Θα αποτελούσε ασύγγνωστη υπερβολή και θα αποκάλυπτε
φυγόπονη απελπισία να ζητούσε κανείς από κάποια επιφυλλίδα εκείνες τις
άμεσες παρεμβάσεις που θα δώσουν μια λύση στα σοβαρότατα κοινωνικά και
πνευματικά προβλήματα του καιρού μας. Αντιθέτως, θα ήταν απολύτως θεμιτή
η κοινή φιλοδοξία συγγραφέων και αναγνωστών, τα κείμενα στα οποία
συναντώνται, να φωτίζουν το δρόμο που ολοένα σκοτεινιάζει, τον ορίζοντα
που γίνεται όλο και πιο θολός. Δεν είναι εύκολος αυτός ο φωτισμός διότι
υπάρχει μια πολύ κακή παράδοση στον τόπο μας. Να εμπιστευόμαστε τις
κραυγές και τις μεγάλες κουβέντες. Να φοβόμαστε τη σιωπή και την
περίσκεψη και τελικά να ταυτίζουμε τον σκεπτικισμό με την απογοήτευση,
την ανοχή με την αδιαφορία, τη συγκατάβαση με την ηθική ατονία.
Ανεκτικοί στα ελαττώματα των άλλων όμως δεν γίνονται μόνον αυτοί που δεν
πιστεύουν πια σε κάτι αλλά και αυτοί που έχουν αποκομίσει ιστορική
πείρα, αυτοί που έχουν φτάσει με κόπο σε μιαν ύπαρξη «ορεινή» και
μπορούν να «ζουν σε απόσταση».
Οι πολλοί θα ερμηνεύσουν φυσικά αυτή τη στάση ως
παραίτηση. Είναι αυτοί που θεωρούν ευαισθησία και συνέπεια να θυμώνουμε,
να καυτηριάζουμε και να κρίνουμε με προτεταμένο τον δείκτη τους πάντες
και τα πάντα, ακόμη και χωρίς τεκμήρια. Ανύποπτοι όλοι τούτοι του
γεγονότος ότι η αλήθεια έρχεται μετά την έκρηξη, μετά την καταδίκη, όταν
όλα καταλαγιάζουν και ήρεμοι πλέον αναλογιζόμαστε τι κάναμε, τι είπαμε.
Θα άρμοζε ειδικά σ’ εμάς, ένα λαό με σαφή τα σημάδια της υπερκόπωσης
από τις μακραίωνες περιπέτειες, να υπερασπιζόμαστε μια κληρονομιά (στο
ύψος της οποίας ωστόσο δεν μπορούμε να αναχθούμε και γι’ αυτό είτε την
απαξιώνουμε είτε την κάνουμε τοτέμ και την προσκυνάμε), ο πιο μεγάλος
σεβασμός, μια κάποια ευλάβεια για τους κουρασμένους, γι’ αυτούς που δεν
έχουν πια τρόπαια ή ψευδαισθήσεις. Παρά ταύτα ο σεβασμός δεν μας
αποδίδεται και έτσι είναι αδύνατο να περάσουμε από την απάθεια του
κορεσμού στην απάθεια της γαλήνης.
