«Ουδείς εκών κακός» - Σωκράτης - Point of view

Εν τάχει

«Ουδείς εκών κακός» - Σωκράτης

 Ο Παρμενίδης, ο οποίος γεννήθηκε στην Ελέα της Μεγάλης Ελλάδας στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., θεωρείται ο βασικότερος εκπρόσωπος της Ελεατικής σχολής, που ιδρύθηκε από τον ποιητή Ξενοφάνη τον Κολοφώνιο. Τις φιλοσοφικές του ιδέες και τις προσπάθειές του να ερμηνεύσει τον κόσμο, εξέθεσε στο φιλοσοφικό ποίημά του «Περί φύσεως» από το οποίο έχουν διασωθεί μόνο αποσπάσματα.

  Στο ποίημά του ο Ελεάτης φιλόσοφος παρουσιάζεται πως έρχεται με μια άμαξα από τον ουρανό και συνομιλεί, αναπτύσσοντας τις φιλοσοφικές του απόψεις με μια Θεά. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα διασωθέντα αποσπάσματα του μεγάλου φιλοσόφου, το μη Ον αποτελεί μία ψευδαίσθηση του εγώ, καθώς όπως μας λέει μόνο το Ον υπάρχει.

  «Χρὴ τὸ λέγειν τε νοεῖν τ΄ἐὸν ἔμμεναι• ἔστι γὰρ εἶναι, μηδὲν δ΄οὐκ ἔστιν•»

  [Είναι απαραίτητο να λέγεται και να νοείται πως το Ον υπάρχει. Γιατί το Είναι, η ουσία του σύμπαντος υπάρχει. Το μηδέν όμως δεν υπάρχει.]


  Ο Παρμενίδης μέσα από μία σειρά λογικών επιχειρημάτων επιχειρεί ένα λογικό αποκλεισμό του μη όντος.

  «Ένας πια μόνο λόγος για οδό απομένει: ότι Είναι. Και υπάρχουν σημάδια σ᾽ αυτή την οδό πάμπολλα, ότι το Ον είναι αγέννητο και άφθαρτο, όλο και μοναδικό, ακλόνητο και πλήρες. Ούτε ποτέ ήταν, ούτε θα είναι, γιατί Είναι τώρα όλο μαζί, ένα, συνεχές. Γιατί ποια γέννησή του θα αναζητούσες; Από τα πού και προς πού να αυξήθηκε; Ούτε θα σ᾽ αφήσω από το μη Ον να πεις ή να σκεφτείς· γιατί δεν είναι δυνατό να πεις ή να σκεφτείς ότι δεν Είναι. Ποια ανάγκη θα το έκανε αργότερα ή νωρίτερα να αυξηθεί, ενώ θα είχε αρχίσει από το τίποτε; Επομένως, πρέπει είτε να Είναι εντελώς, είτε να μην είναι καθόλου.» Παρμενίδης, απόσπ. 8.1-11

  Καταλήγοντας έτσι ο Παρμενίδης στις βασικές οντολογικές ιδιότητες  του Όντος, πως το Ον είναι αγέννητο, ανώλεθρο, μοναδικό, ακίνητο, πλήρες και συνεχές, καθώς δεν υπάρχει κάτι άλλο έξω από αυτό. Ως εκ τούτου η παραδοχή της συνοχής και της πληρότητας δεν αφήνει περιθώρια συγκρουσιακών καταστάσεων και ασυνέχειας.

  Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς, εάν είναι έτσι, πως το κακό θα πρέπει να αποτελεί μία πλάνη του εγωισμού και ως εκ τούτου όταν παύει  ο εγωισμός  καταλύετε και η πλάνη του κακού ως μη Ον.

  Για τον πλατωνικό Σωκράτη, ο οποίος φαίνεται να επηρεάστηκε από την Παρμενίδια σκέψη, το κακό δεν είναι παρά απόρροια της άγνοιας.

  Με την φράση «Ουδείς εκών κακός» που αποδίδεται στον Σωκράτη, κανείς δεν είναι κακός με τη θέλησή του, διότι το κακό λειτουργεί μόνο ως άγνοια.

