«Η μέρα σήμερα δεν είναι μουντή. Η πάχνη δεν έχει σχηματίσει παράλληλη γραμμή με τον ορίζοντα, ούτε λέκιασε το χρώμα του γρασιδιού. Η νύχτα δεν έφερε πάλι βροχή. Το νερό της δεν χτυπά ρυθμικά στην άσφαλτο, ούτε γλείφει τα κάγκελα και τα λούκια των σπιτιών. Ο ήλιος έχει πλημμυρίσει τη φύση και τα δέντρα χορεύουν στον ρυθμό της άνοιξης.
Μόνο εγώ μένω στάσιμη. Βλέπω τα πάντα να φλερτάρουν με την ανανέωση ενώ εγώ διστάζω. Δεν θυμάμαι πως είναι να μη δειλιάζω. Φοβάμαι να ζήσω όπως θέλω. Βολεύομαι με την ιδέα πως δεν αποφασίζω εξ’ ολοκλήρου μόνη μου για τον εαυτό μου. Έχω κάποιον στον οποίο μπορώ να επιρρίψω ευθύνες. Φταίει ο καιρός, η ζωή, οι άλλοι αλλά σίγουρα όχι μόνο εγώ.
Είναι πολύ κουραστικό να είσαι ο μόνος υπεύθυνος του εαυτού σου. Θέλει πολλά κότσια.
Κι εγώ δεν θέλω να παλεύω να ορθώσω το ανάστημα μου μόνη μου. Φοβάμαι τις συνέπειες. Δεν θέλω να τις υποστώ. Καταλαβαίνετε;»
Δεν της απάντησε παρά μόνο όταν εκείνη πήρε το βλέμμα της από το τζάμι που άφηνε τις εικόνες του Βοτανικού Κήπου να ομορφύνουν τη θέα του γραφείου του και επικεντρώθηκε σ’ εκείνον.
«Αν σας έλεγα πως για μια ολόκληρη μέρα θα μπορούσατε να κάνετε ότι επιθυμείτε, χωρίς να χρειαστεί να αντιμετωπίσετε καμία συνέπεια, χωρίς την παραμικρή πιθανότητα να σας καταβάλλει ο φόβος της αποτυχίας, ποιο θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα κάνατε;»
«Θα έπαιρνα τηλέφωνο εκείνον και θα του έλεγα πως δεν έπαψα ποτέ να τον σκέφτομαι. Θα του ζητούσα να τελειώσουμε ό,τι αφήσαμε στη μέση. Θα του πρότεινα να πάμε μαζί εκείνο το ταξίδι που σχεδιάζαμε. Θα τον έπαιρνα αγκαλιά. Θα τον φιλούσα μέχρι να ματώσουν τα χείλη μας. Θα του έλεγα «Σ’ αγαπώ», «Σε θέλω», «Μείνε». Θα του φώναζα χωρίς φόβο πως τον θέλω στη ζωή μου.»
«Και γιατί δεν το κάνετε;» τη διέκοψε, αν και ήξερε την απάντηση.
«Γιατί φοβάμαι πως είναι αργά. Γιατί φοβάμαι να παραδεχτώ πως ο έρωτας είναι τόσο σημαντικό στοιχείο της ζωής και πως χωρίς εκείνον νιώθω το φόβο της μοναξιάς. Όχι της μοναξιάς του κορμιού, της μοναξιάς της ψυχής.»
Για πρώτη φορά στις τόσες συναντήσεις τους, ο γιατρός σηκώθηκε από την πολυθρόνα του, την πλησίασε, την έπιασε από το μπράτσο και της τράβηξε ελαφρά για να σηκωθεί. Προχώρησαν μέχρι το παράθυρο και αντίκρισαν ολόκληρη τη θέα του κήπου.
«Πείτε μου, τι βλέπετε;»
Τον κοίταξε σαστισμένη αλλά εκείνος της έκανε νόημα να ρίξει ξανά το βλέμμα της έξω.