Η οικονομική κρίση έφερε στο προσκήνιο αυτή την
ιστορική μας αδυναμία με τόνους όσο ποτέ δραματικούς. Ο διάχυτος
μηδενισμός που είχε πρωτοεμφανιστεί τα χρόνια της καταναλωτικής ακμής,
κρυμμένος πίσω από την υποκρισία της συμφιλίωσης και με κεντρικό στόχο
τη διαστρέβλωση της ιστορικής μνήμης, δεν πρόδιδε απλά την κάμψη κάθε
ηθικού κριτηρίου. Φανέρωνε την ραγδαία αισθητική καθίζηση του
μεταπολιτευτικού νέου ανθρώπου. Σήμερα μοιάζει χαμένη μάχη πια να
τονίζει κανείς ότι στην ελληνική ζωή το αισθητικό είχε κάποτε ηθικό
κύρος. Ότι ίσως να ήταν και η μόνη μας αληθινή ηθική. Αν έστω αυτή την
ώρα νιώθαμε πως η αποτυχία αναδεικνύει την τραγική ποιότητα του ήρωα
(που υψώνεται στην κορυφή πριν πέσει για πάντα), θα είχαμε κάποιαν
ελπίδα. Αλλά εμείς, εμείς που θελήσαμε να ανατρέψουμε την τραγική μας
παράδοση, την παράδοση που αντιλαμβάνεται την ύπαρξη ως καταδίκη, εμείς
που περιφρονήσαμε την πείρα των πατέρων μας που ήξεραν να προχωρούν,
παρά τη γεύση της αβύσσου στα χείλη και με επίγνωση της έσχατης απειλής,
στέκουμε άβουλοι και είτε εκχωρούμε αντί πινακίου φακής την εθνική
κυριαρχία είτε συνεχίζουμε τα άδεια, τα κούφια μεγάλα λόγια.
Ας υποθέσουμε όμως ότι κάποτε θα θελήσουμε να βρούμε
το δρόμο της ανάκαμψης. Το πρώτο που θα έπρεπε να συνειδητοποιήσουμε σε
αυτή την περίπτωση, θα ήταν πως η αναταραχή της συστατικής τάξης του
κόσμου μας δεν είναι κάτι που συντελέστηκε αίφνης αλλά έχει βαθιές ρίζες
στο χρόνο και στην ιστορία. Μια διαταραχή εωσφορική της φυσικής
ισορροπίας που αναποδογύρισε όλες τις θεμελιώδεις αξίες κι έκανε τις
νύχτες μας νύχτες του Άμλετ, δηλητηριασμένες, με πνοές εντάφιες και
παγερές τριγύρω στον αέρα. Αν όμως είναι παγωμένες οι καρδιές των
φρουρών στους προμαχώνες, είναι γιατί όλοι το ξέρουν: δεν υπάρχουν αθώοι
στη νεοελληνική σκηνή για να καμώνονται τους τιμητές. Κι αυτό είναι που
παρατείνει και επιτείνει την κρίση. Έχει λοιπόν πολλά ακόμη μερόνυχτα
να τοξεύει ο Απόλλων το στρατόπεδο των Αχαιών. Και κάπως έτσι μαθαίνουμε
κι εμείς και την άλλη όψη του φωτεινού, του πλαστικά ωραίου θεού, που
ενσάρκωνε κάποτε τον ορθό λόγο και νομοθετούσε την ευρυθμία. Κάπως έτσι
μαθαίνουμε ξανά τον τρομερό, τον σκοτεινό Απολλύοντα.
Τέτοιες δοκιμασίες στρέφουν συνήθως τα πλήθη σε λύσεις
εύκολες, πολλούς στο φόβο, άλλους στις αυταπάτες. Για μιαν ελάχιστη
ασφάλεια μέσα στο χώρο και το χρόνο όπου νιώθει παγιδευμένο, το άτομο
είναι ικανό να παραδοθεί στον πιο άγριο ατομικισμό αλλά και στον πιο
απόλυτο ολοκληρωτισμό. Καμώνεται πως δεν βλέπει τα εγκλήματα του πρώτου,
κάνει πως δεν θυμάται τα κακουργήματα του δευτέρου. Στο μεταξύ, το
κοσμολογικό οικοδόμημα έχει γεράσει, ρευστοποιούνται τα ήθη, όλα είναι
σχετικά. Η αγωνία όμως να βρούμε εξήγηση στο αίνιγμα του κόσμου δεν
καταπαύει. Εξακολουθεί να κάνει αφόρητο το αίσθημα πως ριχτήκαμε
άσπλαχνα σε κόσμο ακατανόητο, πως μόνο μια τραγική αλληλεγγύη μάς ενώνει
με τους άλλους ανθρώπους. Την ίδια στιγμή, οι σύγχρονοι θεοί του
χρήματος, οι αδυσώπητοι τιμωροί των αγορών, δεν παύουν να απαιτούν
εκδίκηση. Δεν αναγνωρίζουν κανένα άλλο νόημα εξαγνισμού. Η άγρια, η
αιώνια εκμετάλλευση: αυτή είναι πάντα η μόνη οντολογική συνθήκη του
κόσμου του χρήματος.
