Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ (Георги Господинов)
ΚΌΡΗ
(Дъщеря)
ΤΟ ΤΡΕΝΟ μπῆκε ἕνας ἄντρας μέσης ἡλικίας, ὁ ὁποῖος κουβαλοῦσε στὰ χέρια, ὅπως κουβαλοῦν παιδί, μιὰ μεγάλη πάνινη κούκλα, ντυμένη μὲ παιδικὸ μπουφάν.
— Μὲ συγχωρεῖτε, δύο ἐλεύθερες θέσεις;
Οἱ ὑπόλοιποι ἐπιβάτες στὸ κουπὲ κοιτάχτηκαν καὶ δὲν ἀποκρίθηκαν.
— Ορίστε – εἶπα, καὶ τοῦ ὑπέδειξα τὴ θέση ἀπέναντί μου. — Ὅμως, εἶναι μονή.
— Δὲν πειράζει, αὐτὴ θὰ καθήσει σὲ μένα.
Τῆς ἔβγαλε τὸ μπουφάν, τῆς ἔφτιαξε τὰ μαλλιά, τὴν βόλεψε στὴν ἄκρη τοῦ καθίσματος καὶ κάθησε δίπλα της. Ἔπειτα τὴν πῆρε στὰ γόνατά του. Οἱ ὑπόλοιποι στὸ κουπέ, ξεγλίστρησαν γιὰ νὰ ψάξουνε θέσεις ἀλλοῦ. Ἀπομείναμε μόνον οἱ δύο μας, δηλαδὴ οἱ τρεῖς μας.
— Πῶς τὴ λένε; – ρώτησα.
— Ἄντε, πὲς στὸν θεῖο πῶς λέγεσαι. Ἔ;
Ἡ κούκλα σιωποῦσε.
— Πές, Μαα-ρίι… Μαρία λέγεται. Εἶναι ντροπαλή.
Σὲ αὐτὴ τὴν ἡλικία ἔτσι εἶναι τὰ παιδιά.
— Γειά σου, Μαρία. Πόσο χρονῶν εἶσαι;
— Στὰ 5 —ἀπάντησε ὁ πατέρας.— Μόνο ποὺ δὲν τῆς ἀρέσει νὰ μιλάει καὶ πολύ. Ἔτσι δὲν εἶναι; – χαμογέλασε καὶ ἄρχισε νὰ τὴν πειράζει στὴ μύτη. Ἡ μύτη της ἦταν ἕνα φαγωμένο ρὸζ κουμπί. — Θέλεις νὰ καθήσουμε δίπλα στὸ παράθυρο; Ἄντε, ἀγαπούλα μου. Ἔλα νὰ δοῦμε τώρα τί ἔχει ἐκεῖ ἔξω; Ὤωω, δὲς αὐτὴ τὴν ἀγελάδα πόσο σοβαρὴ μᾶς κοιτάζει, καὶ τὸ γαϊδούρι ἐκεῖ, τὸ βλέπεις; Ὄχι, ὄχι, πιὸ πέρα, δίπλα σ’ ἐκεῖνο τὸ δέντρο.
Καὶ ἄρχισαν νὰ μετροῦν πόσες ἀγελάδες, γαϊδούρια, κότες, ἄλογα καὶ πρόβατα θὰ ἔβλεπαν ἀπὸ τὸ τρένο. Ἀργότερα ἡ τύχη τοὺς χαμογέλασε καὶ εἶδαν πελαργούς, οἱ ὁποῖοι ἀκόμα περιφέρονταν στὰ καψαλισμένα χωράφια τοῦ προχωρημένου Αὐγούστου. Αὐτὸς τῆς ἀφηγεῖτο μιὰ παλιὰ ἱστορία γιὰ τὸν πελαργὸ καὶ τὴν ἀλεποῦ. Πολὺ τῆς ἀρέσουν τέτοιες ἱστορίες, μοῦ ἔκλεισε τὸ μάτι συνωμοτικά. Καὶ γενικῶς ὁτιδήποτε ἱστορίες. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ κάποια θείτσα μπῆκε φουριόζα στὸ κουπὲ χωρὶς νὰ χαιρετήσει, ἄφησε τὴ βαλίτσα της, ἔριξε ἕνα βλέμμα στὸν ἄντρα, ὁ ὁποῖος μιλοῦσε στὴν κούκλα, ἅρπαξε πάλι τὴ βαλίτσα, ἄνοιξε πάλι τὴν πόρτα, πέταξε ἕνα ἀνωμαλάρες καὶ βγῆκε μὲ κρότο. Ὁ ἄντρας ἔβαλε τὶς παλάμες του στ’ ἀφτιὰ τοῦ παιδιοῦ, τὸ ἀγκάλιασε καὶ χαμογέλασε ἀμήχανα. (Τὰ ἀφτιά της ἦταν δύο μακριὰ σεντεφένια μύδια).
