του π.Βασιλείου Θερμού
Εἶναι γνωστό καί ἔχει γίνει ἀντικείμενο πολλῆς συζητήσεως τό φαινόμενοτῆς συγχύσεως τοῦ ἐφήβου ὅταν αὐτός καλεῖται νά δώσει ἀπαντήσεις σέἐρωτήματα τοῦ τύπου "ποιός εἶμαι;" ἤ "τί θέλω νά εἶμαι;" Τά ἐρωτήματα αὐτάδέν τίθενται μόνο μέ ἀφορμή ἐξωτερικά γεγονότα καί προκλήσεις, ἀλλάσυνιστοῦν ἕναν σταθερό ἐσωτερικό καμβά πάνω στόν ὁποῖο συνυφαίνονταιτό προσωπικό μέ τό συλλογικό, τό ψυχολογικό μέ τό ὑπαρξιακό. Εἰδικά αὐτή ἡ συνύφανση λειτουργεῖ συχνότερα ἀπό ὅσο νομίζουμε μέ ἀλληλοδανεισμό τῶν δύο μερῶν, ὥστε τό ἕνα νά ἐνεργεῖ ὡς πληρεξούσιος τοῦ ἄλλου. Ὁἔφηβος διαθέτει τό ἐπαχθές προνόμιο νά ζῆ στό μεταίχμιο τοῦ νοήματος, μιάκατάσταση πού διατρέχει ταυτόχρονα ὁλόκληρο τό φάσμα ἀπό τό ὀδυνηρόμέχρι τό δημιουργικό. Κατά τήν ἀναζήτηση ταυτότητας λοιπόν ὁ ἔφηβος θάβιώσει καί τόν ἀφόρητο τρόμο τῆς ἔλλειψης νοήματος καί τήν ὑπέροχηαἴσθηση δημιουργίας νέου νοήματος.
Ὁρίζουμε ὡς ταυτότητα τοῦ ἐγώ, σύμφωνα μέ τόν Erikson (1968), "τήν αἴσθηση μιᾶς συνέχειας στίς συνθετικές μεθόδους τοῦ ἐγώ, τοῦ τρόπου τῆς ἀτομικότητας κάποιου, ὅπως καί τήν αἴσθηση ὅτι αὐτός ὁ τρόπος ἀντιστοιχεῖ μέ τή σταθερότητα τοῦ νοήματος πού τό ἄτομο ἔχει γιά τούς σημαντικούς του ἄλλους". Συναφής καί εὐρύτερη εἶναι ἡ ἔνοια τῆς ταυτότητας ἑαυτοῦ, ἡ ὁποία περιλαμβάνει τίς ἀναπαραστάσεις πού τό ὑποκείμενο διατηρεῖ γιά τόν ἑαυτό του καί γιά τούς ρόλους του.
Ὁ Marcia (1980), πού ἐπεξεργάστηκε περαιτέρω τή θεωρία τοῦ Erikson, γράφει: "Ταυτότητα εἶναι μία ἐσωτερική, αὐτοκατασκευασμένη ὀργάνωση τῶν ἐνορμήσεων, τῶν ἱκανοτήτων, τῶν ἀντιλήψεων, καί τῆς ἀτομικῆς ἱστορίας. Ὅσο πιό καλά ἀνεπτυγμένη εἶναι αὐτή ἡ δομή, τόσο περισσότερο τά ἄτομα εἶναι ἐνήμερα τῆς μοναδικότητάς τους καί τῆς ὁμοιότητάς τους μέ τούς ἄλλους, καθώς καί τῶν προτερημάτων καί ἀδυναμιῶν τους κατά τή ζωή τους μέσα στόν κόσμο. Ὅσο λιγώτερο ἀνεπτυγμένη εἶναι αὐτή ἡ δομή, τόσο περισσότερη σύγχυση διακατέχει τά ἄτομα γύρω ἀπό τή διαφορετικότητά τους, καί τόσο περισσότερο πρέπει νά στηρίζονται σέ ἐξωτερικές πηγές γιά νά ἀποτιμήσουν τόν ἑαυτό τους".
Εἶναι φανερό, συνεπῶς, ὅτι στό περιεχόμενο τῆς ἔννοιας τῆς ταυτότητας περιλαμβάνονται τά στοιχεῖα α) τῆς αὐτοσυνειδησίας καί αὐτεπίγνωσης, β) τῆς συνεκτικότητας στό ἐδῶ καί τώρα, γ) τῆς συνοχῆς μέσα στόν χρόνο. Τά στοιχεῖα αὐτά ἀνταποκρίνονται σέ 3 ἀντίστοιχες τάσεις τῆς ἐφηβείας: α) τήν ἀνάδυση τῆς αὐτοπαρατήρησης καί ψυχολογικῆς σκέψης, β) τό ἐνδιαφέρον γιά τή σχέση μέ τόν ἄλλο, γ) τή γνωριμία μέ τήν αἴσθηση τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου (σέ ἀντίθεση μέ τόν παιδικό μυθικό) καί τῆς μελλοντικῆς προοπτικῆς. Κατά τόν Blos (1962), "ὁ ἑαυτός προϋπάρχει τῆς ἐφηβείας, ἀλλά κατά τήν εἴσοδο στήν ἐνήλικη ζωή ἔχει διαμορφωθῆ ἡ ποιότητά του, ἡ σχετική σταθερότητά του, καί τό ἀποτέλεσμα πού αὐτά ἔχουν στήν ἀποτίμηση τοῦ ἑαυτοῦ καί στήν αἴσθηση πραγματικότητας (reality testing). Ὑποκειμενικά, ὁ νέος αἰσθάνεται διαφορετικό πρόσωπο ὅταν ἔχει τελειώσει ἡ ἐφηβική ἀναταραχή".
