Πόσο θαυμαστός είναι ο χρόνος και πόσο θαυμαστοί είμαστε εμείς. Ο χρόνος μεταμορφώθηκε κι εμείς αλλάξαμε. Προχώρησε και μας έθεσε σε κίνηση. Αποκάλυψε το πρόσωπό του και μας γέμισε ταραχή κι ευφροσύνη.
Χτες παραπονιόμασταν για το χρόνο και τον φοβόμασταν, μα σήμερα τον αγαπάμε και τον αγκαλιάζουμε. Πράγματι, αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε τους σκοπούς και τα γνωρίσματά του και να κατανοούμε τα μυστικά και τα αινίγματά του.
Χτες σερνόμασταν φοβισμένοι σαν φαντάσματα που παραπαίουν ανάμεσα στον τρόμο της νύχτας και τη φρίκη της ημέρας. Σήμερα προχωράμε με ζήλο προς τις κορυφές των βουνών, εκεί όπου κουρνιάζουν μανιασμένες οι θύελλες και γεννιούνται οι εκτυφλωτικές αστραπές και οι απειλητικοί κεραυνοί.
Χτες τρώγαμε ψωμί ζυμωμένο μ’ αίμα και πίναμε νερό ανακατεμένο με δάκρυα. Μα σήμερα γευματίζουμε μάννα που μας φιλεύουν απλώνοντας τα χέρια οι νεράιδες της αυγής, και γουλιά-γουλιά ρουφάμε κρασί αρωματισμένο με τις ανάσες της άνοιξης.
Χτες ήμασταν παιχνίδια στο χέρι της μοίρας, κι η μοίρα μεθυσμένος τύραννος, που μας στριφογυρνούσε, μια δεξιά και μια αριστερά. Μα σήμερα η μοίρα είναι νηφάλια, κι εμείς παίζουμε μαζί της κι εκείνη με τη σειρά της ανταποκρίνεται στο παιχνίδι μας. Χωρατεύουμε μαζί της κι εκείνη γελάει. Ύστερα τραβάμε μπροστά, κι εκείνη ακολουθεί.
Χτες καίγαμε λιβάνι μπροστά σε σκαλιστές εικόνες και προσφέραμε θυσίες σ’ αψίθυμους Θεούς. Μα σήμερα καίμε λιβάνι μονάχα για τους εαυτούς μας και προσφέρουμε θυσίες στις ίδιες μας τις υπάρξεις. Γιατί η σπουδαιότερη και η πιο μεγαλόπρεπη θεότητα έχτισε το ναό της μέσα στα στήθη μας.
Χτες υπακούαμε στους βασιλιάδες και σκύβαμε το κεφάλι μπροστά στους αυτοκράτορες. Μα σήμερα γονατίζουμε μονάχα μπροστά στην αλήθεια, ακολουθούμε μονάχα την ομορφιά, και υπακούμε μόνο στην αγάπη.
Χτες χαμηλώναμε ταπεινά τα μάτια μας μπροστά στους ιερείς και τρέμαμε τα οράματα των χρησμών. Μα σήμερα οι καιροί άλλαξαν, και κοιτάζουμε κατάματα μόνο τον ήλιο, ακούμε μονάχα τις μελωδίες της θάλασσας και τρέμουμε μόνο με τους τυφώνες.
Χτες κατεδαφίζαμε τους θρόνους των ψυχών μας για να χτίσουμε μ’ αυτούς τα μνήματα των παππούδων μας. Μα σήμερα οι ψυχές μας μεταμορφώθηκαν σε ιερούς βωμούς, που τα φαντάσματα των αραχνιασμένων αιώνων δεν μπορούν να πλησιάσουν και τα κοκκαλιάρικα δάχτυλα των νεκρών δεν μπορούν ν’ αγγίξουν.
Ήμασταν μια σιωπηλή σκέψη, κρυμμένη ανάμεσα στις πτυχές της λήθης, και γίναμε μια φωνή να κάνει να ριγούν τα ουράνια. Ήμασταν μια χλωμή φλόγα θαμμένη στις στάχτες, μα γίναμε φωτιά που λάμπει πάνω από την απάνεμη χαράδρα.