  Πάρα ταύτα δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός της συνειδητής κακότητας στις ανθρώπινες πράξεις και μάλιστα πολλές φορές χωρίς ελαφρυντικά. Κατ’ επέκταση, θα λέγαμε, πως το κακό λειτουργεί ως αντίθετο συμπλήρωμα της έννοιας του καλού, καθώς σύμφωνα με τη φράση του Σωκράτη στον «Πρωταγόρα» του Πλάτωνα, για να κατανοήσει κανείς την έννοια του αγαθού, πρέπει να μπορεί να την αντιπαραβάλει με την έννοια του κακού, δηλαδή να έχει επίγνωση της διπολικής φύσης του κόσμου.

  «ἔστι τοῦτο, ὡς ἔοικεν, ἐν ἀνθρώπου φύσει, ἐπὶ ἃ οἴεται κακὰ εἶναι ἐθέλειν ἰέναι ἀντὶ τῶν ἀγαθῶν» (358 d)

  Μεταφρ.: [και μάλιστα κάτι τέτοιο είναι αντίθετο με τη φύση του ανθρώπου —όπως δείχνουν τα πράγματα— δηλαδή το να βαδίζει πρόθυμα προς το κακό κι όχι προς το καλό·]

  Αποτελεί λοιπόν για τον Πλατωνικό Σωκράτη το κακό μία ψευδαίσθηση του Εγώ;

  Αν έχουν έτσι τα πράγματα, πώς θα μπορούσε κανείς να ξεφύγει από αυτή την αυταπάτη, από αυτή τη φαντασίωση που προκύπτει από την άγνοια του εαυτού;

  Η Σωκρατική απάντηση εδώ είναι πως η αυτογνωσία, δηλαδή το «γνώθι σαυτόν» που αποδίδεται στον Χείλωνα Δαμαγήτου τον Λακεδαιμόνιο, και σημαίνει «γνώρισε τον εαυτόν σου» απομακρύνει όλες της ψευδαισθήσεις του Εγώ.

  Παρόλα αυτά, τίθεται και πάλι εκ νέου το ερώτημα, ως προς το κατά πόσο θα μπορούσε να υπάρξει η οποιαδήποτε μορφή κοινωνικού βίου χωρίς συγκρουόμενα συμφέροντα και προσωπικές φιλοδοξίες ή επιδιώξεις;

  Και εν τέλει αναρωτιέται κανείς εάν μπορεί να υπάρξει πρόοδος χωρίς τη βία και το κακό;

  Είναι λοιπόν συστατικό στοιχείο του πολιτισμού η ύπαρξη του κακού ή αποτελεί μη Ον που προκύπτει, όπως είπαμε, από την άγνοια του εαυτού;

  Εδώ θα πρέπει να παραδεχτούμε πως χωρίς την ύπαρξη του κακού δεν θα υπήρχε ηθικός λόγος και κατά συνέπεια δεν θα υπήρχε ήθος.

  Κάτω από αυτή την οπτική το κακό αποτελεί αναγκαίο συστατικό στοιχείο της ύπαρξης του πολιτισμού.

  Για τον Άλφρεντ Νορθ Γουάιτχεντ (1861 – 1947) ο οποίος ήταν Άγγλος μαθηματικός και φιλόσοφος, η ένταξη του κακού μέσα στην αγαθότητα συλλαμβάνεται μέσα από μία πανθεϊστική αντίληψη του κόσμου. Θα γράψει σ’ ένα ύστερο σύγγραμμα του:

  «Συνιστούμε πράγματι οικεία μέρη του θεού και όχι εξωτερικά δημιουργήματα και συνεπώς στο μέτρο που ο θεός δεν είναι το απόλυτο, αλλά ο ίδιος ένα μέρος, οι ενέργειές του μπορούν να θεωρούνται ως σχετικά όμοιες μ’ εκείνες  των άλλων μερών, των πιο μικρών του κόσμου».

  Συνεπώς, για τον πανθεϊζον Γουάιτχεντ, ο θεός ως μέρος και του πεπερασμένου γίνεται κοινωνός του κακού, σε αντίθεση με την χριστιανική θεολογία που θεωρεί πως το κακό ως παραχώρηση αποτελεί μέρος της ελευθερίας του ανθρώπου.

  Το ερώτημα, λοιπόν, που ανακύπτει και πάλι, είναι κατά πόσον μπορεί κανείς να συλλάβει το αγαθό χωρίς την εμπειρία του κακού, δηλαδή χωρίς το εννοιολογικό δίπολο του αντιθέτου.