— Οἱ ἄνθρωποι δὲν προσέχουν τί λένε μπροστὰ στὰ παιδιά. – Ἔμειναν γιὰ λίγο ἔτσι, αὐτὴ ἀγκαλιασμένη ἐπάνω του.
— Νυστάζει. Κοιμήσου, ἀγαπούλα μου, κοιμήσου.
Τὴν μετακίνησε προσεκτικὰ στὸ κάθισμα καὶ ἔβαλε τὸ μπουφὰν ἀπὸ πάνω της.
Φαινόταν, ὅτι ὁ ἄντρας εἶχε κάτι νὰ μοῦ πεῖ, ὅμως δὲν ἤξερε πῶς νὰ ἀρχίσει. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ μπῆκε ὁ ἐλεγκτής, ἔκανε νόημα, ἔριξε ἕνα ἀφηρημένο βλέμμα πρὸς τὸ κοιμισμένο —κάτω ἀπ’ τὸ μπουφάν— παιδί, τσέκαρε τὰ εἰσιτήρια καὶ βγῆκε. Δὲν κατάλαβε ἀπολύτως τίποτα, πῆρα ἀνάσα. Ὅλη τὴν ὥρα καθόμουν σ’ ἀναμμένα κάρβουνα μὴν τύχει καὶ γίνει φασαρία, νὰ βγάλει τὸ μπουφάν, νὰ δεῖ ποιός κοιμᾶται κάτω ἀπὸ αὐτό, ν’ ἀρχίσει τὸ βρισίδι καὶ νὰ φωνάξει ἀστυνομία στὸ τρένο. Συνειδητοποίησα ὅτι ὁ φόβος μου ἦταν κυρίως λόγῳ τοῦ… παιδιοῦ, δηλ. τῆς κούκλας. Δὲν ἤθελα νὰ τῆς προκαλέσουν κάποιο κακό. Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ταιριάζει νὰ πῶ, ὅτι εἶμαι ἐντελῶς ὁμαλός, ἐφόσον γράφω καὶ διηγήματα. Ξέρω, ὅτι αὐτὸ ἐπιβαρύνει τὰ πράγματα, ἀλλὰ κατὰ τὰ λοιπά, εἶμαι σὲ ὅλα μου ἐντάξει.
Μετὰ ἀπὸ λίγο ὁ ἄντρας τόλμησε τελοσπάντων νὰ ξεκινήσει. Κοίταξε πρὸς τὸ παιδὶ καὶ εἶπε εὐθέως ὅτι ἔχει νὰ μοῦ ζητήσει μιὰ χάρη, ὅμως θὰ δείξει κατανόηση, ἂν τοῦ ἀρνηθῶ. Τὸν ἐνθάρρυνα νὰ συνεχίσει. Μιλούσαμε ψιθυριστὰ γιὰ νὰ μὴν τὴν ξυπνήσουμε.
— Μπαίνω στὸ νοσοκομεῖο —εἶπε— αὐτὴ ἀκόμα δὲν ξέρει. Ἔχω κάτι ὄγκους ἐδῶ, οἱ γιατροὶ εἶπαν ὅτι θὰ ἔχουμε σφαγεῖο, μετὰ ἕνα μήνα καὶ κάτι, θεραπεία, ἄγνωστο γιὰ πόσο. Ἅμα δὲν ἦταν αὐτή, θὰ τὰ εἶχα παρατήσει ὅλα, ὅμως…
Ὁ ἄντρας ἔφτιαξε ὄμορφά το μπουφὰν ἐπάνω της, κάλυψε τοὺς ὤμους της.
— Δὲν θέλω νὰ μπεῖ στὸ νοσοκομεῖο μαζί μου. Δὲν θὰ ἀντέξει, δὲν εἶναι γι’ αὐτήν. Καὶ πάλι, μόνη της δὲν μπορεῖ νὰ τὰ καταφέρει ὁλωσδιόλου, βλέπετε πῶς εἶναι.
— Ὑπάρχει κάποιος….
— Δεν ὑπάρχει κανείς, ἡ μητέρα της ἔφυγε… Μείναμε μόνο οἱ δυό μας.
Δὲν κατάλαβα ἂν πέθανε, ἢ τὸν ἐγκατέλειψε. Δὲν ρώτησα.
— Θὰ μποροῦσε ἴσως, σὲ κάποιο ἵδρυμα, προσωρινά – εἶπα ἐγώ, συνειδητοποιώντας ἀκαριαῖα ὅλη τὴ ματαιότητα τῆς πρότασής μου.