Καί οἱ τρεῖς τάσεις πού προανέφερα ὠθοῦν πρός τόν ὑπαρξιακό καί ἰδεολογικό προβληματισμό καί αὐτός μέ τή σειρά του ἀποτελεῖ καίριο παράγοντα διαμόρφωσης ταυτότητας. Ἡ ἐκλογή συμβολικοῦ συστήματος καί ἡ ὑπαγωγή σέ αὐτό ἐξυπηρετεῖ ζωτικές ἀνάγκες τοῦ ἐφήβου ὅπως ἡ εὕρεση νοήματος καί ἀπάντησης στά μεγάλα ἐρωτήματα τῆς ζωῆς πού ἀνατέλλουν στήν ἡλικία αὐτή, ἡ ἐπίτευξη ἐσωτερικῆς σταθερότητας καί ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τήν ἐφηβική ἀναστάτωση πού γεννᾶ τόν φόβο τῆς τρέλλας, ἡ κατάκτηση τοῦ ἐνδιαφέροντος γιά τόν ἄλλον καί ἡ διάθεση προσφορᾶς σέ αὐτόν, ἡ ἔνταξη σέ ὁμάδα καί σέ κοινούς σκοπούς. Αὐτή ἡ ἐσωτερική πίεση γιά λύσεις, πού μπορεῖ νά διεγείρει τρομακτικό ἄγχος, ἐξηγεῖ γιατί μερικές φορές ὁ ἔφηβος βιάζεται νά υἱοθετήσει θρησκευτική πίστη ἤ κάποια ἰδεολογία, δίνοντας σπασμωδικές ψευδολύσεις, μέ ἄλλα λόγια υἱοθετώντας τό δόγμα "σταθερότητα μέ κάθε τίμημα". Μιά τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση λαμβάνει χώρα στό φαινόμενο πού ὁ Winnicott (1960) ὀνόμασε "ψευδῆ ἑαυτό" ἤ στό "πρόωρο κλείσιμο ταυτότητας" πού περιγράφει ὁ Burch (1985), ὁ ὁποῖος μάλιστα γράφει χαρακτηριστικά: "(αὐτοί οἱ ἔφηβοι) βρίσκονται κλειδωμένοι μέσα στήν ταυτότητά τους καί ἀντιστέκονται σθεναρά στίς προσπάθειες τῶν ἄλλων νά τούς ἀλλάξουν". Στό ἀντίθετο ἄκρο ἀπό τήν ψευδοώριμη καί δύσκαμπτη ταυτότητα, ἡ ὁποία ἐνδιαφέρεται κυρίως γιά τή σταθεροποίηση, βρίσκεται ὁ ἀποδιοργανωμένος ἔφηβος πού λογοδοτεῖ κατά βάσιν στίς ἐνορμήσεις του ἤ στά συναισθήματά του· αὐτός, ἄν ἐπιλέξει συμβολικό χῶρο, θά φροντίσει νά εἶναι τέτοιος πού νά καλύπτει τήν παθολογία τοῦ χαρακτῆρα του καί ἔτσι νά νομιμοποιεῖ π.χ. τόν φόβο του, τήν παράνοιά του, τήν ἐπιθετικότητά του κ.τ.λ., δηλαδή θά κινηθῆ πρός ἀκραῖες πολιτικές ἤ θρησκευτικές ὁμάδες.
Ἀφορμώμενος ἀπό τό 5ο δίπολο τοῦ Erikson (1959) "ἐπίτευξη ταυτότητας vs. διάχυση ταυτότητας" ὁ Marcia (1964) ξεχώρισε δύο ἀντίθετες δυνάμεις ὡς κινητήριες τῆς προσπάθειας γιά σχηματισμό ταυτότητας: τήνἐξερεύνηση καί τήν δέσμευση. Ἡ πρώτη ἀνοίγεται, ἡ δεύτερη παγιώνει. Ἔτσι, ἀνάλογα μέ τήν ἐξέλιξη καί διαπλοκή τους διαμορφώνονται οἱ ἑξῆς 4 ἐκβάσεις σχηματισμοῦ ταυτότητας:
α) Ἐπίτευξη ταυτότητας:Τό ὑποκείμενο ἔχει περάσει ἀπό περίοδο κρίσης καί κατέληξε σέ ἀπόφαση ἤ ἰδεολογία. Ἡ κατάσταση θεωρεῖται ὥριμη· εἶναι σέ θέση νά ἀντέξει ἀπότομες ἀλλαγές τοῦ περιβάλλοντος ἤ ἀπροσδόκητες ὑποχρεώσεις, καθώς καί νά συνάψει στερεές κοινωνικές σχέσεις καί δεσμεύσεις.