Πόσες νύχτες μείναμε ξάγρυπνοι ως αργά, ακουμπώντας τα κεφάλια μας στις λάσπες, έχοντας για πάπλωμα το χιόνι, κλαίγοντας για χαμένες φιλίες και περιουσίες. Πόσες μέρες περάσαμε σαν πρόβατα χωρίς βοσκό, τσιμπολογώντας τις σκέψεις μας και μασώντας τα αισθήματά μας, μένοντας πεινασμένοι και διψασμένοι.
Πόσο συχνά σταθήκαμε ανάμεσα στη χάση της μέρας και την εισβολή της νύχτας, θρηνώντας τη μαραμένη μας νιότη, λαχταρώντας ένα άγνωστο πρόσωπο, μόνοι για κάποια ασαφή αιτία, με μάτια καρφωμένα σ’ έναν σκοτεινό, άναστρο ουρανό, ακούγοντας το βαθύ στεναγμό της σιωπής και της ανυπαρξίας.
Εκείνοι οι αιώνες πέρασαν, σα σαρωτική αγέλη λύκων μέσα από ένα κοιμητήριο, μα σήμερα ο ουρανός αφυπνίστηκε κι αφυπνιστήκαμε κι εμείς μαζί του. Περνάμε λευκές νύχτες σ’ ουράνια κρεβάτια, μένοντας ξάγρυπνοι ως αργά παρέα με τα πλάσματα της φαντασίας μας, κρατώντας συντροφιά στις σκέψεις μας κι αγκαλιάζοντας τα πάθη μας. Φλόγες αχνοτρέμουν ολόγυρά μας, και τις αδράχνουμε με σταθερά χέρια. Τα κακοποιά πνεύματα εμφανίζονται τριγύρω μας και τους απαντάμε με σαφήνεια. Στρατιές αγγέλων περνούν από μπροστά μας κι εμείς τους δελεάζουμε με τη λαχτάρα που κρύβουμε στην καρδιά μας, και τους μεθάμε με τις ραψωδίες των πνευμάτων μας.
Χτες ήμασταν και σήμερα έχουμε γίνει, και αυτή είναι η θέληση των Θεών για τα παιδιά τους.
Ποια λοιπόν είναι τότε η δική σας θέληση, απόγονοι των πιθήκων;
Κάνατε έστω κι ένα βήμα μπροστά από τότε που βγήκατε από τα έγκατα τούτης της γης; Ή έστω, σηκώσατε ποτέ το βλέμμα σας προς τα πάνω από τότε που οι δαίμονες σάς άνοιξαν τα μάτια;
Προφέρατε έστω και μια λέξη από τη Βίβλο της Αλήθειας από τότε που τα φίδια φίλησαν με τα χείλη τους τα χείλη σας; Ή τουλάχιστον ακούσατε έστω και για μια στιγμή το τραγούδι της ζωής από τότε που ο θάνατος έφραξε τ’ αυτιά σας;
Περνάω από δίπλα σας εδώ και εβδομήντα χιλιάδες χρόνια και σας έχω δει να μεταμορφώνεστε σαν τα έντομα στις γωνιές των σπηλαίων. Πριν από εφτά λεπτά σας κοίταξα πίσω από το τζάμι του παραθύρου μου και σας είδα να σεργιανάτε σε βρομερά σοκάκια, οδηγημένοι από τους δαίμονες της απάθειας, με τις αλυσίδες της δουλείας να δένουν τα πόδια σας και τα φτερά του θανάτου να φτερουγίζουν πάνω από τα κεφάλια σας. Είστε σήμερα όπως ήσασταν και χθες και θα παραμείνετε και αύριο και για πάντα όπως ακριβώς σας είδα στην αρχή.
Χτες ήμασταν και σήμερα έχουμε γίνει, γιατί έτσι αποφάσισαν οι Θεοί για τα παιδιά των Θεών.
Τι λοιπόν αποφάσισαν οι πίθηκοι για σας, απόγονοι των πιθήκων;
———-
To Βουβό Ζώο
Το δειλινό μιας όμορφης μέρας, κάποια παράξενη διάθεση έπιασε την ψυχή μου και βγήκα από τα σύνορα της πόλης και περιδιάβασα γύρω στα ερείπια ενός εγκαταλειμμένου σπιτιού, πού μόνο οι γκρεμισμένες πέτρες του είχαν μείνει. Πάνω σ’ αυτές τις πέτρες, είδα ένα σκύλο ξαπλωμένο ανάμεσα στις βρωμιές και τις στάχτες. Είχε πληγές πάνω στο δέρμα του κι ή αρρώστια σακάτευε το ισχνό κορμί του. Αντικρίζοντας πότε πότε τον ήλιο πού βασίλευε, τα γεμάτα θλίψη μάτια του φανέρωναν την ταπείνωση, την απελπισία, και τη δυστυχία του.
