«Δεν είμαι απ’ αυτά τα μέρη».
«Έτσι είπα κι εγώ. Τους ξέρω όλους εδώ τριγύρω. Πώς έγινε, όμως, και βρέθηκες εκεί πλάι στο αλτάρι;»
«Δεν μπορώ να σου πω».
«Μην και σε λήστεψε κανένας;»
«Κανένας δε με λήστεψε. Με τιμώρησε ο Θεός».
«Ο Θεός, βέβαια, όλα τα κανοναρχά. Πρέπει, πάντως, να βρεις κάπου στέγη και τροφή. Πού θα ‘θελες να πας;»
«Όπου και να πάω, το ίδιο θα ‘ναι για μένα».
Ο Σίμωνας έβγαλε το σκούφο του και κάθισε στον πάγκο, σαν να μην έτρεχε τίποτα.
«Φτάνει, Ματριόνα. Μη βρίζεις χωρίς λόγο! Καλύτερα να ρωτήσεις τι λογής άνθρωπο —»
«Κι εσύ να μου πεις τι τα ‘κανες τα λεφτά». Ο Σίμωνας έψαξε την τσέπη της καζάκας, έβγαλε το χαρτονόμισμα των τριών ρουβλιών και το ξεδίπλωσε.
Άρπαξε το χαρτονόμισμα απ’ το τραπέζι, το πήρε για να το σιγουρέψει κάπου και είπε:
«Έλα τώρα, Ματριόνα, κράτα κομμάτι τη γλώσσα σου. ‘Ακου πρώτα τι έχει να σου πει ένας άνθρωπος!»
«Ποιος ξέρει τι σοφίες θ’ ακούσω από έναν τρελομεθύστακα! Είχα δίκιο που δεν ήθελα να σε παντρευτώ — ένα μεθύστακα! Τα λινά που μου ‘δωκε η μάνα μου τα ήπιες. Και τώρα βγήκες ν’ αγοράσεις πανωφόρι και το ‘πιες κι αυτό!»
Η Ματριόνα δεν έλεγε να βάλει γλώσσα μέσα της και στο τέλος όρμησε πάνω στον Σίμωνα και τον άρπαξε από το μανίκι.
Οργισμένες κουβέντες ανέβηκαν ως τα χείλη της Ματριόνας, μα κοίταξε τον ξένο και σώπασε. Ο νέος καθόταν άκρη άκρη στον πάγκο, ασάλευτος, με τα χέρια του διπλωμένα πάνω στα γόνατά του, με το κεφάλι του ριγμένο στο στήθος του, με τα μάτια του κλειστά και με σμιχτά τα φρύδια, σαν να πόναγε πολύ. Η Ματριόνα απόμενε βουβή κι ο Σίμωνας είπε:
Και η Ματριόνα λυπήθηκε τον ξένο κι άρχισε να τον συμπαθεί. Κι αμέσως το πρόσωπο του ξένου φωτίστηκε. Τα φρύδια του δεν ήταν πια σμιχτά. Σήκωσε το κεφάλι του και χαμογέλασε στη Ματριόνα.
«Πώς έγινε, όμως, και βρέθηκες στο δρόμο;»
«Δεν μπορώ να σας πω».
«Μήπως σε λήστεψε κανείς;»
«Ο Θεός με τιμώρησε».
«Και καθόσουν εκεί πέρα ολοτσίτσιδος;»
«Ναι, γδυμνός και παγωμένος. Ο Σίμων με είδε και με λυπήθηκε. Έβγαλε το πανωφόρι του, μου το φόρεσε και μ’ έφερε εδώ πέρα. Κι εσείς μου δώσατε να φάω, μου δώσατε να πιω και μου δείξατε συμπόνια. Ο Θεός θα σας ανταμείψει!»
«Τ’ είναι;»
«Φάγατε το τελευταίο κομμάτι ψωμί και δεν ξέρω τι θα κάνουμε αύριο. Μπορεί να δανειστώ λίγο απ’ τη γειτόνισσα, τη Μάρθα».
«Αν ζούμε ως αύριο, κάτι θα βρούμε να φάμε». Η γυναίκα έμεινε έτσι για λίγο και έπειτα είπε: «Φαίνεται καλός άνθρωπος αλλά γιατί δε μας λέει ποιος είναι;»
«Έχει τους λόγους του, φαντάζομαι».
«Σίμων!»
«Έλα».
«Εμείς δίνουμε. Ωραία! Γιατί, όμως, κανένας δε μας δίνει τίποτα εμάς;»
«Δεν ξέρω καμιά»
«Οι άνθρωποι εργάζονται και θα εργαστώ κι εγώ».
«Πώς σε λένε;»
«Μιχάλη».
