Υπάρχουν και σήμερα άγιοι και πατέρες της Εκκλησίας - Point of view

Εν τάχει

Υπάρχουν και σήμερα άγιοι και πατέρες της Εκκλησίας





Σε παλαιότερες εποχές θεωρούσαν, οι της επιστήμης της Πατρολογίας καθηγητές, ακόμη και Ορθόδοξοι θεολόγοι, ότι η Εκκλησία έχει να επιδείξει Πατέρες μέχρι και τον 8° αιώνα. Δηλαδή τερμάτιζαν τα σύνορα της Πατρολογίας, αρνούμενοι να δεχθούν, ότι μετά τον Ιωάννη Δαμασκηνό υπάρχουν και άλλοι Πατέρες.


Επί του προκειμένου η αντίληψη αυτή και των Ορθοδόξων καθηγητών ήταν έντονα επηρεασμένη, κυρίως, από τη θεολογία των Προτεσταντών, οι οποίοι, όπως είναι γνωστό, απορρίπτουν την ύπαρξη Αγίων, αφού τους αποκαλούν περιφρονητικά «συνταξιούχους», ή και αμφισβητούν ή μάλλον υποτιμούν στην πράξη τη θέση και το ρόλο των Πατέρων στην Εκκλησία. Ως απόρροια αυτής της άποψης ήταν και η μη ενασχόληση με την Ορθόδοξη εκκλησιαστική γραμματεία, την μετά τον 8° αιώνα, αλλά και η σαφής περιθωριοποίηση ή και η υποτίμηση και αυτού τούτου του γίγαντα του Ησυχασμού Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Να παραπέμψομε σε τέτοιους συγγραφείς, για του λόγου το αληθές, δεν είναι η πρόθεση του παρόντος κειμένου.

Ευτυχώς, όμως, αυτή η ημαρτημένη αντίκρυση των θεολογικών πατερικών πραγμάτων αναθεωρήθηκε και στις μέρες μας πρυτανεύει η Ορθόδοξη αλήθεια, ότι η Εκκλησία παράγει και αναδεικνύει διαχρονικά Αγίους και μάλιστα Πατέρες. Και αλλοίμονο, αν δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αν δηλαδή έπαυσε η Εκκλησία να είναι εργαστήριο Αγίων και Πατέρων, τότε, σ’ αυτή την περίπτωση, θα πρέπει να ανησυχούμε τα μέλη της Εκκλησίας, αν πράγματι ανήκομε στη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.

Η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού κι εμείς είμαστε τα μέλη της. Ο Χριστός είναι η κεφαλή της Εκκλησίας και ο σωτήρας του σώματός του (Έφ. ε΄23), δηλαδή της Εκκλησίας. Αν, λοιπόν, δεν γεννά η Εκκλησία Αγίους και Πατέρες και στις μέρες μας, τότε συλλαμβάνεται «στείρα» και επομένως αυτοαναιρείται. Αλλά τούτο δεν ισχύει, αφού η Εκκλησία έχει να παρουσιάσει νέφος και Αγίων και Πατέρων, διαχρονικά. Τρανό παράδειγμα των νεωτέρων χρόνων είναι το πλήθος των Νεομαρτύρων και των συγχρόνων Αγίων μας. Ο Νικόδημος Αγιορείτης, οι Κολλυβάδες, οι Άγιοι Νεκτάριος, Σιλουανός ο Αθωνίτης, κ.ά., τι είναι; Ασφαλώς, αυτοί και είναι Άγιοι και διεκδικούν, μάλιστα, και τον τίτλο του Πατέρα της Εκκλησίας. Γιατί, πέρα από την αγία ζωή και το αρθόδοξο φρόνημά τους, μας κατέλιπαν και γραπτά κείμενά τους και απέβησαν με το έργο τους, στις διάφορες προκλήσεις, η φωνή και το στόμα της Εκκλησίας προς το λαό του Θεού.

Αλλά και, αναφέροντας τους Ιωσήφ Ησυχαστή, Σωφρόνιο (Έσσεξ), Φιλόθεο Ζερβάκο, Γαβριήλ Διονυσιάτη, Ιάκωβο Τσαλίκη, Παΐσιο, Πορφύριο, κ.ά., αυτοί έχουν ήδη καταχωρισθεί, και αυτή η πράξη είναι η ουσιαστικότερη, στο αγιολογικό και πατερικό συναξάρι της συνείδησης των πιστών. Οπότε αυτό που απομένει είναι και η τυπική διακήρυξή τους ως Αγίων και γιατί όχι και Πατέρων της Εκκλησίας.


