Αφού δηλαδή σχόλασαν στον εαυτό τους και στο Θεό απαλλαγμένοι από κάθε φροντίδα με την ησυχία και την ειλικρινή προσευχή, ξεπέρασαν τον εαυτό τους κι ενώθηκαν με το Θεό, και με τη μυστική και υπέρ νουν ένωση μαζί Του μυήθηκαν στα υπέρ νουν μυστήρια. Άλλοι πάλι τα έμαθαν με το σεβασμό και την πίστη και την αγάπη προς αυτούς.
Έτσι λοιπόν κι εμείς, ακούγοντας τον Μέγα Διονύσιο, στη δεύτερη προς Γάιον επιστολή του, να ονομάζει τη θεοποιό χάρη του Θεού θεότητα, θεαρχία και αγαθαρχία, συμπεραίνομε ότι ο Θεός που παρέχει αυτή τη χάρη στους αξίους, είναι πάνω από αυτή τη "θεότητα" (τη θεοποιό χάρη)· γιατί ο Θεός δεν πάσχει πολλαπλασιασμό, ούτε μιλάει κανείς έτσι για δύο θεότητες. Αλλά η θεοποιός αυτή χάρη του Θεού, όπως αποφαίνεται ο θείος Μάξιμος γράφοντας περί του Μελχισεδέκ, είναι άκτιστη και υπάρχει πάντοτε, προερχόμενη από τον αιώνιο Θεό.
Ο ίδιος πάλι, σε πολλά άλλα μέρη, την ονομάζει αγέννητο και ενυπόστατο φως που φανερώνεται στους αξίους όταν γίνουν άξιοί του, αλλά που δε γίνεται βέβαια τότε. Αυτό το φως ο ίδιος το ονομάζει φως της υπερανέκφραστης δόξας και καθαρότητα των Αγγέλων. Ενώ ο Μέγας Μακάριος το ονομάζει τροφή των ασωμάτων, δόξα της θείας φύσεως, καλλονή του μέλλοντος αιώνος, φωτιά θεϊκή και επουράνια, φως άρρητο και νοερό, αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος, αγιαστικό έλαιο αγαλλιάσεως(Ψαλμ. 44, 8).
Όποιος λοιπόν συναριθμεί με τους Μασσαλιανούς και αποκαλεί διθεΐτες εκείνους που λένε άκτιστη και αγέννητη και ενυπόστατη τη θεοποιό αυτή χάρη του Θεού —αν υπάρχει κανένας τέτοιος—, αυτός ας γνωρίζει ότι αντιτάσσεται στους Αγίους του Θεού, και ότι αν δε μετανοήσει, βγάζει τον εαυτό του από την μερίδα των σωζόμενων και ξεπέφτει από τον ένα και μόνο από τη φύση Του Θεό των Αγίων.
Όποιος πάλι, ενώ πιστεύει και πείθεται και συμφωνεί με τους Αγίους και δεν προφασίζεται "προφάσεις εν αμαρτίαις"(Ψαλμ. 140, 4), αγνοεί τον τρόπο του μυστηρίου, αλλά παρά την άγνοιά του δεν απορρίπτει ό,τι λέγεται φανερά, αυτός ας μην απαξιώνει να ζητεί και να μαθαίνει από εκείνους που γνωρίζουν. Γιατί θα μάθει ότι δεν υπάρχει τίποτε το ανακόλουθο στα θεία λόγια και πράγματα, και μάλιστα στα βασικότατα που χωρίς αυτά τίποτε με κανένα τρόπο δεν μπορεί να υπάρξει, ούτε κανένα γενικά θεοπρεπές μυστήριο.
Όποιος αποφαίνεται ότι η τέλεια ένωση με το Θεό γίνεται με τη μίμηση μόνο και τη σχέση μαζί Του, χωρίς τη θεοποιό χάρη του Πνεύματος, όπως δηλαδή συμβαίνει μεταξύ ανθρώπων που έχουν τις ίδιες συνήθειες και αλληλοαγαπώνται, και θεωρεί τη θεοποιό χάρη του Θεού μια έξη της λογικής φύσεως που αποκτάται μόνο με τη μίμηση και όχι με υπερφυσική έλλαμψη και απόρρητη θεία ενέργεια, την οποία οι άξιοι βλέπουν αοράτως και νοούν απερίληπτα από νου, αυτός ας γνωρίζει ότι χωρίς να ξέρει έπεσε στην πλάνη των Μασσαλιανών.
