Ο τίτλος τούτου του άρθρου μας μεταφέρει στο φιλοσοφικό περίβολο των σωκρατικών στοχασμών, όπως διασώθηκαν και διαιωνίστηκαν από τους μαθητές του Σωκράτη: Αντισθένη, Ξενοφώντα, Πλάτωνα κ.ά. Κυρίως ο Πλάτων αποτέλεσε τη φωνή και τη γραφίδα του μεγάλου διδασκάλου του, αφήνοντας κληρονομιά στην παγκόσμια φιλοσοφική σκέψη ιδέες, αρχές και αξίες που αποτέλεσαν τα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η θρησκεία του Ιησού Χριστού, ο Χριστιανισμός, που τη διέδωσαν στον αρχαίο κόσμο οι Απόστολοι, με πρωτεργάτη τον Παύλο, τον Απόστολο των Εθνών, διαπότισε τις αρχαίες ιδέες των Ελλήνων σοφών καταυγάζοντας την ανθρώπινη σοφία, τη θύραθεν σοφία, με το θεϊκό φέγγος της αληθινής σοφίας. Από αυτό το αμάλγαμα κοσμικού και θεϊκού Λόγου προέκυψε ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός, μια ιδεολογία αιωνίου κύρους που ξεπερνά τα στενά εθνικά μας όρια μορφοποιούμενη σε μια καθολικού κύρους κοσμοθεωρία, μια εν δυνάμει πανανθρώπινη κυρίαρχη ιδεολογία, σύμφωνα με τις προβλέψεις θεόπνευστων ανδρών.
Για να υπεισέλθουμε στην υποκρυπτόμενη παραδοξότητα της Σωκρατικής σκέψης, η γενική πρόταση στο συλλογισμό που εμπεριέχεται στη διατύπωση της σκέψης αυτής, είναι ότι ο «εκών», ο αγαθός, το καλό άτομο, όταν πράττει το κακό, δεν το κάνει με τη θέλησή του. Είναι στιγμές που και ο «αγαθός» εμπρόθετα κάνει το κακό, αν και έχει συνείδηση της κακής πράξης. Εδώ πρέπει να γίνει η διάκριση μεταξύ των δύο βασικών εννοιών: «εκών» και «άκων». Ο εκών είναι αυτός που έχει τη γνώση, δηλαδή γνωρίζει ποιο είναι το κακό, αλλά το πράττει, ενώ άκων είναι αυτός που δεν κατέχει τη γνώση, άρα πράττει το κακό εν αγνοία του. Π.χ κάποιος( αγαθός τύπος, εννοείται), αν και γνωρίζει τον άδικο χαρακτήρα μιας αδικοπραξίας, παρόλα αυτά προβαίνει στην εκτέλεση της άδικης πράξης, οπότε βρίσκεται αντιμέτωπος με το νόμο, γιατί εν γνώσει του, εσκεμμένα, παρανόμησε, υφιστάμενος εντεύθεν τις συνέπειες. Για την ίδια πράξη, ο άκων, ο μη έχων τη γνώση, αντιμετωπίζεται διαφορετικά ως προς τις συνέπειες της αδικοπραξίας. Έτσι, για τη σωκρατική ηθική, άδικος εμπρόθετα και με τη θέλησή του, μόνον ο αγαθός μπορεί να είναι, γιατί αυτός μόνο γνωρίζει μαζί με το αγαθό και το κακό, μαζί με το δίκαιο και το άδικο. Εκείνος που δεν κατέχει τη γνώση του αγαθού, πώς μπορεί θεληματικά να πράξει το αντίθετό του; Εκούσια πέφτει στην πλάνη μόνον όποιος γνωρίζει την αλήθεια, όποιος πραγματικά γνωρίζει τη φύση του αγαθού και του κακού, επομένως ο αγαθός, μπορεί να πράττει εμπρόθετα το κακό και το άδικο, εάν βέβαια υπάρχει τέτοιος άνθρωπος. Ο Σωκράτης το αποκλείει κάτι τέτοιο.
Η βαθύτερη σημασία της σωκρατικής ηθικής είναι αυτή; «Εκούσια μπορεί να λαθεύει μόνον ο γραμματικός, και εμπρόθετα μπορεί να πράττει το κακό μόνον ο αγαθός, γιατί η πράξη παντού και πάντοτε προϋποθέτει τη γνώση, και η γνώση μόνο στην πράξη και με την πράξη ολοκληρώνεται. Μόνον ο «γραμματικός» και όχι ο «αμαθής» μπορεί να πράττει το κακό, αφού αυτός και μόνον αυτός το γνωρίζει.
