ΞΥΠΝΗΣΕ στη μέση της νύχτας από εκκωφαντικά κελαηδίσματα πουλιών. Στην αρχή χάρηκε. Ξημέρωσε, σκέφτηκε. Μετά συνειδητοποίησε πως ήταν μαύρη νύχτα, και πως δεν ζούσε πια - αλίμονο - στην εξοχή, μα στο κέντρο της πόλης.
Αλλά τα πουλιά εξακολούθησαν. Τότε τρόμαξε. Κατάλαβε πως είχε ψευδαισθήσεις.
Ο τρελός με τα πουλιά
- Είμαι τρελός! Θεέ μου, τρελάθηκα!
Ο φόβος τον έκοψε στα δυο. Ανασηκώθηκε, άναψε το φως. Προσπάθησε να ξυπνήσει εντελώς. Το κελάηδισμα συνεχιζόταν. Άγριες, τσιριχτές κραυγές, μπλεγμένες με μικρά, ήσυχα τιτιβίσματα - και ανάσπαρτες μελωδικές τρίλιες.
- Αηδόνι, ψιθύρισε.
Οι τρίλιες και οι λαρυγγισμοί του αηδονιού άρχισαν να κυριαρχούν στον ηχητικό χώρο - και τι περίεργο: ο φόβος του απάλυνε, μια ηρεμία, μια πραότητα, μια γαλήνη του χαλάρωσαν τα μέλη.
Κι έτσι, έγινε δύο: ο άνθρωπος που φοβόταν την τρέλα του - και ο άλλος που χαιρόταν τη μελωδία των πουλιών.
- Σ' όλη μου τη ζωή θ' ακούω τώρα ανύπαρκτα πουλιά; αναρωτιόταν ο ένας. Κι ο άλλος έλεγε: Θεέ μου! πόσον καιρό είχα ν' ακούσω αηδόνι!
Αλλά ο λογικός εαυτός κυριάρχησε.
- Πρέπει να δω ένα γιατρό. Κάτι πρέπει να γίνει!
Ο γιατρός του έδωσε μια σειρά από διάφορα χάπια σε διάφορες ώρες. Τα πουλιά εξασθένησαν και σιγά - σιγά χάθηκαν. Ξαναβρήκε τη σιγουριά του, την αυτοπεποίθησή του. Έπαψε να φοβάται πως ξαφνικά στη μέση μιας συζήτησης ή την ώρα της δουλειάς του θα τρόμαζε από ανύπαρκτους κελαηδισμούς.
Τα χάπια του ρύθμισαν και άλλες ιδιομορφίες της ζωής του. Του πήραν τις εκρήξεις αισιοδοξίας και τις κρίσεις μελαγχολίας, τις αιχμές και τις πτώσεις. "Κάπου μου σιδέρωσαν τη ζωή", σκέφθηκε. Δούλευε πιο στρωτά, ζούσε πιο ομαλά, κοιμόταν πιο βαθιά.
Αλλά κάποια νύχτα ξαναξύπνησε απότομα. Και τώρα τον τρόμαξε η σιωπή. Κανένας ήχος, ούτε φυσικός θόρυβος.
Η σιωπή του μπετόν και της πόλης ήταν ξαφνικά πιο βαριά από τον τρόμο της παραίσθησης. Από κείνη τη μέρα, παρ' όλα τα πολλά χάπια, πήρε την κάτω βόλτα. Ήταν μελαγχολικός, σκυθρωπός, αμίλητος.
Ξαναπήγε στο γιατρό. Εκείνος του άλλαξε τη σύνθεση των χαπιών. Αλλά δεν έγινε τίποτα.
Άρχισε τώρα να βλέπει περίεργα όνειρα - ακουστικά όνειρα. Πρωταγωνιστούσαν ήχοι - άνεμος φυσούσε, κύματα που σερνόντουσαν στα βότσαλα, φύλλα που θρόιζαν, και πουλιά... πολλά πουλιά.
Στα όνειρα αυτά ήταν ευτυχισμένος. Αλλά όταν ξυπνούσε ξανάπεφτε στην κατάθλιψη. Άρχισε ν' αναρωτιέται, τι θα γινόταν αν σταματούσε τα χάπια. Ένιωσε πως είχαν δημιουργήσει μέσα του ένα τρίτο πρόσωπο - άσχετο με τον υγιή αλλά και με τον τρελό εαυτό του. Αυτό το πρόσωπο τον καταπίεζε φοβερά.
Όμως δίσταζε να σταματήσει γιατί έτρεμε το ανύπαρκτο. Όπως όλοι μας είχε εκπαιδευτεί στο φόβο της τρέλας.
Αλλά μια μέρα τόλμησε. Η αποκόλληση από τα φάρμακα ήταν πολύ οδυνηρή - τον απορύθμισε τελείως. Κάπου όμως είχε ξεπεράσει μέσα του τις συμβάσεις του "κανονικού" και του "ανώμαλου" και άρχισε να δέχεται την αίσθηση όπως του ερχόταν.
Τότε γύρισαν και τα πουλιά. Η εμπειρία δεν ήταν αμιγής. Είχε ευχαρίστηση αλλά και τρόμο. Ιδιαίτερα όταν βρισκόταν μέσα στους κλασικούς συμβατικούς χώρους, στις τυπικές καθημερινές καταστάσεις: στο τρόλεϋ, στη δουλειά, στο πάρτι. Εκεί ξαφνικά η παραίσθηση τον απομόνωνε τελείως από τους άλλους. Αυτό δεν το άντεχε.
Σκέφτηκε να ξαναπάει στο γιατρό. Αλλά θα του έδινε πάλι χάπια.
Πέρασε καιρός - και πολλή ταλαιπωρία - μέχρι να καταλάβει τι έπρεπε να κάνει. Μάζεψε όλα του τα υπάρχοντα, παραιτήθηκε από τη δουλειά του, αποχαιρέτισε τους γνωστούς του.
Πήγε κι έχτισε ένα σπιτάκι σε μια λόχμη ποταμού όπου μαζεύονταν τα περισσότερα πουλιά της χώρας. Εκεί έκανε το καινούριο του νοικοκυριό. Βρήκε δουλειά να βοηθάει στο διπλανό χωριό - πάντα χρειάζεται ένας γραμματιζούμενος. Και βολεύτηκε.
Τώρα, όταν ακούει πουλιά, δεν ξέρει αν είναι τα "δικά του" ή τα πραγματικά. Γιατί ο τόπος είναι παράδεισος των πετεινών - κι έγινε ακόμη πιο πολύ αφότου ήρθε αυτός κι έδιωξε τους λίγους κυνηγούς και τα παιδιά με τις ξόβεργες.
Όλη μέρα κελαηδισμοί αντηχούν στ' αυτιά του. Και τι τον νοιάζει από πού έρχονται;
Ένιωσε τότε πως ο μόνος τρόπος να μη φοβάσαι τη διαφορά ανάμεσα στην ψευδαίσθηση και την πραγματικότητα, είναι να την καταργήσεις.
Χάρηκε που τα ανύπαρκτα πουλιά τον έφεραν κοντά στα υπαρκτά.
Και, για πρώτη φορά, μετά από πολλά χρόνια, ήταν ευτυχισμένος.