Βάδισα αργά και τον πλησίασα και ήθελα να ’ξερα τη γλώσσα των ζώων για να μπορούσα να τον παρηγορήσω με τη συμπόνια μου. ’Αλλά ο σκύλος, μόνο πού τρόμαξε από το πλησίασμά μου και προσπάθησε να σταθεί στα τρεμάμενα πόδια του. Έπεσε όμως, και μου έριξε ένα βλέμμα όπου ανακατεύονταν ή αδύναμη οργή και ή ικεσία. Το βλέμμα αυτό μιλούσε πιο καθαρά από τα λόγια ενός άντρα και πιο συγκινητικά από τα δάκρυα μιας γυναίκας. Και να τί ένιωσα πώς μού είπε:
«’Άνθρωπε, υποφέρω από την αρρώστια πού μου έφερε ή δική σου κτηνωδία και καταδίωξη. Έφυγα μακριά από τα πόδια σου που με κλωτσούσαν και βρήκα καταφύγιο εδώ, γιατί το χώμα κι οι στάχτες είναι πιο καλότροπα από τού ανθρώπου την καρδιά κι αυτά τα ερείπια λιγότερο μελαγχολικά από την ψυχή τού ανθρώπου. Φύγε, εσύ, πού ήρθες από τον κόσμο της αδικίας και της τυραννίας. Εγώ είμαι ένα άθλιο πλάσμα πού υπηρέτησε πιστά και υπάκουα το γιο του Αδάμ. Ήμουν ό πιστός σύντροφος του ανθρώπου, τον φρουρούσα μέρα και νύχτα. Λυπόμουν όταν ήταν μακριά και τον καλωσόριζα με χαρά όταν γύριζε. Ευχαριστιόμουν με τα ψίχουλα πού έπεφταν από το τραπέζι του και χαιρόμουν με τα κόκκαλα πού εκείνος είχε φάει όλο το κρέας τους.
Όταν όμως γέρασα κι αρρώστησα, μ’ έδιωξε από το σπίτι του και με παράτησε στ’ άσπλαχνα παιδιά τού δρόμου. Ώ, γιε τού Αδάμ, βλέπω την ομοιότητα ανάμεσα σε μένα και στους συνανθρώπους σου όταν τα γερατειά τους κάνουν ανήμπορους. Βλέπω τους στρατιώτες πού πολέμησαν για την πατρίδα τους όταν ήταν ακόμα στο ανθό της ζωής τους και πού αργότερα καλλιεργούσαν τα χωράφια της. Τώρα όμως που ήρθε ό χειμώνας της ζωής τους και δεν είναι πια χρήσιμοι, πετιούνται στην άκρη. Και βλέπω ακόμα την ομοιότητα ανάμεσα στη δική μου μοίρα και στη μοίρα της γυναίκας, που στα χρόνια της όμορφης νιότης έδινε χαρά στην καρδιά τού νέου άντρα και πού μετά, σα μητέρα, αφιέρωσε τη ζωή της στα παιδιά της. Αλλά τώρα, γριά πια, την αγνοούν και την αποφεύγουν. Πόσο σκληρός και τυραννικός είσαι, ώ, γιε τού Αδάμ και πόσο βάναυσος!» Έτσι μίλησε το βουβό ζώο πού η καρδιά μου το κατάλαβε.
———-
Για την Φιλία
Ο φίλος σας είναι η εκπλήρωση των αναγκών σας. Είναι το χωράφι που εσείς σπέρνετε με αγάπη και θερίζετε με ευγνωμοσύνη και είναι το τραπέζι σας και το παραγώνι σας. Γιατί πηγαίνετε στο φίλο με την πείνα σας και τον αναζητάτε, για τη γαλήνη σας. Όταν ο φίλος σας εκφράζει τις σκέψεις του, δε φοβάστε το όχι στη δική σας σκέψη, ούτε αποσιωπάτε το ναι και όταν εκείνος είναι σιωπηλός, η καρδιά σας δεν παύει για ν’ ακούσει την καρδιά του. Γιατί στη φιλία, όλες οι σκέψεις, όλες οι επιθυμίες, όλες οι προσδοκίες γεννιούνται και μοιράζονται χωρίς λέξεις, με χαρά που είναι άφωνη.