β) Πρόωρο κλείσιμο (foreclosure): Ὁ νέος φαίνεται νά ἔχει καταλήξει σέ ἀποφάσεις ἤ σέ ἰδεολογία, χωρίς νά ἔχει περάσει ἀπό περίοδο κρίσης. Οἱ ἐπιλογές του συμπίπτουν σέ πολλά μέ ἐκεῖνες τῶν γονέων του ἤ τῶν ὑποκαταστάτων τους καί δέν τούς ἀμφισβητεῖ οὐσιαστικά. Συνήθως χαρακτηίζεται ἀπό δυσκαμψία. Ἄν βρεθεῖ σέ περιβάλλον ὅπου δέν λειτουργοῦν οἱ γονεϊκές ἀξίες "χάνεται".
γ) Συνθήκη συγκρούσεως (moratorium): Ἐδῶ βιώνεται ἡ κρίση, ἐνῶ οἱ ἀποφάσεις καί οἱ παραδοχές εἶναι ἀβέβαιες καί συγκρουσιακές. Μερικοί ἔφηβοι περνοῦν ὁλόκληρη τήν ἐφηβεία τους, ἀλλά καί ἀρκετά χρόνια ἐνήλικης ζωῆς, ὑπό καθεστώς κρίσης καί σύγκρουσης.
δ) Σύγχυση (diffusion) ταυτότητας: Ἐδῶ ἔχουμε ἀποδιοργάνωση τῆς σκέψης, ἀσταθεῖς καί ἐγωκεντρικές ἀντικειμενοτρόπες σχέσεις, χαλαρά ὅρια τοῦ ἐγώ, ἀντιφάσεις καί ἔλλειψη συνέπειας, παρορμητικότητα, δυσκολία λήψης μεσοπρόθεσμων ἀποφάσεων. Ὁ ἔφηβος ὑπόκειται σέ ἀνοικτή παθολογία, ἡ ὁποία ἐνδέχεται νά συνεχισθῆ καί στήν ἐνήλικη ζωή ὡς σοβαρή χαρακτηρολογική διαταραχή.
Συχνά ἡ ἀντιδραστικότητα λειτουργεῖ ὡς κύριος μοχλός σχηματισμοῦ ταυτότητας. Ὅπως τονίζει ὁ Fuller (1988), "ἡ ἐπαναστατικότητα τῶν ἐφήβων συχνά ἐκφράζεται ὡς ἀπόρριψη τῆς θρησκευτικῆς πίστης τῶν γονέων τους. Ἄλλοι μπορεῖ νά ἀνταποκριθοῦν στά ψυχολογικά αἰτήματα τοῦ σχηματισμοῦ ταυτότητας ἐντασσόμενοι σέ μιά θρησκευτική ὁμολογία ἤ σέκτα ἐντελῶς διαφορετική ἀπό ἐκείνη τῶν γονέων τους, ἐνῶ ἄλλοι μπορεῖ νά ἐπιβεβαιώσουν τή θρησκεία τῶν γονέων τους μέ ἰδιαίτερα φανατικό τρόπο... Ἡ ἀμφιβολία δέν εἶναι ἐχθρός τῆς θρησκευτικῆς πίστης, ἀλλά συχνά ὁ μεγαλύτερος σύμμαχός της, δεδομένου ὅτι ἐπωάζει τήν προσωπική καί στοχαστική πίστη". Εἶναι ἡ δίψα γιά προσωπικό νόημα πού γεννᾶ τήν ἀντιδραστικότητα, ἀφοῦ πολλοί ἔφηβοι μέσα τους ἔχουν ἀποδεχθῆ τίς ὑπαρξιακές ἐπιλογές τῶν γονέων τους καί ἐπιθυμοῦν νά τίς συνεχίσουν, ἀλλά μή ἔχοντας ὁλοκληρώσει τήν δεύτερη ἀτομικοποίηση (κατά Blos) ἀδυνατοῦν νά τό πράξουν ὥστε νά μή δεχθοῦν ναρκισσιστικό πλῆγμα αἰσθανόμενοι ἐξαρτημένα παιδιά καί ὑποκύπτοντας στό ἄλλοτε παραλυτικό καί ἄλλοτε φοβογόνο ἄγχος τῆς παθητικότητας. Ἡ ταυτότητα εἶναι ὥριμη σέ ὅσο βαθμό ἔχει φιλοτεχνηθῆ ἀπό τόν ἴδιο τόν ἔφηβο, στό μέτρο πού αἰσθάνεται ἐγκατεστημένος μέσα της. Στά πλαίσια τῆς ἀντιδραστικότητας, βέβαια, μποροῦμε νά παρατηρήσουμε καί τό ἀντίθετο φαινόμενο: ἐφήβους πού προστρέχουν στήν θρησκευτικότητα σέ πεῖσμα τῶν ἐναντίων συνθηκῶν τῆς οἰκογένειας, χωρίς νά ἔχει πάντα διάρκεια ἀκριβῶς γι' αὐτό τό λόγο.