Γιατί κατά πάσα αναγκαιότητα θα είναι φύσει θεός ο θεούμενος, αν η θέωση γίνεται κατά φυσική δύναμη και περιέχεται μέσα στους όρους της φύσεως. Ας μην προσπαθεί λοιπόν αυτός τη δική του πλάνη να την προσάψει σ' εκείνους που στέκονται με ασφάλεια και να προξενήσει μώμο στους αμώμητους στην πίστη.
Αλλά ας αποθέσει τη μεγάλη ιδέα του κι ας μάθει από τους πεπειραμένους ή από τους μαθητές τους, ότι η χάρη της θεότητας είναι τελείως απερίληπτη και δεν υπάρχει καμία δύναμη στη φύση που να μπορεί να τη δεχτεί, γιατί τότε δε θα είναι πλέον χάρη, αλλά φανέρωση της ενέργειας μιας φυσικής δυνάμεως.
Οπότε δε θα ήταν κάτι παράδοξο η θέωση, αν γινόταν με μία δύναμη που είναι δεκτική θεώσεως· γιατί τότε η θέωση δικαιολογημένα θα ήταν έργο της φύσεως και όχι δωρεά του Θεού, και θα μπορούσε ο θεωμένος να είναι φύσει θεός και να ονομάζεται έτσι κυριολεκτικά. Γιατί η φυσική δύναμη των όντων δεν είναι τίποτε άλλο παρά η απαράβατη κίνηση της φύσεως προς ενέργεια.
Πώς όμως η θέωση βγάζει τον θεούμενο έξω από τον εαυτό του, αν η ίδια περιλαμβάνεται ακόμη μέσα στα όρια της φύσεως, δεν μπορώ να εννοήσω. Επομένως, η χάρη της θεώσεως είναι πάνω από τη φύση και την αρετή και τη γνώση, και όλα αυτά κατά τον άγιο Μάξιμο είναι απείρως κατώτερά της. Γιατί όλη η αρετή και η μίμηση του Θεού που μπορούμε να επιτύχομε, κάνει κατάλληλο τον ενάρετο για τη θεία ένωση.
Η χάρη όμως τελεσιουργεί την ίδια την απόρρητη ένωση. Διά μέσου αυτής ολόκληρος ο Θεός περιχωρεί ολόκληρους τους αξίους, και ολόκληροι οι Άγιοι περιχωρούν ολικά ολόκληρο τον Θεό, παίρνοντας όλο το Θεό στη θέση του εαυτού τους κι αποκτώντας τον ίδιο το Θεό μόνο ως βραβείο της αναβάσεώς τους προς Αυτόν, ενωμένο μαζί τους ως με δικά Του μέλη, με τον τρόπο που η ψυχή περιπλέκεται στο σώμα, αφού ο ίδιος τους αξίωσε να είναι μέσα σ' Αυτόν.
Όποιος ισχυρίζεται ότι είναι Μασσαλιανοί εκείνοι που λένε ότι ο νους εδρεύει στην καρδιά ή στον εγκέφαλο, αυτός ας γνωρίζει ότι κακώς επιτίθεται εναντίον των Αγίων. Γιατί ο Μέγας Αθανάσιος λέει ότι το λογικό μερος της ψυχής είναι μέσα στον εγκέφαλο, ενώ ο εξίσου μέγας Μακάριος, ότι στην καρδιά είναι η ενέργεια του νου.
Σύμφωνοι με αυτούς είναι σχεδόν και όλοι oι Άγιοι. Αυτό που λέει ο θείος Γρηγόριος Νύσσης, ότι ο νους δεν είναι ούτε μέσα ούτε έξω από το σώμα, ως ασώματος, δεν είναι αντίθετο στη γνώμη εκείνων των Αγίων. Εκείνοι λένε ότι ο νους είναι μέσα στο σώμα, επειδή είναι ενωμένος με αυτό. Διατυπώνοντας λοιπόν τούτο διαφορετικά, ελάχιστα διαφέρουν από εκείνον.