Όταν χωρίζεσαι από το φίλο σου, δε λυπάσαι, γιατί αυτό που αγαπάς πιο πολύ σ’ αυτόν μπορεί να είναι πιο φανερό στην απουσία του, όπως ο ορειβάτης βλέπει πιο καθαρά το βουνό από την πεδιάδα. Και μη βάζετε κανένα σκοπό στη φιλία εκτός από το βάθαιμα του πνεύματος. Γιατί η αγάπη που γυρεύει κάτι άλλο εκτός από την αποκάλυψη του δικού της μυστηρίου δεν είναι αγάπη παρά ένα δίχτυ που ρίχνεται στη θάλασσα και μόνο το ανώφελο θα πιάσει. Και δίνετε το καλύτερο εαυτό σας στο φίλο σας. Αφού θα γνωρίσει την άμπωτη του κυμάτου σας, δώστε του να γνωρίσει και την παλίρροιά του.
Είναι ο φίλος σας κάτι που θα έπρεπε να γυρεύετε όταν έχετε ώρες που θέλετε να σκοτώσετε; Καλύτερα να γυρεύετε το φίλο σας πάντα όταν έχετε ώρες να ζήσετε. Γιατί έργο του φίλου σας είναι να εκπληρώσει τις ανάγκες σας, αλλά όχι να γεμίσει το κενό σας. Και μέσα στη γλύκα της φιλίας κάνετε να υπάρχει γέλιο, και μοίρασμα χαράς. Γιατί στις δροσοστάλες των μικρών πραγμάτων η καρδιά βρίσκει την καινούργια αυγή της και ξανανιώνει.
Η Ψυχή μου μου Μίλησε
Η ψυχή μου μου μίλησε και μου δίδαξε ν’ αγαπώ εκείνους που οι άνθρωποι μισούν και να είμαι φίλος μ’ εκείνους που οι άνθρωποι περιφρονούν. Η ψυχή μου μου φανέρωσε ότι ή αγάπη εκδηλώνεται όχι μονάχα στο πρόσωπο που αγαπά, άλλα και στο πρόσωπο που αγαπιέται. Πριν η ψυχή μου μου μιλήσει η αγάπη ήταν στην καρδιά μου σα μια λεπτή κλωστή πιασμένη από δυο πασσάλους. Άλλα τώρα η αγάπη έγινε ένας φωτεινός κύκλος που αρχή του είναι το τέλος του και το τέλος του η αρχή του. Περιβάλλει καθετί πού υπάρχει κι απλώνεται σιγά σιγά για ν’ αγκαλιάσει όλα όσα θα υπάρξουν.
Η ψυχή μου με συμβούλεψε και μ’ έμαθε να διακρίνω την κρυμμένη ομορφιά του δέρματος, τού παραστήματος, και του χρώματος. Με δίδαξε να στοχάζομαι εκείνο πού οι άνθρωποι ονομάζουν άσχημο μέχρι ν’ ανακαλύψω την αληθινή του γοητεία κι ομορφιά. Πριν ή ψυχή μου με διδάξει, έβλεπα την ομορφιά σαν ένα τρεμάμενο πυρσό ανάμεσα σε στήλες καπνού. Τώρα πού ό καπνός έχει διαλυθεί, δε βλέπω τίποτε’ άλλο από τη φλόγα.
Η ψυχή μου μου μίλησε και μου δίδαξε ν’ ακούω τις φωνές πού ή γλώσσα, ό λάρυγγας και τα χείλη δεν μπορούν να προφέρουν. Πριν ή ψυχή μου μου μιλήσει, δεν άκουγα παρά θόρυβο και θρήνους. ’Αλλά τώρα πρόθυμα παραστέκομαι στη Σιωπή κι αφουγκράζομαι τις χορωδίες της πού τραγουδούν τους ύμνους των εποχών και τα τραγούδια του σύμπαντος που αναγγέλλουν τα μυστικά του ’Αόρατου.