Ἕνα ἐνδιαφέρον ζήτημα γιά μένα παραμένει τό ἐρώτημα γιατί ἡ θέση τῶν συμβολικῶν χώρων, μεταξύ τῶν ὁποίων καί οἱ θρησκευτικοί, δέν ὑπῆρξε μέχρι τώρα αὐτή πού τούς ἁρμόζει μέσα στήν ψυχολογική καί ψυχιατρική ἐπιστημονική κοινότητα. Ὁ Blos (1972) διαπιστώνει πώς "ἡ ψυχαναλυτική βιβλιογραφία ξεχειλίζει ἀπό μελέτες τοῦ ὑπερεγώ, ἐνῶ ἀντίθετα, οἱ διερευνήσεις τοῦ ἰδεώδους τοῦ ἐγώ εἶναι μᾶλλον σπάνιες". Ἴσως σέ καιρούς ὑπερβολικῆς αὐτοπεποίθησης τῶν ψυχολογικῶν θεωριῶν νά προεξοφλήθηκε πώς ἡ σχέση τους μέ τόν κόσμο τῶν συμβολικῶν συστημάτων εἶναι μονομερής, ὅτι μόνο ὁ ψυχισμός ἐπηρεάζει τόν κόσμο τῶν ἀπόψεων καί ποτέ τό ἀντίστροφο. Αὐτό φυσικά πρό πολλοῦ δέν θεωρεῖται σωστό, εἴτε τό προσεγγίσει κανείς ἀπό τήν πλευρά τῆς θεωρίας τῆς γλώσσας, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ γλῶσσα τοῦ συμβολικοῦ συστήματος διαμορφώνει σέ ἀξιοπρόσεκτο βαθμό τόν ψυχισμό, εἴτε τό δεῖ ἀπό τήν πλευρά τῆς νευροφυσιολογίας κατά τήν ὁποία οἱ συμβολικές ἐμπειρίες καί παραστάσεις ὑπεισέρχονται στήν διαμόρφωση τοῦ ἐγκεφαλικοῦ φλοιοῦ καί τῆς βιολογικά νοούμενης μνήμης.
Ἡ σημασία εἰδικώτερα τῆς θρησκευτικότητας στόν σχηματισμό ταυτότητας ἀποτελεῖ ἀκόμη πιό παραμελημένο γιά τήν βιβλιογραφία ζήτημα. Ἐνῶ συναντοῦμε ἀρκετές ἐμπειρικές ἔρευνες πάνω στήν ψυχολογία τῆς θρησκευτικότητας, οἱ ὁποῖες ἀσχολοῦνται κυρίως μέ διαστάσεις τῆς προσωπικότητας καί τῆς συμπεριφορᾶς, παρατηροῦμε ὅμως πώς ἡ ψυχανάλυση, ἡ ψυχολογία τοῦ ἐγώ, καί ἡ ψυχολογία τῶν ἀντικειμενοτρόπων σχέσεων ἐλάχιστη προσοχή ἀπέδωσαν καί ἀποδίδουν στό θρησκευτικό βίωμα καί στήν θρησκευτική πράξη. Στήν καλύτερη περίπτωση γίνονται ἀποδεκτά ὡς μορφή μετουσίωσης, στήν χειρότερη περίπτωση ἀπαξιώνονται ὡς ἀμυντικές διαδικασίες μέσα στά πλαίσια τῆς κλασικῆς φροϋδικῆς ἑρμηνείας τῆς θρησκευτικότητας· μᾶλλον τό κριτήριο συνδέεται μέ τίς ὑποκειμενικές ὑπαρξιακές ἐπιλογές τοῦ κλινικοῦ. Προκειμένου δέ εἰδικά περί τῆς ἐφηβείας, εἶναι πολύ συχνό τό φαινόμενο, γιά ἀκαθόριστους καί μᾶλλον ἀντιμεταβιβαστικούς λόγους, ὅταν οἱ κλινικοί συναντοῦν τήν θρησκευτικότητα νά τείνουν ἀκόμη πιό εὔκολα νά τήν ὑποθέτουν ἐξ ὁρισμοῦ δοτή, προϊόν αὐταρχικῆς ἀγωγῆς καί δῆθεν ξένη πρός τόν πραγματικό ψυχικό κόσμο τοῦ ἐφήβου.
Ἀλλά εἴτε ἀπό τήν πλευρά τῆς φιλοσοφίας τό δεῖ κάποιος, εἴτε ἀπό τήν πλευρά τῆς κοινωνικῆς ἀνθρωπολογίας, εἴτε ἀπό τήν πλευρά τῆς λογοτεχνίας καί τῆς τέχνης, ἡ θρησκευτικότητα ἀποτελεῖ σταθερό συστατικό τῶν ἀνθρώπινων ἀναζητήσεων (ἀκόμη καί ὅταν αὐτό δέν ἀναγνωρίζεται).1 Μέρος αὐτοῦ πού θά μπορούσαμε νά ἀποκαλέσουμε εὐρύτερα "συμβολικά συστήματα", συνιστᾶ δείκτη τοῦ ὑπαρξιακοῦ προβληματισμοῦ, αἴτιο καί ἀποτέλεσμα ταυτόχρονα τῆς ἠθικῆς διαμόρφωσης. Προσωπικά θά τῆς ἀπέδιδα τήν ἰδιότητα ἑνός ἀπό τούς "ὀργανωτές" τῆς ψυχικῆς ἀνάπτυξης (μία ἔννοια πού προέρχεται ἀπό τή βιολογία), μέ τή σημασία τῆς κρίσιμης ἐκείνης δομῆς γύρω ἀπό τήν ὁποία ἐκλύονται νέες δημιουργικές διαδικασίες.