Απέναντι σ’ αυτή την πραγματικότητα μόνο η ανεύρεση εκ
νέου του τραγικού ελληνικού πνεύματος μπορεί να γεννήσει τον πόθο μιας
ζωής αναπαλλοτρίωτης. Η επανεύρεση αυτή δεν είναι ουδέτερη επιστημονική
πράξη αλλά μια βαθιά ριζωμένη στον ψυχικό μας κόσμο ανάγκη. Είναι
γνωστική εν τέλει διαδικασία που μοιάζει με ενθουσιώδη αναγνώριση του
ιδανικού εαυτού μας. Υπάρχει ως ένα πάθος οικείωσης το οποίο ενσωματώνει
και αφομοιώνει. Μόνο έτσι είναι δυνατή η κατανόηση και η ερμηνεία των
σύγχρονων φαινομένων. Διότι το ελληνικό πνεύμα δεν είναι μια προβολή ή
μια αφαίρεση για να στηριχθεί η διάκριση οικείου και ξένου. Είναι μια
πανανθρώπινη αποτύπωση που αίρει τελικά αυτή τη διάκριση. Δεν είναι μόνο
γλώσσα, όπως τόσο όμορφα και ποιητικά έχει οριστεί η ελληνικότητα.
Είναι πριν απ’ όλα το διαρκές αίσθημα του τραγικού. Να λοιπόν που ίσως η
κοινωνική ερήμωση κι ο μαρασμός της οικονομικής και της πνευματικής
ζωής να μπορούν να κατανοηθούν και ως θετική διαδικασία που θα κάνει
δυνατή τη λύση του δράματος και ίσως- ίσως και την εθνική μας
αναγέννηση.
Ακόμη κι οι πιο σκοτεινές στιγμές της Ιστορίας (έχει
αποδειχθεί), μπορούν να γίνουν απαρχή συλλογικής, ηθικής, αισθητικής
ωρίμανσης. Ο δρόμος προς την αυτογνωσία είναι δύσβατος, με τις απωθήσεις
να αναπαύουν και τις εκλογικεύσεις να παραπλανούν. Μερικά πράγματα δεν
μας αρέσει να τα θυμόμαστε και κυρίως δεν μας αρέσει να μας τα
υπενθυμίζουν τρίτοι, ιδιαιτέρως μάλιστα όταν αυτοί έχουν βεβαρημένο
ιστορικό. Η απόκρισή μας ωστόσο δεν μπορεί να είναι μια ρητορική
περιφρόνηση. Καθώς φεύγει η γενιά της υποκρισίας και παραδίδει την
πατρίδα σε μια γενιά εκ των προτέρων ηττημένη, τα χρόνια της έγνοιας
αλλά και της αφέλειας, του ρεμβασμού αλλά και των προαισθημάτων, είναι
καιρός να δώσουν τη θέση τους στο χρόνο της τόλμης και της
αποφασιστικότητας. Επιτέλους. Να ριψοκινδυνεύσουμε και πάλι. Στην
κρίσιμη στροφή της ελληνικής ζωής που περνάμε, αρκεί ίσως μια κίνηση
εκστατική και στοχαστικά λυρική για να προσφέρει αλήθεια χωρίς
φανατισμούς, προσανατολισμό χωρίς μονομέρειες, νόημα ζωής χωρίς
αποκλεισμούς. Θα είναι μια κίνηση από τη νέα, την ηττημένη γενιά που
θερισμένη και αναπολόγητη πέφτει σήμερα επειδή έτσι θέλησαν οι ανάξιοι
ηγεμόνες της τελευταίας τεσσαρακονταετίας.
