Το σούρουπο της επόμενης μέρας βρήκε τον Άγγελο καθισμένο στην ίδια θέση να σφίγγει το φόρεμα στο στήθος του. Αμίλητος ήταν κι ανέκφραστος. Δίπλα του ο φίλος του ο Αυγουστής τρανταζόταν από τους λυγμούς.
Ωστόσο….
«Κέρδισες…», είπε στο φίλο του με φωνή που μόλις ακουγόταν. «Δικό σου το φιλί της λίγο πριν το τέλος κι εκείνα τα λόγια που για μένα φύλαγε, δικά σου κι αυτά…»
«Τελικά, δεν σε αγγίζει τίποτα εσένα!» είπε ο Αυγουστής ρίχνοντας μια δολοφονική ματιά που φώναζε όλο το μίσος που ένιωθε γι’ αυτόν που κάποτε θεωρούσε φίλο κι αδελφό.
«Μα…»
«Φύγε, λοιπόν φύγε φύγε φύγε!» η φωνή του Αυγουστή έσταζε πόνο, οργή και μίσος μαζί.
Πίσω στη θάλασσα, το πονεμένο βλέμμα του Αυγουστή δεν είχε γαληνέψει. Ίσως επειδή αυτή αρνιόταν τα τάματά του και δεν του έφερνε πίσω την αγαπημένη του.
«Όσες ζωές και να ζήσω, πάλι εσένα θ’ αγαπήσω, Αριάδνη. Εσένα θα περιμένω να ξανανταμώσω».
«Σε σένα θα έρθω, Αριάδνη, όταν φτάσει η ώρα», της έδωσε απάτητο όρκο.
Καθώς η μορφή της έσβησε τελείως, έμεινε ακίνητος για μια στιγμή να κοιτάζει το μέρος που στεκόταν. Ύστερα στράφηκε πάλι προς τη θάλασσα. «Μου την πήρες. Πάρε, λοιπόν, κι εσύ αυτό από μένα και τελείωσα μαζί σου», της είπε σκορπίζοντας καμένες κόκκινες λωρίδες υφάσματος να τις πάρει το κύμα.