Μέ τό δυναμικό καί τήν προοπτική τοῦ ὀργανωτῆ ἡ θρησκευτικότητα διαθέτει τήν δυνατότητα νά λειτουργήσει ὡς πρόκριμα τῆς ἐν γένει ψυχικῆς ἐξέλιξης. Μία ὑγιής θρησκευτικότητα καί ἀντίστοιχη ἀγωγή ὁδηγεῖ σέ ὑγιέστερες διαπροσωπικές σχέσεις, καλλιέργεια ἰδανικῶν καί ἀλτρουϊσμοῦ στό νέο, αὔξηση τῆς δημιουργικότητας, μείωση τῆς ἐγωκεντρικότητας καί τῆς ναρκισσιστικῆς ἀγάπης. Ὅπως μᾶς θυμίζει ὁ Blos (1972) "ὅ,τι κι ἄν καταφέρει ὁ ἄνθρωπος ἡ ἀτέλεια παραμένει μόνιμο συστατικό τῶν προσπαθειῶν του, χωρίς αὐτό νά τόν ἐμποδίζει νά τίς ἀνανεώνει. Ἀντίθετα, οἱ ἀπαιτήσεις τοῦ ὑπερεγώ μποροῦν νά ἱκανοποιηθοῦν. Τό ὑπερεγώ εἶναι παράγοντας ἀπαγόρευσης, τό ἰδεῶδες τοῦ ἐγώ εἶναι παράγοντας ἔμπνευσης". Μόλις πού χρειάζεται νά τονισθῆ ἡ ἀνάγκη γιά ἔμπνευση σέ μιά ἐποχή κατακερματισμοῦ τοῦ νοήματος καί ἀξιακῆς λιμοκτονίας.
(Ὁ Allport (1950) εἶχε διαμορφώσει κριτήρια γιά τήν ὥριμη θρησκευτικότητα. Αὐτή θά πρέπει νά εἶναι "α) ἐπαρκῶς διαφοροποιημένη, δηλαδή εὐέλικτη καί ρεαλιστική, ἀντίθετη μέ τήν τύπου ὅλα-ἤ-τίποτα ἀνώριμη πίστη, β) δυναμική, δηλαδή νά μήν καταλήγει σέ παθητικότητα, γ) δημιουργό συνεποῦς ἠθικῆς, δ) ἑνοποιητική καί ἀνεκτική, ε) ἀνοικτή στό καινούργιο".2 ὉShelton (1989) μιλᾶ γιά ἀνάδυση τῆς "ἠθικῆς ταυτότητας" ὅταν ἡ κατανόηση τοῦ ἐρωτήματος "ποιός εἶμαι;" συνδέεται πλέον ἀξεχώριστα μέ τίς ἠθικές ἀξίες. Χωρίς αὐτή τήν ἑνότητα καί συνέπεια ἀναπτύσσεται μία ἀσυμφωνία μέσα στά ὅρια τοῦ ἑαυτοῦ καί ὁ ἔφηβος βιώνει ἀλλοτρίωση. Σέ αὐτή τήν περίπτωση, δηλαδή ὅταν ἡ ταυτότητα δέν ἔχει ἀποκτήσει καί τήν ἠθική της διάσταση, ἀκόμη καί ἄν ἡ συμπεριφορά τοῦ ἐφήβου χαρακτηρίζεται ἀπό ἠθική συνέπεια, ὅμως ἡ ἠθική του παραμένει ἐπιφανειακή καί μή ἐσωτερικευμένη, συγκρουσιακή καί ὄχι γνήσια, πηγή δυσφορίας καί ὄχι δημιουργική.)
Ὁ Fowler (1995) ἐπισημαίνει πώς "τό πέρασμα στήν ἐξατομικευμένη-στοχαστική (individuative-reflective) θρησκευτική πίστη κατά τό τέλος τῆς ἐφηβείας εἶναι ἰδιαίτερα κρίσιμο διότι μέ αὐτή τή μετάβαση τό ὑποκείμενο ἀρχίζει νά παίρνει στά σοβαρά τό βάρος τῆς εὐθύνης γιά τίς δεσμεύσεις του, τίς ἀντιλήψεις του, τίς στάσεις του, καί τόν τρόπο ζωῆς του. Κατά τήν πορεία του αὐτή τό πρόσωπο ἀντιμετωπίζει ἀναπόφευκτες ἐντάσεις... Τό στάδιο αὐτό χαρακτηριστικά μεταφράζει τά σύμβολα σέ ἐννοιολογικά νοήματα καί ὑπ' αὐτή τήν ἔννοια εἶναι ἀπομυθοποιητικό. Ἡ δύναμη αὐτοῦ τοῦ σταδίου βρίσκεται στήν ἱκανότητα γιά κριτική σκέψη ἀπέναντι στόν ἑαυτό καί στήν ἰδεολογία. Οἱ κίνδυνοί του ἐλλοχεύουν μέσα στή δύναμή του: ὑπερβολική ἐμπιστοσύνη στή συνειδητή διάνοια καί στήν κριτική σκέψη, καθώς καί ἕνα εἶδος δεύτερου ναρκισσισμοῦ κατά τό ὁποῖο ὁ ἑαυτός ὑπεραφομοιώνει τήν "πραγματικότητα" καί τίς προοπτικές τῶν ἄλλων μέσα στή δική του ὄψη τοῦ κόσμου".
