Λίγη αισιοδοξία, παρακαλώ;
Φοράς γάντια και κασκόλ. Προσθέτεις τελικά και τον πλεκτό σκούφο. Εκείνον με την ξεφτισμένη φουντίτσα . Κάνει κρύο απόψε. Φυλάξου, θα αρρωστήσεις (έρε μάνα!).
Μια καλή εισπνοή χειμερινού αέρα σου θυμίζει πως υπάρχει ζωή εκεί έξω. Μα κάτι δεν πάει καλά. Δεν είναι τα φώτα, τα μαγαζιά, ο κόσμος (αυτά πάνε πια). Είναι μάλλον η ελπίδα, η αισιοδοξία που σου φόρτωσαν από παιδί –από την οποία τώρα παλεύεις να απαλλαγείς γιατί νιώθεις ένοχος. Γιατί ο αισιόδοξος σήμερα είναι ένας άνθρωπος πανούργος, δολοπλόκος, δίχως έγνοιες και προβλήματα -ειδάλλως γιατί να αισιοδοξεί κανείς σήμερα; (είμαι οπτιμιστής από πεποίθηση, σου λέει και στριμώχνει το πουκάμισο μέσα στο ακριβοπληρωμένο τζιν!)
Είπες πως θα γινόσουν ποιητής ή ζωγράφος(πού έχεις παραχώσει αλήθεια εκείνες τις τέμπερες;). Θα μπορούσες να ξεκινήσεις τα πειράματα μόλις επιστρέψεις στο σπίτι. Ναι, βέβαια και μπορείς. Γελάς. Ούτε τον εαυτό σου δεν πείθεις πια. Τι να γίνω; Πώς να γίνω; Μόνο οι σημαντικοί γίνονται. Εγώ δεν είμαι τίποτα (η αισιοδοξία που λέγαμε;).