«Λοιπόν, Μιχάλη. Αν δε θες να μιλήσεις για την αφεντιά σου, δικιά σου υπόθεση. Μα πρέπει να κάνεις κάτι για να ζήσεις. Αν δουλέψεις όπως σου πω εγώ, θα σου εξασφαλίσω στέγη και τροφή».
«Ο Θεός να σε ανταμείψει! Θα μάθω. Δείξε μου τι να κάνω».
«Εγώ, εξοχότατε», είπε ο Σίμωνας πλησιάζοντας.
Ο Σίμωνας έριξε στον Μιχάλη μια ματιά και είδε πως είχε παρατήσει τη δουλειά του και καθόταν με τα μάτια του καρφωμένα πάνω στα κοριτσάκια. Ο Σίμωνας παραξενεύτηκε. Είναι αλήθεια πως τα κορίτσια ήταν πολύ όμορφα, με μαύρα μάτια, παχουλά, ροδομάγουλα• φορούσαν όμορφα τσεμπέρια και γούνινα πανωφόρια αλλά ο Σίμωνας εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει γιατί ο Μιχάλης τα κοίταζε με τον τρόπο αυτό — σάμπως να τα γνώριζε από πριν. Ένιωθε αμήχανος αλλά συνέχισε να κουβεντιάζει με τη γυναίκα κανονίζοντας την τιμή. Αφού κανόνισε την τιμή, ετοιμάστηκε να πάρει τα μέτρα. Η γυναίκα σήκωσε το ανάπηρο κορίτσι στα γόνατα της και είπε:
“Πεθαίνω απ’ το κρύο και την πείνα και να ένας άνθρωπος που άλλο δε σκέφτεται, παρά μονάχα πώς να ντύσει τον εαυτό του και τη γυναίκα του και πώς να βρει ψωμί για να φάνε. Δεν μπορεί να με βοηθήσει”.
Όταν με αντίκρισε ο άνθρωπος, σκυθρώπιασε και γίνηκε ακόμα τρομερότερος και με προσπέρασε. Απελπίστηκα τότε. Μα ξαφνικά τον άκουσα που ξαναγύριζε. Σήκωσα τα μάτια μου, τον είδα και δεν αναγνώρισα τον ίδιο άνθρωπο: λίγο πριν είχα δει το θάνατο στο πρόσωπο του, μα τώρα είχε ζωντανέψει και αναγνώρισα σ’ αυτόν την παρουσία του Θεού. Ήρθε κοντά μου, μ’ έντυσε, με πήρε μαζί του και μ’ έφερε στο σπίτι του. Εγώ μπήκα στο σπίτι. Μια γυναίκα ήρθε να μας προϋπαντήσει και άρχισε να μιλά. Η γυναίκα ήταν ακόμα πιο τρομερή απ’ όσο υπήρξε ο άντρας. Από το στόμα της έβγαινε το πνεύμα του θανάτου. Δεν μπορούσα ν’ ανασάνω από την μπόχα του θανάτου που σκόρπιζε ολόγυρα της. Ήθελε να με διώξει, να με πετάξει έξω μες στην παγωνιά κι εγώ ήξερα πως αν το έκανε, θα πέθαινα. Άξαφνα ο άντρας της της μίλησε για το Θεό και η γυναίκα άλλαξε μονομιάς. Κι όταν μου έφερε να φάω και με κοίταξε, την κοίταξα κι εγώ και είδα πως ο θάνατος δεν κατοικούσε πια μέσα της. Είχε ζωντανέψει και αναγνώρισα και σ’ αυτή την παρουσία του Θεού.
»Τότε θυμήθηκα το πρώτο μάθημα που μου ‘χε αναθέσει ο Κύριος: “μάθε Τι κατοικεί μέσα στον άνθρωπο”. Και κατάλαβα πως μέσα στον άνθρωπο κατοικεί η αγάπη!
Χαιρόμουνα που ο Θεός είχε κιόλας αρχίσει να μου φανερώνει ό,τι είχε υποσχεθεί και τότε χαμογέλασα για πρώτη φορά. Αλλά δεν τα ‘χα ακόμα μάθει όλα. Δεν ήξερα ακόμα Τι δε δίνεται στον άνθρωπο και Τι κρατά τους ανθρώπους ζωντανούς.
»Έμεινα μαζί σας και πέρασε ένας χρόνος. Κι ήρθε τότε ένας άνθρωπος που παράγγειλε μπότες που θα τις φορούσε για ένα χρόνο δίχως να ξεχειλώσουν ή να ξηλωθούν. Εγώ τον κοίταξα και, ξαφνικά, πίσω απ’ τον ώμο του, αντίκρισα το σύντροφο μου — τον άγγελο του θανάτου. Κανείς εκτός από μένα δεν έβλεπε κείνο τον άγγελο. Εγώ, όμως, τον ήξερα και ήξερα πως πριν ο ήλιος βασιλέψει, θα έπαιρνε του πλούσιου την ψυχή. Και είπα μέσα μου: “Ο άνθρωπος αυτός κάνει ετοιμασίες για ένα χρόνο μετά και δεν ξέρει πως θα πεθάνει πριν νυχτώσει”. Και θυμήθηκα τη δεύτερη φράση του Κυρίου, “μάθε Τι δε δίνεται στον άνθρωπο”.
