Η πραγματική προσπάθεια, ήταν η ίδια η ανάβαση. Για ώρες ολόκληρες, πάνω στις ξερές πλαγιές του ηφαιστείου, με τις άγονες επιφάνειες, τις άλλοτε γκρίζες και άλλοτε μαύρες, μέσα από μονοπάτια όλο και πιο απότομα. Αυτόν τον μακρύ δρόμο προς τον κρατήρα, ο Εμπεδοκλής τον είχε διανύσει άπειρες φορές. Αλλά όταν ήταν νέος, ή στο άνθος της ηλικίας του. Όλη του τη ζωή, εξάλλου, δεν είχε σταματήσει να διασχίζει με τα πόδια, προς όλες τις κατευθύνσεις, αυτό το μεγάλο νησί, όπου όλοι τον γνώριζαν, τουλάχιστον εξ ακοής. Από τον Ακράγαντα έως την Έγεστα, από τις Συρακούσες έως τον Σελινούντα, από το βορρά έως το νότο και από την ανατολή έως τη δύση, είχε περπατήσει από ηλικία σε ηλικία μέσα από τα στάρια, μέσα από τις ελιές, τους βράχους, κάτω από τις λεμονιές και τις βουκαμβίλιες, τις μέρες με καταιγίδα ή τις νύχτες του καύσωνα. Ναι, με το να περπατά, γνώριζε απέξω όλα τα τοπία αυτού του μεγάλου σαν ολόκληρη χώρα νησιού.
Η πραγματική προσπάθεια, ήταν η ίδια η ανάβαση. Για ώρες ολόκληρες, πάνω στις ξερές πλαγιές του ηφαιστείου, με τις άγονες επιφάνειες, τις άλλοτε γκρίζες και άλλοτε μαύρες, μέσα από μονοπάτια όλο και πιο απότομα. Αυτόν τον μακρύ δρόμο προς τον κρατήρα, ο Εμπεδοκλής τον είχε διανύσει άπειρες φορές. Αλλά όταν ήταν νέος, ή στο άνθος της ηλικίας του. Όλη του τη ζωή, εξάλλου, δεν είχε σταματήσει να διασχίζει με τα πόδια, προς όλες τις κατευθύνσεις, αυτό το μεγάλο νησί, όπου όλοι τον γνώριζαν, τουλάχιστον εξ ακοής. Από τον Ακράγαντα έως την Έγεστα, από τις Συρακούσες έως τον Σελινούντα, από το βορρά έως το νότο και από την ανατολή έως τη δύση, είχε περπατήσει από ηλικία σε ηλικία μέσα από τα στάρια, μέσα από τις ελιές, τους βράχους, κάτω από τις λεμονιές και τις βουκαμβίλιες, τις μέρες με καταιγίδα ή τις νύχτες του καύσωνα. Ναι, με το να περπατά, γνώριζε απέξω όλα τα τοπία αυτού του μεγάλου σαν ολόκληρη χώρα νησιού.