  Ο Σωκράτης, μας λέει ο Πλάτων στον «Φαίδων» λίγο πριν οδηγηθεί στον θάνατο σηκώθηκε και ανακάθισε στην κλίνη, λύγισε το πόδι του και το έτριβε εκεί που ήταν οι αλυσίδες, και καθώς το έτριβε είπε: «πόση παράξενη σχέση έχει το ευχάριστο με το αντίθετο του το δυσάρεστο, και όταν κάποιος απολαμβάνει το ένα σχεδόν είναι αναγκασμένος να λάβει και το άλλο, σαν να είναι δυο διαφορετικά πράγματα ενωμένα από την ίδια κορυφή».

  «ὁ δὲ Σωκράτης ἀνακαθιζόμενος εἰς τὴν κλίνην συνέκαμψέ τε τὸ σκέλος καὶ ἐξέτριψε τ ῆ χειρί, καὶ τρίβων ἅμα, Ως ἄτοπον, ἔφη, ὦ ἄνδρες, ἔοικέ τι εἶναι τοῦτο ὃ καλοῦσιν οἱ ἄνθρωποι ἡδύ ὡς θαυμασίως πέφυκε πρὸς τὸ δοκοῦν ἐναντίον εἶναι, τὸ λυπηρόν, τὸ ἅμα μὲν αὐτὼ μὴ θέλειν παραγίγνεσθαι τ ῶ ἀνθρώπ ω, ἐὰν δέ τις διώκ η τὸ ἕτερον καὶ λαμβάν η, σχεδόν τι ἀναγκάζεσθαι ἀεὶ λαμβάνειν καὶ τὸ ἕτερον, ὥσπερ ἐκ μιᾶς κορυφῆς ἡμμένω 60.c δύ ὄντε.

  Αν αποδεχτούμε το επιχείρημα του Σωκράτη, πως το καλό είναι αδιανόητο χωρίς το κακό τότε ποιο προΐσταται του άλλου στο βάθος του σχετικού κόσμου ή είναι όπως μας λέει ενωμένα από την ίδια κορυφή;

  Και μήπως, εν τέλει, το κακό, τουλάχιστον μέσα στην ίδια τη φύση, αποτελεί μέρος μίας φυσικής συγκρουσιακής κατάστασης ή και ισορροπίας; Εάν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας πως ακόμη και η ύλη στην μονάδα δομής της, δηλαδή στο άτομο (ετυμ.= άτμητο) αποτελείται από αρνητικά φορτισμένα ηλεκτρόνια, τα οποία περιστρέφονται γύρω από τον πυρήνα, ο οποίος είναι φορτισμένος θετικά;

  Για τον Σωκράτη το καλό, όπως προείπαμε, αποτελεί πλήρωμα του κακού, δηλαδή της ελλειμματικής συνείδησης ή της άγνοιας μας.





  Ο Πλάτων προχωρώντας πιο πέρα μας μιλάει για τον «ακήρατο (καθαρό) λογισμό» που μόνο αυτός φέρει την αλήθεια, καθώς μπορεί να θεάται την ιδέα του αγαθού, έξω από το χρόνο και τον χώρο και συνεπώς έξω από το συγκρουσιακό πεδίο του σχετιστικού κόσμου. Εκεί (οι ιδέες) κατοικούν στον καθαρό, τον ακήρατο υπερουράνιο τόπο (Φαίδρος 247c).

  Όμως, ακόμη κι έτσι, δεν μπορούμε να αμελήσουμε το γεγονός πως η εμπειρία του κακού είναι ο καλύτερος παιδαγωγός του ανθρώπου.

  Αξίζει εδώ κλείνοντας, να σταθούμε στο στίχο ενός ποιήματος του Σαρλ Μπωντλαίρ με τίτλο «Ύμνος στην ομορφιά» από την ποιητική του συλλογή «Τα Άνθη του Κακού» η οποία αρχικά κυκλοφόρησε στα 1857 και αμέσως καταδικάστηκε, διότι αποτέλεσε προσβολή για τα ήθη της τότε κοινωνίας. Στο ποίημα το καλό και το κακό είναι πλεγμένα αξεδιάλυτα και συμπληρωματικά μεταξύ τους, όπως οι δύο όψεις ενός νομίσματος.

  «Έρχεσαι από τον βαθύ ουρανό ή μια άβυσσος σε βγάζει

  εσέ, Ομορφιά; Το βλέμμα σου, θείο, σατανικό,

  μαζί με το ευεργέτημα το έγκλημα μοιράζει,

  γι αυτό μπορώ με το κρασί πως μοιάζεις να σου πω…»

[full_width]

Pages