Εδώ ακριβώς θα μπορούσε να προβληθεί η καλόπιστη
αντίρρηση: Υπάρχει κάποια έτοιμη συνταγή εθνικής σωτηρίας; Θα ήταν
κωμικό να το υποστήριζε κανείς αυτό. Η μία και μόνη ελπίδα που υπάρχει,
είναι ν’ αποκτήσει η νέα γενιά την κοινή αίσθηση ενός ιστορικού χρέους.
Με πίστη στις δημιουργικές δυνάμεις του ελληνικού λαού αλλά και ευθεία
αυστηρότητα για τις μικρές και μεγάλες κατεργαριές του δήθεν αθώου,
βασανισμένου «λαϊκού ανθρώπου». Με στοχασμό ελληνικό –σφραγίδα
εντυπωμένη στο νου και στη συνείδηση που θα έχει για τον κόσμο– αλλά και
γνώση πως αυτός ο κόσμος αλλάζει ορμητικά, ακατάσχετα, και η Ελλάδα δεν
μπορεί να παραμένει καθηλωμένη σε σχήματα της Μεταπολίτευσης ή στα
κρησφύγετα ρωμαίικης αυταρέσκειας που πάντα σε κάποιον άλλο ρίχνει την
ευθύνη για τα δικά μας σφάλματα.
Η γενιά αυτή δεν θα συνασπιστεί για να θορυβήσει όπως
κάνουν οι διάφοροι γραφικοί, οι δήθεν ελληνοκεντρικοί ή οι
καταστροφολόγοι που απαξιώνουν το έπος του νέου ελληνισμού. Θα
αισθάνεται δέος για τη στράτευσή της και δεν θα έχει χρόνο για «πλάκες»,
ατάκες και σώου τηλεοπτικά. Θα της αρκεί η στράτευσή της. Αυτή θα τη
θερμαίνει, αυτή θα την ενθουσιάζει. Η ελληνική ζωή με μια τέτοια γενιά
θα αποκτήσει ξανά ένα σκοπό υπαγορευμένο από τη δύναμη των πραγμάτων. Κι
ένας σκοπός, όταν μάλιστα είναι κοινός, υπόσχεται τη δικαίωση, αδιάφορο
αν τον πετύχεις ή όχι. Αρκεί που αγωνίστηκες. Μπορεί σε μια μάχη να μη
νικήσεις, συχνά όμως φτάνει να ξέρεις πως υπήρξες πολεμιστής. Που
έβγαλες –εν προκειμένω– το κεφάλι από το δύσοσμο βόθρο της
μεταπολίτευσης και ανάσανες ελεύθερα. Ανταμοιβή μεγαλύτερη δεν υπάρχει.
Στοιχειωμένη η ζωή, αλαφιασμένη η συνείδηση όσων ζούνε
σήμερα το ναυάγιο. Θα μας πάρει τάχα μαζί του στο βυθό της ιστορίας ή
θα διαφύγουμε με τις σχεδίες που προσφέρει η τραγική μας παράδοση; Κι αν
το ναυάγιο φαίνεται υπερβολή, ας μεταχειριστούμε άλλο παράδειγμα στο
οποίο επί της αρχής μάλλον όλοι θα συμφωνούσαν. Βρισκόμαστε πλέον στην
άκρη του γκρεμού. Καθώς ζαλιζόμαστε, μπορεί να τρέμει η ψυχή και να
κόβεται η ανάσα, θεριεύει ωστόσο και μια επιθυμία. Να προχωρήσουμε. Και ή
θα γκρεμιστούμε ή θα πετάξουμε. Στον ίλιγγο αυτό, στην ύψιστη ηδονή που
προκαλεί η διπλή έλξη (του ουρανού και του χάους), καιρός να
απαντήσουμε δημιουργώντας. Και να ζήσουμε στο σύγχρονο κόσμο περήφανοι
ξανά. Αλλά περήφανοι όχι ως λαός κληρονόμων μα ως λαός δημιουργών.
Κώστας Χατζηαντωνίου
Κώστας Χατζηαντωνίου
Πρώτη δημοσίευση στη "Νέα Ευθύνη", τχ. 13 Σεπ. - Οκτ 2012, σελ 572-574.
πηγή: Aντίφωνο