Γιατί δεν αντίκειται μήτε σ' εκείνον που λέει ότι το θείο, ως ασώματο, δε βρίσκεται σε κάποιον τόπο, εκείνος που λέει ότι κάποτε ο Λόγος του Θεού κατοίκησε μέσα στην παρθενική και πανάμωμη μήτρα, ενωμένος εκεί υπέρλογα με την ανθρώπινη φύση, από ανείπωτη φιλανθρωπία.
Όποιος λέει φάντασμα και σύμβολο το φως που άστραψε γύρω από τους Μαθητές στο όρος Θαβώρ(Ματθ. 17, 1-2), τέτοιο που να γίνεται και να χάνεται, κι όχι ότι υπάρχει καθαυτό και είναι πάνω από κάθε νόηση, άλλ' ότι είναι ενέργεια κατώτερη της νοήσεως, αυτός αντιλέγει καθαρά στις γνώμες των Αγίων.
Γιατί οι Άγιοι το ονομάζουν, τόσο στους θείους ύμνους, όσο και στα συγγράμματά τους, απόρρητο, άκτιστο, αιώνιο, άχρονο, απρόσιτο, άπλετο, άπειρο, απεριόριστο, αθέατο σε Αγγέλους και ανθρώπους, αρχέτυπο και αναλλοίωτο κάλλος, δόξα του Θεού, δόξα του Χριστού, δόξα του Πνεύματος, ακτίνα της θεότητας και τα όμοια.
Η σάρκα του Χριστού δοξάστηκε από τη στιγμή που Αυτός την προσέλαβε, και η δόξα της θεότητας έγινε δόξα του σώματος. Αλλά η δόξα ήταν αφανής στο φαινόμενο σώμα για εκείνους που δεν χωρούν αυτά που και στους Αγγέλους είναι αθέατα. Μεταμορφώνεται λοιπόν, όχι παίρνοντας κάτι που δεν ήταν, ούτε μεταβαλλόμενος σε κάτι που δεν ήταν, αλλά φανερώνοντας στους Μαθητές εκείνο που πράγματι ήταν, ανοίγοντας τα μάτια τους και από τυφλούς κάνοντάς τους να βλέπουν.
Ενώ Αυτός δηλαδή έμενε ο ίδιος, φαινόταν τώρα στους Μαθητές διαφορετικός απ' ό,τι φαινόταν πριν γιατί Αυτός είναι το αληθινό φώς(Ιω. 1, 9), το ωράϊσμα της θείας δόξας, και τώρα έλαμψε όπως ο ήλιος. Είναι αμυδρή αυτή η εικόνα, αλλά είναι αδύνατο να εικονίζεται δίχως έλλειψη το άκτιστο μέσα στην κτίση.
Όποιος λέει ότι μόνο η ουσία του Θεού είναι άκτιστη, όχι όμως και οι αιώνιες ενέργειές Του, από τις οποίες όλες ο Θεός είναι ανώτερος, γιατί είναι Αυτός που ενεργεί όλα όσα ενεργούνται, ας ακούσει τί λέει ο άγιος Μάξιμος: «Όλα τα αθάνατα και η ίδια η αθανασία, και όλα τα ζώντα και η ίδια η ζωή, και τα άγια όλα και η ίδια η αγιότητα, και όλα τα ενάρετα και η ίδια η αρετή, και τα αγαθά όλα και η ίδια η αγαθότητα, και τα όντα όλα και η ίδια η οντότητα ολοφάνερα είναι έργα του Θεού.
Αλλά τα πρώτα έχουν χρονική αρχή υπάρξεως, γιατί κάποτε δεν υπήρχαν, ενώ τα άλλα δεν έχουν χρονική αρχή, γιατί δεν υπάρχει καιρός που δεν υπήρχαν η αρετή, η αγαθότητα, η αγιότητα, η αθανασία». Και πάλι: «Η αγαθότητα και ό,τι περιλαμβάνεται στην έννοια της αγαθότητας, και γενικά κάθε ζωή και αθανασία και απλότητα και σταθερότητα και απειρία και όσα θεωρούνται σχετικά με την ουσία του Θεού, είναι έργα του Θεού και δεν έχουν χρονική αρχή.