— Πῆγα, ρώτησα σὲ διάφορα… μὲ καταλαβαίνετε… Δὲν θέλουν οὔτε ν’ ἀκούσουν, σὲ κανένα μέρος. Λένε πὼς εἶμαι τρελός, πὼς δὲν ὑπῆρχε τέτοιο παιδὶ στὸ μητρῶο. Ἐνῶ σὲ ἕνα μέρος, ἀκόμα καὶ σκυλιὰ μᾶς ἀμόλησαν. Ἡ Μαρία, ἡ καημενούλα, πολὺ τρόμαξε.
Σωπάσαμε ἀρκετὴ ὥρα, νύχτωνε.
— Κοιτάξτε —εἶπε αὐτός— ἐσεῖς εἶστε ὁ μόνος ποὺ τῆς μίλησε. Γίνεται νὰ σᾶς τὴν ἀφήσω… προσωρινά;
Ἡ ἐρώτηση εἶναι διατυπωμένη μὲ ὅλη τὴν εὐθύτητα ἑνὸς ἀνθρώπου σὲ ἀδιέξοδο.
— Γίνεται… γιὰ ἕναν-δύο μῆνες… Αὐτὴ δὲν δημιουργεῖ προβλήματα, οὔτε κὰν τρώει… Ἐγὼ θὰ σᾶς ἀφήσω χρήματα, ἐννοεῖται… Τῆς ἀρκεῖ νὰ ξέρει, ὅτι δὲν εἶναι μόνη. Μπορεῖτε νὰ τῆς λέτε κάτι, νὰ τῆς διαβάζετε παραμύθια, αὐτὴ καταλαβαίνει τὰ πάντα… Ἔ;
Καθήσαμε ἀρκετὰ λεπτὰ ἔτσι. Στὸ κουπὲ σκοτείνιαζε, δὲν ἀνάψαμε τὴ λάμπα. Ὁ ἄντρας ἔπρεπε νὰ κατεβεῖ στὸν ἑπόμενο σταθμό, στὴν πόλη, ἐκεῖ ὅπου θὰ τὸν ἐγχείριζαν.
Σίγουρα εἶπα ναί. Ὁ ἄντρας ἔγραψε σὲ ἕνα χαρτάκι τὸ ὄνομά του, τὸ ὄνομα τοῦ νοσοκομείου, τὸ τμῆμα καὶ τὸν γιατρὸ ποὺ θὰ τὸν ἐγχείριζε. Τοῦ ἔδωσα τὸ τηλέφωνό μου, ὑποσχέθηκα νὰ τοῦ τηλεφωνήσω μετὰ τὴν ἐπέμβαση καὶ νὰ ἔρθουμε στὸ ἐπισκεπτήριο. Τοῦ εἶπα, ὅτι θὰ βγῶ νὰ καπνίσω ἕνα τσιγάρο. Τοὺς ἄφησα νὰ ἀποχαιρετιστοῦν. Αὐτὸς δὲν τὴν ξύπνησε, παρὰ μόνο ἔφτιαξε τὸ μπουφὰν ἐπάνω της. Τὸ τρένο σταμάτησε. Σηκώθηκε, ντύθηκε, δὲν ξεκολλοῦσε τὸ βλέμμα του ἀπ’ αὐτή, τὸν βοήθησα νὰ κατεβάσει τὴ βαλίτσα του καὶ τότε παρατήρησα πόσο ἀδύνατος ἦταν. Κατάφερε νὰ κατεβεῖ τὴν τελευταία στιγμὴ καὶ στάθηκε μπροστὰ ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ κουπέ. Μετακινήθηκα πρὸς τὸ δικό του μέρος, δίπλα στὸ παιδί, καὶ τοῦ ἔγνεψα μὲ τὸ χέρι. Σήκωσα τὸν ἀντίχειρα, ὅτι ὅλα θὰ πᾶνε καλά, τὸ τρένο ἀποτραβήχτηκε καὶ ὁ ἄντρας ἔμεινε στὸ σκοτάδι.
Ὅταν φτάσαμε στὴ Σόφια, ἀνασήκωσα προσεκτικά το κοριτσάκι, ἦταν ἀκόμα ἀγουροξυπνημένο καὶ μόνο χαλάρωνε τὸ κεφάλι του στὸν ὦμο μου. Πῆρα τὶς δύο τσάντες στὸ ἄλλο χέρι μου καὶ βγῆκα.
Πέρασαν δύο χρόνια ἀπὸ τότε. Ὁ πατέρας, πέθανε μιὰ ἡμέρα μετὰ τὴν ἐγχείριση. Ἡ Μαρία εἶναι πλέον στὰ 7 καὶ ἐνόσω ἐγὼ τελειώνω αὐτὴ τὴν ἱστορία, παίζει στὸ πάτωμα δίπλα μου.