Λένε ότι την εποχή των Βαυαρών, όταν η Αττική ήταν ακόμη αμάλαγη από το οικιστικό αλαλούμ, για να οικοδομήσουν τα Ανάκτορα του Όθωνα έσφαξαν ένα μοσχάρι, το κατέκοψαν και έβαλαν τα κομμάτια σε διαφορετικά σημεία. Εκεί όπου το κρέας έμεινε αλώβητο και φρέσκο χτίστηκε η σημερινή Βουλή. Για τον βασιλικό κήπο υπάρχουν πολλές ιστορίες, μια από τις οποίες είναι και του ιστορικού Φίνλεϊ που είχε αγοράσει οικόπεδο στην περιοχή και αποδύθηκε σε πολύχρονους αλλά μάταιους δικαστικούς αγώνες για να το σώσει - τελικά του παραχώρησαν το δικαίωμα να χτίσει στην Πλάκα. Να πούμε και για το σπίτι του Ψύλλα (ποιος Ψύλλας;) στην Πλάκα; Μεγάλο μέρος της βιογραφίας του αφιερώνεται σε αυτή την πολύχρονη διεκδίκηση. Λίγο πιο πάνω, στη Φιλελλήνων, είχε τα άλογά του ο Ροΐδης - εύθικτος, βαρύκοος και πνευματώδης, γεννημένος να γίνει πολύτιμο αγκάθι της εποχής.
Αν μπορούμε να μιλήσουμε για την καλύτερη βόλτα που μπορεί να κάνει κανείς στο κέντρο της πόλης, αυτή ασφαλώς αφορά τον περίγυρο της Ακροπόλεως. Θησείο, Αποστόλου Παύλου -όπου το καλντερίμι του Πικιώνη ψελλίζει ταπεινά καλωσορίσματα-, Ηρώδου του Αττικού και μετά -στο άθλιο άγαλμα του Μακρυγιάννη- αριστερά μέσα προς την Αδριανού. Ο περιπατητής, βέβαια, δεν είναι ποτέ αθώος. Κάθε έξοδος στους δρόμους καταβάλλει έξοδα: το πρωινό που διέθεσε δεν θα ξανάρθει, για να απολαύσει τη στιγμή αναλώνει το χρονικό του απόθεμα επενδύοντάς το ασυναισθήτως στην πόλη. Από αυτά τα χώματα διάβηκαν όλες οι φυλές του Θεού, ακόμη και ο Απόστολος Παύλος. Εντούτοις, ο δρόμος παραμένει ανοιχτός, προσιτός, τρύπιος σε αμφότερες τις άκρες του. Εισόδια, διόδια, τριόδια, εξόδια. Εκεί που περνούν όλοι, τελικά δεν απομένει κανείς. Εκτός από την ίδια την πόλη.