Ποτέ, ας πούμε, δεν προηγήθηκε της αρετής η ανυπαρξία, ούτε κανενός άλλου απ' όσα αναφέραμε, και αν ακόμη εκείνα που μετέχουν σ' αυτά έχουν χρονική αρχή. Γιατί κάθε αρετή είναι άναρχη και δεν είναι ο χρόνος αρχαιότερός της, επειδή μόνος γεννήτοράς της είναι αιώνια ο Θεός. Και ο Θεός είναι άπειρες φορές άπειρα έξω απ' όλα τα όντα, και όσα μετέχονται και όσα μετέχουν».
Ας μαθαίνει λοιπόν από αυτά ότι δεν υπόκεινται στο χρόνο όλα όσα έλαβαν υπόσταση από το Θεό. Μερικά από αυτά είναι άναρχα, χωρίς ν' αναιρούν καθόλου την έννοια της μόνης φύσει άναρχης και τριαδικής Μονάδας και της υπέρλογης απλότητάς Της. Η απόλυτη αυτή αμέρεια του Θεού έχει σαν αμυδρή της εικόνα το νου, ο οποίος καθόλου δεν είναι σύνθετος, παρά τις έμφυτες νοήσεις του.
Όποιος δεν παραδέχεται τις πνευματικές καταστάσεις που αποτυπώνονται από τα πνευματικά χαρίσματα της ψυχής στο σώμα εκείνων που προκόβουν κατά Θεόν, και ονομάζει απάθεια την έξη της νεκρώσεως του παθητικού μέρους της ψυχής, αλλά όχι και την έξη της ενέργειας προς τα ανώτερα, με ολική αποστροφή των κακών και στροφή προς τα καλά, με αποβολή των κακών έξεων και απόκτηση των αγαθών, αυτός, σύμφωνα με τη γνώμη του αυτή, αρνείται και τη ζωή των όντων με σώμα κατά τον άφθαρτο μέλλοντα αιώνα.
Αν δηλαδή λάβει τότε μέρος και το σώμα μαζί με την ψυχή στα απόρρητα αγαθά, σίγουρα θα συμμετάσχει και τώρα, κατά το δυνατόν, στη χάρη που χορηγεί ο Θεός μυστικά και απόρρητα στον καθαρμένο νου. Και θα δεχτεί κι αυτό τα θεία, με τρόπο βέβαια που αναλογεί στο ότι είναι σώμα· ενώ το παθητικό μέρος της ψυχής θα μεταποιηθεί και θα αγιαστεί, χωρίς όμως να νεκρωθεί κατά την έξη, και θα αγιάζει το ίδιο τις διαθέσεις και τις ενέργειες του σώματος, επειδή θα έχει γίνει πια κοινό της ψυχής και του σώματος.
Γιατί, κατά τον άγιο Διάδοχο, ο νους εκείνων που απαλλάχθηκαν από τα καλά του βίου για την ελπίδα των μελλόντων αγαθών, καθώς κινείται μ' ευρωστία λόγω της αμεριμνίας, αισθάνεται την ανέκφραστη θεία αγαθότητα και μεταδίδει, ανάλογα με την προκοπή του, και στο σώμα τη δική του καλή κατάσταση. Και η χαρά αυτή που προξενείται τότε στην ψυχή και στο σώμα είναι αλάνθαστη υπενθύμιση της αθάνατης ζωής.
Άλλο φως αντιλαμβάνεται ο νους, άλλο η αίσθηση. Η αίσθηση αντιλαμβάνεται το αισθητό φως που δείχνει τα αισθητά ως αισθητά. Φως του νου είναι η γνώση που υπάρχει στα νοήματα. Δεν αντιλαμβάνονται λοιπόν το ίδιο φως η όραση και ο νους, αλλά έως ότου καθένα από αυτά ενεργεί κατά τη δική του φύση και μέσα στις κατά φύση συνθήκες.
