Υποστήριζε ότι τα πρώτα σεξουαλικά αντικείμενα του παιδιού τα αποτελούν αυτά ακριβώς τα οποία ενέχονται στη διατροφή, την φροντίδα και την προστασία του, άλλως ειπείν αυτά επί των οποίων το βρέφος ερείδεται στα πρώτα βήματά του.
Αυτό είναι ένα πρότυπο σχέσεων το οποίο πολλοί άνθρωποι θα ακολουθήσουν στην ερωτική ζωή τους, γυρεύοντας κατά βάθος στο αντικείμενο του πόθου την τροφοδοτική/τροφό γυναίκα ή τον προστάτη άντρα.
Πρόκειται για τον ανακλιτικό τύπο επιλογής του αντικειμένου, ο οποίος είναι κατεξοχήν αντικειμενοτρόπος, στοχεύει δηλαδή στη σχέση του υποκειμένου με κάποιον άλλο.
Εντούτοις, άνθρωποι με διαταραγμένη ψυχοσεξουαλική εξέλιξη επιλέγουν το μεταγενέστερο ερωτικό αντικείμενο με πρότυπο όχι τη μητέρα ή τον προστάτη (την ετερότητα), αλλά τον εαυτό τους προάγοντας τοιουτοτρόπως μια ναρκισσιστική επιλογή αντικειμένου.
Ο στόχος και η ικανοποίηση ενός ανθρώπου στη ναρκισσιστική επιλογή αντικειμένου είναι πρωτίστως να αγαπηθεί από έναν άλλον άνθρωπο.
Σε κάθε άνθρωπο είναι ανοιχτοί και οι δύο δρόμοι επιλογής του αντικειμένου, ο ανακλιτικός και ο ναρκισσιστικός, και μπορεί να προτιμηθεί ο ένας ή ο άλλος.
Τω όντι, ο Freud διατεινόταν ότι ο άνθρωπος έχει δύο σεξουαλικά αντικείμενα στα οποία στοχεύει, τον εαυτόν του και την γυναίκα που τον φροντίζει.
Σε αυτήν την περίπτωση ο άνδρας υπερτιμά σεξουαλικά το αντικείμενο του πόθου του, γεγονός το οποίο δεν αποτελεί παρά μετάθεση/μετατόπιση του δικού του πρωταρχικού παιδικού ναρκισσισμού στο αντικείμενο της επιθυμίας.
Αυτή η σεξουαλική υπερτίμηση επιτρέπει τη δημιουργία μιας ιδιόρρυθμης κατάστασης, της ερωτοληψίας, η οποία θυμίζει την ιδεοληπτική συνθήκη (ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση) και οδηγεί στην πτώχευση της λιβιδούς του Εγώ (ναρκισσιστική λιβιδώς).
Η ερωτοληψία συνίσταται σε έναν κατακλυσμό του αντικειμένου από την λιβιδώ του Εγώ του υποκειμένου.
Πρόκειται για ένα είδος λιβιδινικής αιμορραγίας του ατόμου, καθώς η ψυχική ενέργεια αποσύρεται από το Εγώ και επενδύεται σχεδόν ολοκληρωτικά στον άλλο (λιβιδώς του αντικειμένου), εξυψώνοντας το σεξουαλικό αντικείμενο σε σεξουαλικό ιδανικό, είναι η προβολή του ιδεώδους Εγώ του υποκειμένου επί του αγαπώμενου αντικειμένου.
Η λιβιδινική επένδυση των αντικειμένων δεν εξυψώνει την αυτοπεποίθηση του υποκειμένου, η εξάρτηση από το αγαπημένο αντικείμενο επενεργεί μειωτικά, όποιος είναι ερωτευμένος είναι ταπεινός και εμφορείται από αισθήματα κατωτερότητας.
Το ερωτευμένο άτομο προικίζει με όλα τα καλά το αντικείμενο της επιθυμίας του.
Όπως και στην ύπνωση το υποκείμενο χάνει τις δικές τους ιδιότητες για χάρη του αγαπώμενου, το Εγώ του γίνεται όλο και λιγότερο απαιτητικό όλο και πιο σεμνό ενώ το αντικείμενο γίνεται όλο και πιο υπέροχο και πολύτιμο, έλκει τότε πάνω του όλο την αγάπη που το Εγώ θα μπορούσε να νιώθει για τον εαυτό του.
Όποιος αγαπάει έχει χάσει κατά κάποιον τρόπο ένα μέρος του ναρκισσισμού του και μόνο αν αγαπηθεί μπορεί να το αναπληρώσει.
Ο επανεμπλουτισμός του Εγώ είναι εφικτός μόνο με την απόσυρση της λιβιδούς από τα αντικείμενα, την επιστροφή της στο Εγώ και τη μετατροπή της σε ναρκισσισμό.
Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ανία το αίσθημα ότι ο χρόνος είναι αργός, ότι δεν κινείται ή ότι είναι ατέρμων και ότι ο κόσμος δεν έχει νόημα, είναι άδειος ή κατοικείται από αδιάφορα αντικείμενα, ενώ ο εαυτός μας υπάρχει μόνος του, χωρίς αγάπη, χωρίς σκοπό και χωρίς αξία.
Στη ζωή των ναρκισσιστικών ατόμων κυριαρχεί η πλήξη, ως αποτέλεσμα της ανίκανότητάς τους να επενδύουν σε σχέσεις και γεγονότα που δεν προσφέρουν άμεση ικανοποίηση.
Ναρκισσιστικοί ασθενείς δε βρίσκουν καμιά ικανοποίηση να δίνουν από τον εαυτόν τους.
Η ανάγκη τους για αγάπη είναι μονόπλευρη και ακόρεστη, απαιτητική αλλά χωρίς πίστη, απεγνωσμένα πιεστική αλλά καχύποπτη ως προς την αμοιβαιότητά της, την πιθανότητα να ικανοποιηθεί ή να βρει ανταπόκριση ανάλογη με τις μεγάλες προσδοκίες που έχουν από το αντικείμενο.
Οι ανεδαφικές τους προσδοκίες καθιστούν το αντικείμενο αγάπης ανίκανο, αποστερώντας τη σχέση μαζί του από κάθε νόημα ή μέλλον.
Ωστόσο, υπάρχει ένας απροσδιόριστα μεγάλος αριθμός γυναικών που αγαπούν σύμφωνα με τον ανδρικό τύπο και εκδηλώνουν την ανάλογη σεξουαλική υπερτίμηση (εξιδανίκευση) απέναντι στο αντικείμενο του πόθου τους.
Σημειωτέον ότι ακόμα και για τις ναρκισσιστικές και ψυχρές απέναντι στον άνδρα γυναίκες, υπάρχει ένας δρόμος που τις οδηγεί στον πλήρη έρωτα προς το αντικείμενο και αυτό έχει να κάνει με το παιδί που γεννούν.
Απέναντί τους εμφανίζεται τώρα ένα μέρος του ίδιου του σώματός τους εν είδει άλλου/ξένου αντικειμένου στο οποίο μπορούν πια να χαρίσουν τον πλήρη έρωτά τους, ωστόσο από ναρκισσιστική βάση, δηλαδή μεταφέροντάς στο παιδί, ως προέκτασή του σώματος και του Εγώ τους, την αγάπη που τρέφουν για τον εαυτόν τους.
Άλλες πάλι γυναίκες δεν έχουν ανάγκη να περιμένουν το παιδί για να κάνουν το εξελικτικό βήμα από τον ναρκισσισμό και να φτάσουν στον έρωτα για το αντικείμενο.
Είναι αυτές που αισθάνονταν ήδη πριν από την εφηβεία τους τον εαυτόν τους αρσενικό ως εκ τούτου για ένα διάστημα η πορεία τους είχε ανδρικό χαρακτήρα.
Αυτή η «αρρενωπότης» μπορεί μεν να διακόπηκε με την εμφάνιση της γυναικείας ωριμότητας, ωστόσο παρέμεινε η προδιάθεσή τους να λαχταρούν ένα ανδρικό ιδανικό, το οποίο αποτελεί κατά βάθος τη συνέχεια του αγορίστικου πλάσματος που κάποτε υπήρξαν.
Τω όντι, εδώ υφίσταται ένας καταναγκασμός να αποδίδεται σε αυτά κάθε είδους τελειότητα, να κρύβονται και να ξεχνιούνται όλα τα ελαττώματα τους, να ισχύουν για τα παιδιά αξιώσεις και προνόμια από τα οποία οι γονείς τους έχουν προ πολλού παραιτηθεί.
Το παιδί πρέπει να ζήσει καλύτερα από αυτούς, να μην υποταχθεί, τουλάχιστον ολοκληρωτικά, στην αρχή της πραγματικότητας: η αρρώστια, ο θάνατος, η παραίτηση από τις απολαύσεις κ.λ.π. δεν πρέπει να ισχύουν για το παιδί, his majesty the baby.
Aυτό πρέπει να υλοποιήσει τους ανεκπλήρωτους ευσεβείς πόθους των γονέων, να γίνει μεγάλος άντρας και ήρωας στη θέση του πατέρα, να παντρευτεί έναν ήρωα προς όψιμη αποζημίωση της μητέρας.
Η συγκινητική και στην πραγματικότητα τόσο παιδική αγάπη των γονέων δεν είναι παρά ο αναγεννημένος ναρκισσισμός τους, ο οποίος, παρά τη μεταμόρφωσή του σε έρωτα του αντικειμένου, δεν παύει να αποκαλύπτει απαραγνώριστα την πρώην φύση του.
Το κείμενο είναι βασισμένο στο άρθρο S. Freud. “On narcissism: an introduction” (1914-1916).
Σάββας Μπακιρτζόγλου, ψυχολόγος-ψυχαναλυτής.