«Το τέτοιο του τέτοιου» - Point of view

Εν τάχει

«Το τέτοιο του τέτοιου»




Ήταν ένας χρόνος που είχαν χωρίσει με τη γυναίκα του. Εκείνος ήταν Γυναικολόγος και η γυναίκα του δούλευε σε κάποιο Υπουργείο. Είχαν μόνο μία κόρη που είχε μπει στα δεκατρία και είχε μεγάλη αδυναμία στον πατέρα της, όπως κι εκείνος στην κόρη του. Το σπίτι που είχε νοικιάσει για να μείνει, είχε δύο κρεβατοκάμαρες για να μπορεί όποτε θέλει το μικρό κορίτσι να κοιμάται σπίτι του.





Εκείνο το Σαββατοκύριακο είχε κανονίσει με την κοπέλα που είχε κάνει δεσμό, να μείνει εκείνη μαζί του και όχι η κόρη του. Την Παρασκευή το βράδυ, όμως, τον πήρε η μικρή τηλέφωνο και του είπε ότι το Σαββατοκύριακο ήθελε οπωσδήποτε να μείνει μαζί του. Αυτός προσπάθησε να την πείσει να μείνει με τη μάνα της, αλλά το μικρό κορίτσι ήταν ανένδοτο.




«Σήμερα στο σχολείο μπαμπά», του είπε το μικρό κορίτσι, «ένοιωσα μέσα μου να μεγαλώνω και θέλω να είμαι μαζί σου, γιατί φοβήθηκα λίγο». «Δηλαδή τι ένοιωσες;» τη ρώτησε ο πατέρας της. «Δεν ξέρω ακριβώς μπαμπά, γι’ αυτό νοιώθω περίεργα». «Το είπες στη μητέρα σου;» συνέχισε εκείνος. «Ναι, και γέλαγε μπαμπά μου και μου είπε πάλι ότι χαϊδεύομαι όπως πάντα…». Εκείνος, ήξερε αυτή την έλλειψη ευαισθησίας της πρώην γυναίκας του απέναντι στην κόρη τους –παρόλο που ήταν γυναίκα και η ίδια — και κούνησε το κεφάλι του. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς: Είπε στη φίλη του ότι τα σχέδια που είχαν κάνει να περάσουν το Σαββατοκύριακο μαζί ακυρώνονταν. Εκείνη εκνευρίστηκε, γκρίνιαξε, μουρμούρισε ένα, «αμάν πια με την κόρη σου…», αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να τον κάνει ν’ αλλάξει γνώμη.




Έτσι, την Παρασκευή, πήγε ο ίδιος και πήρε τη μικρή από το Σχολείο της και την έφερε σπίτι του. Όλο το απόγευμα και μετά το βράδυ που της μαγείρεψε και φάγανε οι δυο τους, παρατήρησε πως ήταν κάπως ανήσυχη και φευγάτη. Αφού είδανε μαζί και λίγο τηλεόραση, την έβαλε στο κρεβάτι της – στο δικό της δωμάτιο – της έδωσε κι ένα φιλί στο μάγουλο κι άφησε λίγο μισάνοιχτη την πόρτα για να την ακούει.




Θα ήταν λίγο μετά που τον είχε πάρει ο ύπνος, όταν ξύπνησε από την κόρη του που φώναζε, «μπαμπά μου… μπαμπά μου…», μιξοκλαίγοντας. Τινάχτηκε από το κρεβάτι κι έτρεξε στο δωμάτιο του μικρού κοριτσιού. 


«Τι έχεις, μωρό μου», τη ρώτησε κι αφού άναψε το φως, έσκυψε από πάνω της. 


«Είμαι μούσκεμα μπαμπά… Τα έκανα επάνω μου…». 


«Καλά μωρό μου, μην κάνεις έτσι, δεν είναι και τίποτα φοβερό», την παρηγόρησε σηκώνοντας τα σκεπάσματα. Και τότε κατάλαβε γιατί η κόρη του, την προηγούμενη μέρα του είχε πει ότι ένοιωθε μέσα της να μεγαλώνει: Το σεντόνι από κάτω της είχε αίματα! Η κόρη του είχε αδιαθετήσει για πρώτη της φορά. Ένοιωσε τα μάτια του να τρέχουν δάκρυα και χαμογέλασε καθώς σκέφτηκε ότι δεν θα πίστευε ποτέ του, αν του έλεγαν ότι κάποτε θα δακρύσει από συγκίνηση, γιατρός άνθρωπος, βλέποντας μια γυναίκα που της ήρθε περίοδος! Γιατί, ναι: η κόρη του ήταν πια γυναίκα. Ήξερε πολύ καλά, ότι από τη στιγμή μου που έρχεται η περίοδος, για τη φύση το κορίτσι είναι έτοιμο να γεννήσει, να γίνει μάνα, άρα είναι γυναίκα. Σκούπισε γρήγορα τα μάτια του κι έτρεξε στο μπάνιο να φέρει μια πετσέτα, λέγοντας στην κόρη του: «Μη στενοχωριέσαι, μωρό μου, δεν τα έκανες επάνω σου. Έγινε αυτό που σε έκανε χθες να νοιώθεις μέσα ότι μεγαλώνεις. Σου ήρθε περίοδος». 