Όταν όμως οι άξιοι ευτυχήσουν να λάβουν πνευματική και υπέρλογη χάρη και δύναμη, τότε και με την αίσθηση και με το νου βλέπουν αυτά που είναι πάνω από κάθε αίσθηση και κάθε νου, με τρόπο που «γνωρίζει μόνο ο Θεός κι εκείνοι που δέχονται αυτές τις θείες ενέργειες» — για να χρησιμοποιήσομε την έκφραση του Μεγάλου Γρηγορίου του Θεολόγου.
Αυτά διδαχτήκαμε από τις Γραφές. Αυτά παραλάβαμε από τους Πατέρες μας. Αυτά γνωρίσαμε με τη μικρή μας πείρα. Αυτά συνέγραψε και ο τιμιότατος μεταξύ των ιερομονάχων και αδελφός μας Κυρ Γρηγόριος, με τίτλο "Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων", και τα υπογράψαμε ως σύμφωνα ακριβώς με τις παραδόσεις των Αγίων, για να βεβαιώνονται όσοι τα διαβάζουν.
Ο πρώτος των σεβασμίων Μονών του Αγίου Όρους, Ιερομόναχος Ισαάκ.
Ο ηγούμενος της σεβάσμιας, βασιλικής και ιεράς Λαύρας, Θεοδόσιος Ιερομόναχος.
Είχε και την υπογραφή του Ηγουμένου της Μονής των Ιβήρων, στη δική του γλώσσα.
Ο Καθηγούμενος της σεβάσμιας και βασιλικής Μονής του Βατοπεδίου, Ιερομόναχος Ιωαννίκιος.
Είχε και την υπογραφή του Ηγουμένου της Μονής των Σέρβων στη δική του γλώσσα.
Ο ελάχιστος Ιερομόναχος Φιλόθεος, φρονώντας τα ίδια, υπέγραψα.
Ο ελάχιστος Ιερομόναχος και Πνευματικός της σεβασμίας Μονής του Εσφιγμένου, Αμφιλόχιος.
Ο ελάχιστος Ιερομόναχος και Πνευματικός του Βατοπεδίου Θεοδόσιος.
Ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής του Κουτλουμούση, Θεοστήρικτος Ιερομόναχος.
Ο αμαρτωλός Γερόντιος Μαρούλης, μέλος της γεροντίας της σεβασμίας Λαύρας, φρονώντας τα ίδια, υπέγραψα.
Ο ελάχιστος Μοναχός Κάλλιστος ο Μουζάλων.
Ο ευτελής Ιερομόναχος Γεράσιμος, αφού είδα και διάβασα αυτά που γράφτηκαν με φιλαλήθεια και τα δέχτηκα, υπέγραψα.
Ο ευτελής γέρων και ελάχιστος Μοναχός Μωυσής, φρονώντας τα ίδια, υπέγραψα.
Ο ελάχιστος και ευτελής Μοναχός Γρηγόριος ο Στραβολαγκαδίτης, ησυχαστής τάχα, σκεπτόμενος και φρονώντας τα ίδια, υπέγραψα.
Ο Γέρων και ελάχιστος Ιερομόναχος Ησαΐας από τη σκήτη του Μαγουλά, φρονώντας τα ίδια, υπέγραψα.
Ο ελάχιστος Μοναχός Μάρκος ο του Σιναΐτου.
Ο ελάχιστος Ιερομόναχος Κάλλιστος από τη σκήτη του Μαγουλά.
Είχε και την υπογραφή του Σύρου γέροντα ησυχαστή στη δική του γλώσσα.
Ο ελάχιστος Μοναχός Σωφρόνιος. Ο ελάχιστος Μοναχός Ιωάσαφ.
Ο ταπεινός Επίσκοπος Ιερισσού και Αγίου Όρους Ιάκωβος, αναθρεμμένος με τις αγιορείτικες και πατρικές παραδόσεις, και μαρτυρώντας ότι με τους εκλεκτούς Αγιορείτες που υπέγραψαν εδώ, συμφωνεί και συνυπογράφει όλο το Άγιο Όρος, υπέγραψα κι εγώ, συμφωνώντας και επισφραγίζοντας. Και συμπληρώνω μαζί με όλους και τούτο· ότι εκείνον που δε συμφωνεί με τους Αγίους, όπως εμείς και οι λίγο πριν από μας Πατέρες μας, εμείς δε θα τον δεχτούμε σε κοινωνία.