Υπάρχουν περιπτώσεις που ο καθένας, αν και γνωρίζει το καλό και το δίκαιο, εντούτοις επιλέγει συνειδητά να πράξει το κακό και το άδικο. Στη στρεβλή αυτή ψυχική κατάσταση, ο Σωκράτης έδωσε με το δικό του τρόπο την εξήγηση, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Στην ιστορία αναφέρονται παρόμοιες περιπτώσεις μεταγενεστέρων που κινούνται περί τη σωκρατική θεωρία. Πχ αναφέρω εδώ την περίπτωση του Οβιδίου (43 π.Χ- 17 μ. Χ ), ο οποίος στις «Μεταμορφώσεις» του βάζει στο στόμα της Μήδειας (Médée) τα λόγια: video meliora, proboque, deteriora sequor, δηλαδή, βλέπω το καλό, το επιδοκιμάζω (και) κάνω το κακό.
Η σωκρατκή φιλοσοφική ηθική, της οποίας έκανα ακροθιγώς μνεία πιο πάνω, αντλεί μεγαλύτερο κύρος, όταν συμπίπτουν ή και ταυτίζονται με αυτή όσα λέγει ο κορυφαίος των Εθνών Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους Επιστολή του, όπου γράφει: «Ου γαρ ό θέλω ποιώ αγαθόν, αλλ’ ό ου θέλω κακόν, τούτο πράσσω. Εί δε ό ου θέλω εγώ τούτο ποιώ, ουκέτι εγώ κατεργάζομαι αυτο, αλλ’ η οικούσα εν εμοί αμαρτία» ( Προς Ρωμαίους, ζ, 19-20). Δηλαδή, δεν πράττω το αγαθό που η θέλησή μου προκρίνει (ασπάζεται), αλλά το κακό που δε θέλω, αυτό πράττω. Εάν δε πράττω το κακό που δε θέλω, (σημαίνει) ότι δεν είμαι κύριος του εαυτού μου και δεν πράττω το κακό εγώ, αλλά η αμαρτία που κατοικεί μέσα μου και με κρατεί αιχμάλωτο.
Εδώ ο Παύλος προσδιορίζει και το αίτιο αυτής της ψυχοπαθολογίας, αν μπορούμε να ονομάσουμε έτσι αυτή την ιδιότυπη συμπεριφορά. Στη συνέχεια θα δούμε όσα συμπληρωματικά περί αυτού λέγει ο ίδιος.
Μεταξύ Σωκράτη και Παύλου είναι κοινή η αντίληψη, ότι το κακό το κάνουν κάποιοι άνθρωποι παρά τη θέλησή τους. Υπάρχει, όμως, διαφορά στους δύο όσον αφορά την αιτία αυτής της μη ηθελημένης ενέργειας (πράξης).
Για το Σωκράτη, αιτία αυτής της πνευματικής «ανωμαλίας» είναι μια λογική ατέλεια ή αστοχία ή άγνοια ή πλάνη. Αγνοούμε ή γελιόμαστε ως προς την αληθινή φύση του αγαθού και του κακού, και αντί να πράττουμε το αγαθό και να γίνουμε ευδαίμονες, κάνουμε το κακό και πέφτουμε στην αθλιότητα. Συνεπώς, αναγκαίο στοιχείο για τη διάκριση καλού και κακού είναι η γνώση, η επιστήμη της γνώσης, άρα η Παιδεία, η μόρφωση, με τη σύγχρονη έννοια του όρου.
Αντίθετα, ο θείος Παύλος αποδίδει αυτή την αρρυθμία σε κάτι το σκοτεινό και μεταφυσικό: σε μια προγονική ενοχή που κληρονομούμε τις συνέπειές της: με την πτώση γεννήθηκε η αμαρτία και ο θάνατος («η αμαρτία γεννά θάνατο» ).
Η διαφορετική εξήγηση αυτής της ανθρώπινης παθογένειας που δίνουν οι δύο διακεκριμένοι πνευματικοί ταγοί, οδηγεί και σε διαφορετικά μέσα θεραπείας της. Ο Σωκράτης, με αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση, γνωρίσματα των Ελλήνων της κλασικής εποχής, ελπίζει τη σωτηρία από μέσα, πάλι από τον άνθρωπο: από την προσπάθεια και την επιτυχία του να γνωρίσει βαθιά την ουσία του αγαθού και του κακού, γιατί πιστεύει ότι τότε η πράξη θα εναρμονιστεί με τη γνώση (η γνώση είναι αρετή) και θα αντικατασταθεί η κλονισμένη αρμονία και η ενότητα της εσωτερικής ύπαρξης του ανθρώπου.
Ο Παύλος, μη έχοντας καμιά εκτίμηση στις ανθρώπινες δυνάμεις, περιμένει με εγκαρτέρηση και συντριβή τη σωτηρία απ’έξω: από το Θεό λυτρωτή, από τη θεία χάρη! Διότι: «…τω μεν νοΐ δουλεύω νόμω Θεού, τη δε σαρκί νόμω αμαρτίας»(προς Ρωμαίους Ζ, 25).