είναι κάμποσος καιρός που πέρασαν και οι άγιες μέρες του Πάσχα, αλλά εγώ δεν λέω να τις αποχωριστώ. Τις πέρασα, βλέπεις, πλάι σε καθόλα αξιόλογους ανθρώπους που προσπαθούσαν όμως να με πείσουν ότι δεν έγινε και τίποτα αν πηγαίνεις πού και πού στην Πάολα και στον Παντελίδη.
Κάμποσα χρόνια πριν μπορούσες να γνωρίζεις με ασφάλεια ότι αυτός που ακούει Χατζιδάκι δεν θα ακούσει και Αντύπα – και μην ακούσω τις χιλιοειπωμένες κοινοτοπίες για τον Χατζιδάκι που έβαλε στο ραδιόφωνο τον Φλωρινιώτη. Η κοινωνία και τα απόνερα της πολιτιστικής έκρηξης που βίωσε κάποτε η χώρα μας κρατούσαν μια-δυο σταθερές, ώστε ο Αντύπας και ο Φλωρινιώτης να υπάρχουν, αλλά να υπάρχουν στο χώρο τους, στη θεσούλα τους, να μεγαλουργούν και να μην ενοχλούν κανέναν. Δηλαδή, μπορεί το αισθητήριο μιας μεγάλης μερίδας της κοινωνίας να ήταν πάντα κιμάς, αλλά η τόσο έντονη διάχυση της παρακμής είναι φρέσκο φρούτο. Η παρακμή δεν υπήρξε ποτέ τόσο διαδεδομένο, διαταξικό και mainstream πρότυπο. Και αυτή η παρακμή δεν έγκειται τόσο στην Πάολα και στον Παντελίδη και στην παρελκόμενη χυδαιότητα, αλλά στο ότι αυτός που άκουγε «Καπνισμένο Τσουκάλι» και «Τροπάρια για Φονιάδες» και «Αθανασία» μου τρίβει πλέον στα μούτρα ότι «πρέπει να διασκεδάσω κιόλας, και στον Παντελίδη πηγαίνεις για διασκέδαση».
Όσο για τα «στον Παντελίδη πας για να διασκεδάσεις» και «δεν μπορείς να διασκεδάσεις με Σκαλκώτα», επιχειρήματα που ακούω ολοένα και περισσότερο γύρω μου, είναι κι αυτό ένα σημείο των καιρών: η διασκέδαση να νοείται περίπου σαν αρένα του Κολοσσαίου. Βεβαίως, μεταξύ του Σκαλκώτα και του Παντελίδη, το ελληνικό τραγουδάκι έβγαλε ιστορικά μυριάδες άλλες εκφάνσεις διασκέδασης (απ’ τον Τσιτσάνη μέχρι τα νησιώτικα «του Πάριου» κι απ’ τον Ζαμπέτα μέχρι τον Κορακάκη). Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα, για μια κοινωνία που έχει ήδη πάρει τις αποφάσεις της, σκυμμένη και παραιτημένη, μοστράροντας με περηφάνια τον Παντελίδη που κρύβει μέσα της και μετατρέποντας σε γραφικότητα ό,τι τολμά να πάει να της κόψει την τσαμπουκαλεμένη της μαγκιά.