«Βλέπω μια κυρία που έχει βγάλει βόλτα τον σκύλο της, έναν κηπουρό που φροντίζει τους πανσέδες και τις μαργαρίτες, έναν έφηβο να παίζει με το κινητό του, μια μαμά που έχει βγάλει βόλτα το μικρό της με το καρότσι…»
«Ωραία. Τώρα κλείστε τα μάτια και βάλτε τον εαυτό σας μέσα στον κήπο. Κάθεστε σε ένα παγκάκι. Ο ήλιος έχει εισχωρήσει μέσα σας από τους πόρους του δέρματος, τα ρουθούνια σας έχουν πιάσει τη μυρωδιά των λουλουδιών, τα αυτιά σας τιτιβίζουν στο ρυθμό του κελαηδίσματος των πουλιών… τι βλέπετε τώρα;»
«Βλέπω πόσο όμορφος είναι αυτός ο κήπος. Τα ζωηρά χρώματα των λουλουδιών είναι πινελιές πάνω στον πράσινο καμβά της φύσης. Ακούω τα γέλια των περαστικών, βλέπω μάτια που λαμπυρίζουν από ευτυχία, νιώθω μια ξαφνική ευφορία, μια επιθυμία να σηκωθώ και να τρέξω.»
«Που θέλετε να φτάσ….;»
«Σ’ εκείνον» απάντησε πριν ο γιατρός ολοκληρώσει τη φράση του και άνοιξε τα μάτια της λυπημένη.
«Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στον έρωτα, λοιπόν!» της είπε χαμογελώντας.
«Είναι δυνατόν, γιατρέ;».
«Με ρωτάτε αν είναι δυνατόν να αποτελεί ο έρωτας την πηγή της δυστυχίας σας;
Ό,τι προκαλεί χαρά, μπορεί εξίσου εύκολα να προκαλέσει πόνο. Τίποτα στη ζωή δεν έχει μόνο θετικό πρόσημο. Όλα έχουν δυο πλευρές. Δεν μπορούμε πάντα να επιλέγουμε ποια πλευρά θα εμφανίζεται στη ζωή μας αλλά σίγουρα μπορούμε να προσπαθούμε να την αντιστρέψουμε, όταν δεν μας αρέσει. Όσο φοβάστε να αναποδογυρίσετε την πλευρά της ζωής που σας βασανίζει, θα παραμένετε σ’ εκείνη. Ο φόβος της αλλαγής, δεν μπορεί να φέρει αλλαγή. Μόνο στασιμότητα δημιουργεί.»
«Τι μου προτείνετε να κάνω;»
«Σταματήστε να παρατηρείτε τον κήπο από το παράθυρο. Χωθείτε στο εσωτερικό του και αφήστε τον εαυτό σας να πλημμυρίσει συναισθήματα. Σταματήσετε να μένετε θεατής της ζωή σας και μπείτε στο παιχνίδι. Μη φοβάστε τις συνέπειες μια ζωής στην οποία υπάρχει η πιθανότητα να κάνετε λάθη, αλλά μιας ζωής που δεν την ζείτε επειδή φοβάστε τα λάθη.»
Όταν εκείνη έφυγε, ο γιατρός έμεινε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Η πόρτα χτύπησε και ο επόμενος πελάτης κάθισε στη συνηθισμένη θέση περιμένοντας τον να καθίσει στη δική του.
«Πείτε μου» του είπε, συνεχίζοντας να χαζεύει τη φύση, «Τι σας φέρνει μια τόσο όμορφη, ανοιξιάτικη μέρα στο γραφείο μου;» «Φοβάμαι, γιατρέ…» ψέλλισε.
Άφησε έναν μικρό αναστεναγμό να καθίσει πάνω στο τζάμι και πήρε τη θέση του απέναντι του. «Σας ακούω…» του είπε, προτρέποντας τον να συνεχίσει.
Στην πραγματικότητα ένιωθε το γραφείο του τόσο πολύ ποτισμένο με το ρήμα "Φοβάμαι" που το μόνο που ήθελε ήταν να συνεχίσει να παρατηρεί τη φύση.
Του υπενθύμιζε πως είναι να παλεύεις με κάθε καιρό, να αναπλάθεσαι, να δημιουργείς, να προσπαθείς να είναι όμορφος ακόμη και όταν μετράς απώλειες.
Τον βοηθούσε να μην ξεχνά πως ότι κι αν συμβαίνει μέσα σου, σημασία έχει να συνεχίσεις το ταξίδι.
Του σιγοτραγουδούσε πως το ρήμα "Ζω" οφείλει να είναι πάντα πιο δυνατό από το ρήμα "Φοβάμαι".