» Ο,τι κατοικεί μέσα στον άνθρωπο το ήξερα κιόλας. Τώρα μάθαινα τι δεν του δίνεται. Δε δίνεται στον άνθρωπο το να ξέρει τις ανάγκες του. Και χαμογέλασα για δεύτερη φορά. Χαιρόμουν που είχα αντικρίσει το σύντροφό μου άγγελο, που χαιρόταν κι αυτός για το ότι ο θεός μού είχε αποκαλύψει τη δεύτερη αλήθεια.
«Ωστόσο, δεν τα γνώριζα ακόμα όλα. Δεν ήξερα Τι κρατά τους ανθρώπους ζωντανούς. Κι εξακολούθησα να ζω περιμένοντας πότε ο Κύριος θα μου αποκαλύψει το τελευταίο τούτο μάθημα. Τον έκτο χρόνο ήρθαν εδώ τα δίδυμα κορίτσια με τη γυναίκα. Κι εγώ αναγνώρισα τα κορίτσια και άκουσα με ποιο τρόπο είχαν κρατηθεί στη ζωή. Ακούγοντας την ιστορία, αναλογίστηκα:
“Η μητέρα τους με ικέτεψε για χάρη των παιδιών κι εγώ την πίστεψα όταν έλεγε πως τα παιδιά δεν μπορούνε να ζήσουν δίχως μάνα ή πατέρα. Όμως, ήρθε μια ξένη και τα θήλασε και τ’ ανάθρεψε”. Κι όταν η γυναίκα έδειξε την αγάπη της για τα παιδιά που δεν ήταν δικά της κι έκλαψε πάνω από το προσκεφάλι τους, είδα σ’ αυτή το ζωντανό Θεό και κατάλαβα Τι κρατά τους ανθρώπους ζωντανούς. Και ήξερα πως ο Θεός μού είχε αποκαλύψει την τελευταία αλήθεια και είχε συγχωρέσει το αμάρτημα μου. Και τότε χαμογέλασα για τρίτη φορά».
»Δεν ήτανε δοσμένο στη μητέρα να ξέρει τι χρειάζονταν τα παιδιά της για να ζήσουν. Ούτε και στον πλούσιο ήταν δοσμένο να ξέρει τι χρειαζόταν για τον εαυτό του. Ούτε κι είναι δοσμένο σ’ οποιοδήποτε άνθρωπο να ξέρει αν, μόλις πέσει το βράδυ, θα χρειαστεί μπότες για το σώμα του ή μαλακές παντόφλες για το πτώμα του.
»Έμεινα στη ζωή, σαν ήμουν άνθρωπος, όχι από έγνοια για τον εαυτό μου, μα επειδή ήταν παρούσα η αγάπη σ’ έναν περαστικό κι επειδή αυτός και η γυναίκα του με συμπόνεσαν και μ’ αγάπησαν.
Έμειναν στη ζωή τα ορφανά όχι απ’ την έγνοια της μητέρας τους, μα επειδή υπήρχε αγάπη μες στην καρδιά κάποιας γυναίκας, μιας ξένης γι’ αυτά, που τα συμπόνεσε και τ’ αγάπησε. Κι όλοι οι άνθρωποι μένουν στη ζωή όχι με τη σκέψη ότι ξοδιάζουν για την ευτυχία τους, μα επειδή μέσα στον άνθρωπο υπάρχει αγάπη.
»’Ηξερα ως τώρα πως ο Θεός έδωσε ζωή στους ανθρώπους και τη λαχτάρα να ζήσουν. Τώρα κατάλαβα περισσότερα απ’ αυτό.
»Κατάλαβα πως ο Θεός δεν επιθυμεί να ζούνε ξέχωρα οι άνθρωποι και, λοιπόν, δεν τους αποκαλύπτει τι χρειάζεται ο καθένας για τον εαυτό του. Τους θέλει, όμως, να ζούνε ενωμένοι και, λοιπόν, αποκαλύπτει στον καθένα απ’ αυτούς τι είναι αναγκαίο για όλους.
«Κατάλαβα τώρα πως οι άνθρωποι, μόλο που δείχνουν ότι ζουν από έγνοια για τον εαυτό τους, στην πραγματικότητα ζούνε μονάχα με την αγάπη. Όποιος έχει εντός του την αγάπη, έχει εντός του το Θεό, γιατί ο Θεός είναι αγάπη».