ ο φτωχός είναι το πιο πολύ άφοβος· μόνον φοβάται να μην τον δείρουν. Αυτά όμως ειπώθηκαν για τους πάρα πολύ τέλειους και καθαρούς στην ψυχή και στο σώμα. Αν τώρα κανείς φταίει ακόμη, έστω και σε ελάχιστα και μηδαμινά πταίσματα, ας μην πλανηθεί, ότι τάχα έχει αγνό φόβο. Αυτό είναι πλάνη, λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος.
Ο τέτοιος φόβος δεν είναι αγνός, ούτε είναι ταπείνωση, αλλά δουλική ευγνωμοσύνη και φόβος των απειλών. Έχει λοιπόν ανάγκη ο άνθρωπος αυτός να διορθώσει το λογισμό του, για να μάθει σε ποιόν φόβο βρίσκεται και να καθαιρεί με το ακρότατο πένθος και την υπομονή των θλίψεων τις αμαρτίες του, και έτσι να μπορέσει να έρθει στον τέλειο φόβο με την χάρη του Χριστού.
Σημάδι του πρώτου φόβου είναι το να μισεί την αμαρτία και να οργίζεται εναντίον της, όπως εκείνος που πληγώθηκε από θηρίο. Σημάδι του τέλειου φόβου, το να αγαπά την αρετή και να φοβάται την αλλοίωση, γιατί κανείς δεν είναι αμετάβλητος.
Γι' αυτό λοιπόν στο κάθε τι στη ζωή μας οφείλομε πάντοτε να φοβόμαστε την πτώση, βλέποντας τον μέγα Προφήτη και βασιλιά να θρηνεί για δύο αμαρτήματα(Ψαλμ. 50, 1-6), και τον Σολομώντα που ξέπεσε σε τόση κακία(Γ΄ Βασ. 11, 1-10).
Όπως λέει και ο Απόστολος: «Εκείνος που νομίζει ότι στέκεται καλά, ας προσέχει να μην πέσει»(Α΄ Κορ. 10, 12). Κι αν κανείς λέει ότι η αγάπη διώχνει το φόβο(Α΄ Ιω. 4, 18), σύμφωνα με τον Θεολόγο, ορθά λέει· όμως πρόκειται για τον πρώτο φόβο, τον εισαγωγικό.
Για τον τέλειο φόβο λέει ο Δαβίδ: «Είναι μακάριος ο άνθρωπος που φοβάται τον Κύριο· αυτός θα τηρήσει με σφοδρό πόθο τις εντολές Του»(Ψαλμ. 111, 1), δηλαδή θα αγαπήσει σφοδρά την αρετή.
Αυτός βρίσκεται στην τάξη του υιού, γιατί δεν το κάνει αυτό από το φόβο της κολάσεως, αλλά από την αγάπη εκείνη που διώχνει το φόβο. Γι' αυτό θα τηρήσει τις εντολές με σφοδρό πόθο, κι όχι αναγκαστικά, σαν δούλος, από τον φόβο των κολάσεων. Από αυτές είθε να λυτρωθούμε, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση στους αιώνες. Αμήν.
------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 187-189)