Δανειζόμενοι ὅρους τοῦ Lacan (ὁ ὁποῖος παρεμπιπτόντως ἐπεφύλαξε ἰδιαίτερα σημαντική θέση στό ἰδεῶδες τοῦ ἐγώ), μέ μιά ὑγιᾶ θρησκευτικότητα καθίσταται σαφέστερη ἡ διάκριση τοῦ ἰδεώδους τοῦ ἐγώ ἀπό τό ἰδανικό ἐγώ ἔτσι ὥστε νά ἐνισχυθῆ τό πρῶτο καί νά ἀτονήσει τό δεύτερο. Ἔτσι εὐοδώνεται ἡἑδραίωση στό συμβολικό καί περιορίζεται ἡ ἀνεξέλεγκτη ἐπιρροή τοῦ φαντασιακοῦ. Μέ τόν τρόπο αὐτό τό ὑποκείμενο ἀπομακρύνεται ἀπό τήν ἐπικράτεια τῆς ψύχωσης καί τῆς διαστροφῆς, βελτιώνει τήν ἱκανότητα γιά μεταφορά καί μετωνυμία (ἄρα καί γιά ἑρμηνεία, προϋπόθεση πολύτιμη γιά μία ὥριμη θρησκευτικότητα)3, καί διοχετεύει τό δυναμικό τοῦ ναρκισσισμοῦ στήν ἐκπλήρωση ἰδανικῶν ἀγάπης καί αὐταπάρνησης.
Ἀντίθετα, μία νοσηρή θρησκευτικότητα παρεμποδίζει τήν ψυχική ἀνάπτυξη καί ἐνδέχεται νά μετατραπῆ σέ μέρος τῆς παθολογίας της. Πουριτανική σχέση μέ τό σῶμα, δημιουργία παθολογικῶν ἐνοχῶν καί μετατροπή τους σέ μοχλό χειρισμοῦ τοῦ ἐφήβου, αὐταρχική ἀγωγή καί ἄσκηση καταστολῆς, ὑποκρισία καί φαρισαϊκή αἴσθηση ἠθικῆς ὑπεροχῆς, σχέση μέ τό Θεό τύπου φόβου ἤ συναλλαγῆς, μισαλλόδοξη καί κυριαρχική σχέση μέ τόν συνάνθρωπο, παρανοειδής σχέση μέ τούς "ἐκτός" τῆς θρησκευτικῆς ὁμάδας, καλλιέργεια ἐξάρτησης ἀπό τόν ἐξιδανικευμένο ἡγέτη καί ἄντληση παντοδυναμίας ἀπό τή φαντασιακή συγχώνευση μαζί του κ.π.ἄ., μποροῦν νά ταλαιπωρήσουν τόν ἔφηβο εἴτε μέσα στό κύριο σῶμα τῶν mainline θρησκειῶν, εἴτε (τό συνηθέστερο) σέ θρησκευτικές ὁμάδες καταστροφικοῦ καί ἐκμεταλλευτικοῦ χαρακτῆρα (cults).
Ὅπως λέγει ὁ Kernberg (1988), "πρακτικά ὅλοι οἱ ἔφηβοι μέ μακρόχρονη θητεία σέ θρησκευτικές σέκτες, τούς ὁποίους εἶχα τήν εὐκαιρία νά ἐξετάσω, παρουσίαζαν βαριά εἴδη χαρακτηρολογικῆς παθολογίας". Γιά νά προσθέσει ἀκόμη (καί αὐτό μᾶς ξαναφέρνει τή σημασία ὅσων εἶπε ὁ κ. Π.) ὅτι "ἀνικανότητα νά δεσμευθῆ κάποιος σέ ὁποιοδήποτε σύστημα ἀξιῶν πού ἐκτείνεται πέρα ἀπό τίς ἀνάγκες πού ὑπηρετοῦν τόν ἑαυτό, εἶναι ἔνδειξη βαρειᾶς ναρκισσιστικῆς παθολογίας".