Καθώς την ανασήκωσε και έβαλε από κάτω της, δένοντας την γύρω από τη μέση της σαν βρακάκι, τη μεγάλη πετσέτα, εκείνη τον ρώτησε: «Τι είναι περίοδος, μπαμπάκα μου; Έτσι το λένε όταν τρέχει αίμα το πιπί σου»; 


«Ναι, μωρό μου. Δεν σου έχει πει τίποτα η μαμά σου γι’ αυτό»; 


«Όχι, μου είπε για το αίμα μία φίλη μου στο σχολείο πριν λίγες μέρες, που μου είπε χαρούμενη ότι αδιαθέτησε. Και γιατί ήταν χαρούμενη; Εγώ πονάω κι έχω γεμίσει αίματα…», γκρίνιαξε το μικρό κορίτσι μιξοκλαίγοντας. 


«Θα στα εξηγήσω όλα μωρό μου, αλλά πρέπει πρώτα να πλυθείς, να βάλεις καθαρό βρακάκι και ν’ αλλάξουμε σεντόνια». 


Ο συνδυασμός Γυναικολόγου και μπαμπά, του έβγαλε μία μεγάλη τρυφερότητα, καθώς καθάριζε το μικρό, απαλό, ματωμένο γυναικείο όργανο της κόρης του. Ευτυχώς, το ιατρείο του ήταν το διπλανό διαμέρισμα από το σπίτι κι έτρεξε να φέρει μια από τις σερβιέτες που είχε πάντα για τις πελάτισσές του για ώρα ανάγκης. 


«Για φαντάσου… είμαι ο πρώτος Γυναικολόγος της κόρης μου!» σκέφτηκε γελώντας καθώς έφερνε τη σερβιέτα στο μικρό κορίτσι». 


Όταν τέλειωσε όλη η διαδικασία, την σήκωσε στην αγκαλιά του και την πήγε στον καναπέ, για να αλλάξει τα σεντόνια του κρεβατιού της. Ύστερα, της ζέστανε ένα ποτήρι γάλα κι ήρθε κι έκατσε δίπλα της στον καναπέ, για να της πει όλα όσα θεωρούσε ότι έπρεπε να της έχει πει η μάνα της για την περίοδο, για την εγκυμοσύνη και όλα όσα θεώρησε ότι μπορούσε να πει στο μικρό κορίτσι για τη σεξουαλική πράξη. Κι εκεί ήταν που το μικρό κορίτσι του έκανε με φοβερή αθωότητα, τη δήλωση που τον κούφανε και τον έκανε να προχωρήσει τη… σεξουαλική διαπαιδαγώγηση της δεκατριάχρονης κόρης του σε κάποιες επιπλέον λεπτομέρειες. Όταν, λοιπόν, τέλειωσε εκείνος όλα όσα θεωρούσε ότι έπρεπε να της πει ως γιατρός και μπαμπάς, εκείνη του είπε με ύφος γεμάτη σιγουριά: 


«Μπαμπά μου, εγώ δεν πρόκειται να κάνω ποτέ σεξ. Αφού το πιπί μου είναι μικρό και πονάει που τρέχει αίμα, πώς θα μπει μέσα στο πιπί μου το τέτοιο του τέτοιου που θα θέλει να κάνουμε παιδί, που έχω δει ότι το αντρικό τέτοιο είναι πολύ μεγάλο»; 


Κι εκεί, ο γυναικολόγος-μπαμπάς κόμπιασε. Πώς θα εξηγούσε με περισσότερες λεπτομέρειες την σεξουαλική πράξη για να μην μείνει καμιά φοβία στην ψυχούλα της κόρης του για «την πιο όμορφη και πιο βαθιά εμπειρία που μπορεί να νοιώσει ο άνθρωπος και τη μόνη από πρώτο χέρι», όπως είχε γράψει κάπου ο αγαπημένος του φιλόσοφος. Έτσι, ξεροκατάπιε και ξανάρχισε τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, μιλώντας όσο πιο ιατρικά, αλλά και διακριτικά και τρυφερά μπορούσε για την ηδονή που θα νοιώθει κάνοντας σεξ και τη διαστολή που φέρνει στο πιπί, δηλαδή που το κάνει να μεγαλώνει τόοοοοοοσοοοο πολύ, που το «τέτοιο του τέτοιου» θα μπαίνει εύκολα μέσα γλιστρώντας και θα της αρέσει πάααααραααα πολύύύύύ….. 


Καθώς τον άκουγε, εκείνος την ένοιωθε να ησυχάζει, να χαλαρώνει και στο τέλος, ενώ χασμουριόταν, έγειρε στο στήθος του νυσταγμένη. Ησύχασε κι αυτός και της είπε: «Άντε μωρό μου, πάμε για ύπνο, κοντεύει να ξημερώσει». 


Την πήρε αγκαλιά και την έβαλε στο κρεβάτι της. Τη σκέπασε και της έδωσε από ένα φιλί στο κάθε μάγουλο. 


«Καληνύχτα, μωρό μου». 


«Καληνύχτα, μπαμπάκα μου… Είδες που είχα δίκιο που ήθελα σήμερα να κοιμηθώ εδώ»; 


«Ναι, μωρό μου, δίκιο είχες», της είπε κι έσβησε το φώς. Βγαίνοντας άφησε ανοιχτή την πόρτα για να την ακούει. 


Σε λίγο έπεσε ξερός στο κρεβάτι του. Λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος, ένοιωσε μια τρομερή τρυφερότητα να τον πλημυρίζει και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Ήταν μια τρυφερότητα για την κόρη του και για όλες τις γυναίκες που είχε γνωρίσει στη ζωή του. Και έτσι τον πήρε ο ύπνος…
via

Pages