Γιατί γλάρε κράζεις θλιμμένα;
Κάθε φορά που οι γλάροι κρώζουν, ακούγονται σα να θρηνούν. Τι θρηνούν άραγε; Πετούν πολλοί μαζί, οπότε μια παρέα την έχουν όσο να πεις. Μήπως τους λείπει το ταίρι, το ερωτικό;
Μπα, αποκλείεται να είναι αυτό, μιας και είναι τόσοι, δε γίνεται να μη ζευγαρώσουν κάποια στιγμή.
Λες να μη μπορούν να κάνουν απογόνους και κρώζουν έτσι λυπημένα;
Λίγο δύσκολο, γιατί κάθε φορά που τους βλέπω, μου φαίνονται όλο και περισσότεροι. Άρα, μάλλον θα τους λείπει η τροφή; Τι, όχι; Έχουν ολόκληρη τη θάλασσα για να φάνε; Ναι, σωστό και αυτό, δε λέω. Αλλά αν δεν είναι κάτι από τα παραπάνω, τότε γιατί οι γλάροι κρώζουν τόσο πένθιμα;
Α, μάλιστα, σωστά. Δεν υπολόγισα το βασικότερο, τις επιθυμίες τους. Κρώζουν τόσο λυπημένοι επειδή δε μπορούν να απομακρυνθούν από τη θάλασσα και να ζήσουν μια ζωή αλλιώτικη, διαφορετική. Μια ζωή μοναχική ίσως, δίχως τόσους συγγενείς δίπλα σε κάθε τους βήμα, σε κάθε τους κίνηση.
Μια ζωή δίχως την έγνοια της κριτικής του κοπαδιού των υπολοίπων γλάρων.
Κάποιοι, μπορεί να τα καταφέρνουν (ναι, για εκείνους τους γλάρους που βλέπουμε στους σκουπιδότοπους λέω), οι περισσότεροι όμως, δεν αλλάζουν ζωή. Όχι γιατί δε μπορούν, αλλά επειδή φοβούνται να ξεβολευτούν από την άνεση του γιαλού και του κοπαδιού τους και να αντικρίσουν το άγνωστο.
Αυτοί λοιπόν, είναι οι γλάροι που ακούω να κρώζουν θλιμμένα.
Για μια ζωή που δεν έζησαν, για ένα βήμα που δε τόλμησαν, για μια αυτονομία και μια ελευθερία που εν τέλει, δεν απέκτησαν ποτέ.
Ο γλάρος που δεν έκρωξε, είναι σα να μην υπήρξε ποτέ, όταν όμως έφυγε μακριά, ήταν σα να ξαναγεννήθηκε.
Μπορεί να είναι λευκός στο χρώμα, μοιάζοντας όμως με φοίνικα πια, ξαναγεννιέται μέσα από τις στάχτες του, ανακαλύπτοντας νέους ορίζοντες…