Με αυτά που διατυπώνομε ούτε κενοτομούμε αλλ’ ούτε και καινοτομούμε. Απλά διερμηνεύομε την Ορθόδοξη εκκλησιολογική πορεία και πρακτική. Η κοινή συνείδηση των πιστών μελών (κλήρου και λαού) της Εκκλησίας αποτελεί και το κριτήριο της ορθοδοξίας και ορθοπραξίας των Αγίων και Πατέρων της Εκκλησίας.

Οι Άγιοι και οι Πατέρες της Εκκλησίας, «ως λαβόντες Πνεύμα Άγιον», κατά τον Άγιο Επιφάνιο, ουδέποτε λειτουργούν αυθαίρετα ή αυτονομημένα, αλλά οριοθετούν και εκφράζουν, στα μέτρα της εποχής τους, χωρίς εκπτώσεις, και ανάλογα με τις «προκλήσεις» που δέχεται η Εκκλησία, την ορθόδοξη παράδοση, «την εν τη Εκκλησία ανέκαθεν αχράντως πεφυλαγμένην». Έτσι η Εκκλησία καθοδηγεί το λαό του Θεού και πορεύεται μαζί του μέσα στον κόσμο, «αφορώσα» στον εσχατολογικό προορισμό της, έχοντας ως στόμα και φωνή της τους Αγίους και τους Πατέρες της, προπάντων όταν υπάρχει «ζήτησις», κατά το Μέγα Φώτιο. Και ποτέ η Εκκλησία δεν έπαυσε να αντιμετωπίζει ποικίλες «προκλήσεις» και «ζητήσεις», αφού ο σατανάς την φθονεί και αποσκοπεί, «ινα αυτήν ποταμοφόρητον ποιήση» (Άπ. ιβ’ 15).


Έτσι, επαναστρέφοντας το λόγο στις μέρες μας, και χωρίς την πρόθεση αυτοεπιμέτρησης, με βαθύτατη τη συναίσθηση του τολμήματος, που επιχειρούμε, και αυτό ο χρόνος και η συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας θα το επικυρώσει, ταπεινά φρονούμε, ότι στον κύκλο των μεγάλων εκκλησιαστικών μορφών της εποχής μας, οι οποίοι «εν πολλοίς τεκμηρίοις» και «εν έργω και λόγω» υπήρξαν «φωστήρες εν κόσμω», κατά τη ρήση της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, δικαιωματικά μπορεί να καταταγεί και ο πρόσφατα αποδημήσας εκ του κόσμου τούτου και προς την άνω Ιερουσαλήμ ενδημήσας Γέροντας Θεόφιλος Ζησόπουλος. Για την εποχή μας ο ταπεινός λευίτης του Θεού Θεόφιλος, όσοι «εκ των εγγύς ή εκ των μακράν» τον γνώρισαν, υπήρξε «ποιμήν κατά την καρδίαν (του Θεού), (όστις) εποίμανε (τον λαόν του Θεού) μετ’ επιστήμης» (Ιερ. 3,15).Το εκκλησιαστικό και εθνικό του έργο σημάδεψε και εξακολουθεί να συνιστά «οσμήν ηδείαν» (Ησ. 3, 24) στην εποχή μας και διαχρονικά για την Εκκλησία και την Πατρίδα. Και ασφαλώς, θεοτερπή πανήγυρη συγκρότησαν και τον υποδέχθησαν οι ένοικοι της Βασιλείας των ουρανών εκεί «αφικνούμενον»! Και μεταξύ αυτών περιχαρής τον εναγκαλίσθηκε και ο Χρυσόστομος Ιωάννης, ο οποίος προφητικά διαμήνυε: «Είθε μοι και σάλπιγγος ην φωνή λαμπροτέρα και εν υψηλώ στήναι χωρίω δυνατόν ήν, και πάσι βοήσαι και διαμαρτύρασθαι ότι ο Θεός…» (PG 49, 251). Ήθελε έναν υψηλό άμβωνα και επιζητούσε μια ηχηρή σάλπιγγα ο Χρυσόστομος, προκειμένου να διασαλπίσει σε όλο τον κόσμο τα θεία μηνύματα. Και τούτου του Χρυσορρήμονα Πατέρα, ο μακαριστός Γέροντας Θεόφιλος, το πόθο «πεπλήρωκεν», καταστήσας την τηλοψία της 4Ε εκκλησιαστικό παγκόσμιο θεοτικό άμβωνα!

Έχει, λοιπόν να επιδείξει η Εκκλησία μας Αγίους και Πατέρες και σήμερα και θα έχει, ασφαλώς, και μέχρι της συντέλειας του παρόντος αιώνος.
via

Pages