Μερικοί ἀπό τούς ἐφήβους καί νέους πού δοκίμασαν τήν ἐμπειρία κάποιας τέτοιας σέκτας καί κατάφεραν νά ἀποδεσμευθοῦν, προσερχόμενοι στή Χριστιανική Ἐκκλησία μεταφέρουν καί ἐκεῖ τίς ἴδιες καταστροφικές καί ἐκμεταλλευτικές προσδοκίες, ἐλπίζοντας τουλάχιστον νά εἶναι λιγώτερο ὀδυνηρές. Συνήθως πρόκειται γιά ἐφήβους, εἴτε σοβαρά ἐξαρτητικούς, εἴτε μεθοριακούς χαμηλῆς ἀπαρτίωσης, εἴτε ὑστερικούς, εἴτε μέ σαδομαζοχιστική παθολογία. Πολύ συχνά δέν ἀντέχουν τήν ὑγιέστερη θρησκευτικότητα πού τούς προσφέρεται, καί φυσικά τήν συνοδεύουσα ἐλευθερία (βλέπε Μεγάλο Ἱεροεξεταστή), γι' αὐτό καί ἐνδέχεται νά καταλήγουν σέ ἀέναες θρησκευτικές μεταστροφές, περιφερόμενοι ἀπό χῶρο σέ χῶρο μέχρι νά μπορέσουν νά βροῦν τήν ἱκανοποίηση πού ὁ καθένας ζητᾶ νά ταιριάζει μέ τήν ἀτομική του ἐργονομία.4
Ἕνα κεφάλαιο πού χρειάζεται νά ἀπασχολήσει ὅλους ὅσοι ἐργάζονται μέ ἐφήβους καί νέους, εἶναι ἡ θεραπευτική συμπαράσταση σέ ὅσους ἐξ αὐτῶν ἔχουν ἀπεμπλακῆ ἤ προσπαθοῦν νά ἀπεμπλακοῦν ἀπό σέκτες, κάτι στό ὁποῖο ἤδη συμμετέχουν ἐνεργά ἡ ψυχιατρική καί ἡ ψυχολογική κοινότητα στήν Δυτική Εὐρώπη καί στή Βόρεια Ἀμερική. Ἐκεῖνο πού παρατηρεῖ τότε συχνά κανείς ὡς λεπτό εὕρημα, κατάλοιπο τῆς προηγούμενης τραυματικῆς "θητείας", εἶναι συνέχιση τῶν ἐξαρτητικῶν τάσεων στό νέο πλαίσιο, ἔμφαση στήν "πνευματικότητα" ὡς ψυχολογική ἐμπειρία καί ὄχι ὡς πράξη ἀγάπης, ὅπως καί μία ὑπερσυντηρητικότητα καί αὐστηρότητα στά πλαίσια, εἴτε δυσκαμψίας τῆς προσωπικότητας καί συνεπῶς τοῦ φόβου ὅτι μέ τήν παραμικρή εὐελιξία θά παλινδρομήσουν στήν προηγούμενη ζωή, εἴτε ὑπερβολικῆς ἐνοχῆς γι' αὐτήν ἀκριβῶς τή ζωή.
Οἱ σέκτες γίνονται δημοφιλεῖς σέ κάποιους ἐφήβους διότι παρέχουν βραχυπρόθεσμα ὀφέλη. Ὅπως γράφει ὁ Kernberg (1988), "Ὁμάδες μέ ὁλοκληρωτικές ἰδεολογίες διατηροῦν στενό ἔλεγχο πάνω στήν ἔκφραση τῆς πρωτόγονης ἐπιθετικότητας. Πολλές θρησκευτικές σέκτες, γιά παράδειγμα, λειτουργοῦν ὡς προστατευτικά καταφύγια γιά ἐφήβους μέ σοβαρή διάχυση ταυτότητας, μεθοριακή ὀργάνωση προσωπικότητας, καί ἀνικανότητα νά διατηρήσουν σχέσεις εἴτε μέ μιά μεγάλη κοινωνική ὁμάδα εἴτε καί μέ ἕνα πρόσωπο. Ἡ θρησκευτική σέκτα παρέχει ἐλέγχους στήν καθημερινή ζωή τοῦ ἀσθενοῦς, οἱ ὁποῖοι βελτιώνουν τίς λειτουργίες τοῦ ἐγώ καί ἱκανοποιοῦν ἀνάγκες ἐξάρτησης καί ἐγγύτητας. Ἡ ἀνάγκη γιά αἴσθημα δύναμης καί σπουδαιότητας ἱκανοποιεῖται μέσα ἀπό τήν ταύτιση μέ τήν μεσσιανική ἀποστολή τῆς ὁμάδας... Ἡ συναισθηματική ἀσφάλεια πού παρέχει μιά θρησκευτική σέκτα, ἡ προστασία της ἀπέναντι στήν ὀδυνηρή ἀποξένωση πού συνδέεται μέ τήν διάχυση ταυτότητας, καί ἡ ἄρνηση ἤ ὁ περιορισμός τῆς ἐπιθετικότητας, ἀποζημιώνουν μέ τό παραπάνω μερικούς ἐφήβους γιά ἐκεῖνα πού χάνουν ὡς πρός τήν προσωπική ἰδιωτικότητα, τήν ἐλευθερία τῆς σκέψης, καί τήν ἱκανοποίηση πού προκύπτει ἀπό μία βαθειά σχέση ἀγάπης". Αὐτή ἡ βραχυπρόθεσμη ἀνακούφιση ἀποτελεῖ καί τήν παγίδα ἡ ὁποία μπορεῖ νά ἐγκλωβίσει μόνιμα τό νέο καί τελικά νά τόν ἀποδιοργανώσει ἀκόμη περισσότερο, μέ κατάληξη εἴτε τήν ψύχωση εἴτε τήν αὐτοκτονία, ὅπως συχνά συμβαίνει στίς σέκτες χωρίς πάντα νά παίρνει δημοσιότητα.
Κλείνοντας θά ἤθελα νά ὑπογραμμίσω πώς ἡ ἐφηβεία ἀποτελεῖ μία προνομιακή ἡλικία ὡς πρός τήν ἀνάδειξη τοῦ ὑπαρξιακοῦ προβληματισμοῦ καί γιά τόν λόγο αὐτό προσφέρεται ὡς σημαντική εὐκαιρία ὁ κλινικός νά ἐπανεξετάσει τίς δικές του ἀποκρυσταλλώσεις ἄν πραγματικά ἐπιθυμεῖ νά μήν παραμένει ἀδιάβροχος ἀπό τή δουλειά του. Τά ἐρεθίσματα πού ὁ προβληματισμός τοῦ ἐφήβου μᾶς παρέχει εἶναι ἐπαρκῶς ἰσχυρά ὥστε, στό βαθμό πού τό ἐπιθυμοῦμε, νά μᾶς βοηθήσουν νά διαφοροποιήσουμε τήν ὑγιᾶ ἀπό τή νοσηρή θρησκευτικότητα ἄν δέν τό ἔχουμε ἤδη κάνει, νά ἀμφισβητήσουμε δικές μας ὑπαρξιακές ψευδολύσεις, νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό ζημιογόνες προκαταλήψεις καί ἐπικίνδυνες στρατεύσεις. Πάνω ἀπ' ὅλα δέ νά βοηθήσουμε τόν ἔφηβο νά ὁλοκληρωθῆ ἐλεύθερα ἀξιοποιώντας τόν ὑπαρξιακό του δυναμικό τό ὁποῖο συχνά εἴτε δέν γνωρίζει εἴτε τό συναντᾶ μεταμφιεσμένο πίσω ἀπό συμπτώματα. Γιά νά θυμηθοῦμε ἄλλωστε καί τόν Ἐλύτη: "Λάμπει μέσα μου ἐκεῖνο πού ἀγνοῶ, κι ὡστόσο λάμπει".5
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Allport Gordon The individual and his religion. Macmillan comp., New York, 1950.
Blos Peter On adolescence a psychoanalytic interpretation. The Free Press, New York, 1962, σ. 191-192.
Blos Peter The function of the ego ideal in adolescence. The Psychoanalytic Study of the Child, 1972, τ. 27, σ. 93-97.
Burch Charles "Identity foreclosure in early adolesence: a problem of narcissistic equilibrium". Adolescent psychiatry. The University of Chicago Press, vol. 12, 1985.
Erikson Erik Identity, youth, and crisis. Norton and comp., New York, 1968.
Erikson Erik Identity and the life cycle. Norton and comp., New York, 1959, 1980.
Fowler James Stages of faith: the psychology of human development and the quest for meaning. HarperSanFrancisco, 1995.
Fuller Robert Religion and the life cycle. Fortress press, Philadelphia, 1988.
Kernberg Otto "Identity, alienation, and ideology in adolescent group processes". Fantasy, myth, and reality, by Blum, Kramer, Richards, Richards (eds.). International University Press, Madison, Connecticut, 1988.
Marcia James Determination and construct validity of ego identity status. Doctoral dissertation, 1964.
Marcia James "Identity in adolescence". Handbook of adolescent psychology, by J. Adelson (ed.), New York: John Wiley, 1980.
Markstrom-Adams Carol "A consideration of intervening factors in adolescent identity formation". Adolescent identity formation, by Adams, Gullotta, Montemayor (eds.), Sage publications, 1992.
Shelton Charles Morality and the adolescent: a pastoral psychology approach.Crossroad: New York, 1989.
Winnicott D. (1960) “Ego Distortion in terms of True and False Self”, The Maturational Processes and the Facilitating Environment, London: Hogarth press, 1965
1 Τά συνθήματα τῶν ὀπαδῶν τοῦ τύπου "ἡ ΑΕΚ εἶναι θρησκεία" δέν ὑποδηλώνουν ἐξύψωση τῆς ὁμάδας ἀλλά τῆς θρησκείας.
2 Ὁ Fuller θεωρεῖ ὅτι τά κριτήρια τοῦ Allport ἀναφέρονται στό ἰδεολογικό μέροςτῆς θρησκείας παραβλέποντας τή διάσταση τῆς ἐμπειρίας.
3 Ἄς ἀναλογισθοῦμε μόνο ὅτι ὁ φονταμενταλισμός διακρίνεται γιά τήνἀνικανότητα ἑρμηνείας, ἀποτελώντας ἔτσι τήν "ψύχωση" τῆς θρησκείας.
4 "Ὅταν δέν ἀντέχουν τή χειραφέτηση καί τήν εὐθύνη μπορεῖ νά παραδώσουντυφλά τόν ἑαυτό τους σέ θρησκευτικούς ἡγέτες... Ἀκόμη καί ἄν τούςπροσφέρονται εὐκαιρίες ὑγιοῦς βοήθειας μέσα στήν Ἐκκλησία, αὐτοί ἐνδέχεταινά προτιμήσουν θρησκευτικές σέκτες πού παρέχουν ἀπόλυτες ἀπαντήσεις καίἐπιβλητική δομή" (Markstrom-Adams, 1992).