Η ψυχή μου μου μίλησε και μ’ έμαθε να πίνω το κρασί που δεν μπορεί να βγει από το πατητήρι και δεν μπορεί να χυθεί από κούπες πού τα χέρια μπορούν να σηκώσουν ή τα χείλη ν’ αγγίξουν. Πριν η ψυχή μου μου μιλήσει, ή δίψα μου ήταν σα μια σβησμένη σπίθα κρυμμένη κάτω από τη στάχτη πού μπορεί να σβήσει με μια γουλιά νερό. Αλλά τώρα η λαχτάρα μου έγινε ή κούπα μου, το αίσθημα της αγάπης το κρασί μου κι η μοναξιά μου ή μέθη μου κι ωστόσο σ αυτή την άσβεστη δίψα υπάρχει αιώνια χαρά.
Η ψυχή μου μου μίλησε και με δίδαξε ν’ αγγίζω εκείνο πού δεν έχει ακόμα ενσαρκωθεί ή ψυχή μου μου αποκάλυψε πώς ότι αγγίζουμε, είναι μέρος της επιθυμίας μας. ’Αλλά τώρα τα δάχτυλά μου απλώθηκαν μέσα στην καταχνιά πού διαπέρνα αυτό πού είναι ορατό μέσα στο σύμπαν κι ανακατεύεται με το Αόρατο.
Η ψυχή μου μ’ έμαθε να εισπνέω το άρωμα πού δε βγαίνει από τη μυρτιά ή το θυμίαμα. Πριν ή ψυχή μου μου μιλήσει, λαχταρούσα την ευωδιά τού αρώματος στους κήπους, στα δοχεία ή στα θυμιατήρια. Τώρα όμως μπορώ να οσφρανθώ το θυμίαμα πού δε βγαίνει για προσφορά ή για Θυσία. Και γεμίζω την καρδιά μου με την ευωδιά εκείνη πού δεν πέτα με τα φτερά της παιχνιδιάρας αύρας μέσα στο διάστημα.
Η ψυχή μου μου μίλησε και μ’ έμαθε να λέω, «είμαι έτοιμος» όταν με πλησιάζουν το Άγνωστο κι ό Κίνδυνος. Πριν ή ψυχή μου μου μιλήσει, δεν απαντούσα σ’ άλλη φωνή έκτος από τη φωνή τη γνωστή πού με καλούσε, και δεν περπατούσα παρά το εύκολο και ίσιο μονοπάτι. Τώρα το Άγνωστο έγινε άλογο που μπορώ ν’ ανεβώ για να φτάσω στο Άγνωστο κι ό καμπίσιος δρόμος έγινε σκάλα πού την ανεβαίνω για να φτάσω στην κορυφή.
Η ψυχή μου μου μίλησε και μου είπε, «Μη μετράς το Χρόνο λέγοντας, Υπήρξε το χθες και θα υπάρξει το αύριο !» Μα πριν ή ψυχή μου μου μιλήσει, φανταζόμουν το Παρελθόν σα μια εποχή πού ποτέ δεν ξαναγύριζε και το Μέλλον σα μια εποχή πού ποτέ δεν μπορούσα να τη φτάσω. Τώρα καταλαβαίνω ότι ή τωρινή στιγμή περιέχει όλο το χρόνο, και μέσα σ’ αυτήν υπάρχουν όλα όσα μπορεί να ελπίζει κανένας, να κάνει και ν’ αντιληφθεί.
Η ψυχή μου μου μίλησε και με πρότρεψε να μην περιορίζω το διάστημα λέγοντας «’Εδώ, εκεί και πέρα». Πριν ή ψυχή μου μου μιλήσει, ένιωθα ότι όπου κι αν βρισκόμουν ήμουν μακριά από κάθε άλλο μέρος. Τώρα καταλαβαίνω ότι όπου κι αν βρίσκομαι, το μέρος αυτό περιέχει όλα τα μέρη κι ή απόσταση πού περπατώ αγκαλιάζει όλες τις αποστάσεις.
Η ψυχή μου με δίδαξε και με συμβούλεψε να μένω ξύπνιος όταν οι άλλοι κοιμούνται και να παραδίνομαι στον ύπνο όταν οι άλλοι βρίσκονται σε δράση. Πριν ή ψυχή μου μου μιλήσει, δεν έβλεπα τα όνειρα τους στον ύπνο μου, ούτε κείνοι παρατηρούσαν τ’ όραμα μου. Τώρα ποτέ δεν ταξιδεύω μέσα στο καράβι των ονείρων μου έκτος αν με παρατηρούν, κι εκείνοι ποτέ δεν πετούν στον ουρανό του δράματός τους έκτος αν εγώ χαίρομαι την Ελευθερία τους.
Η ψυχή μου μου μίλησε και μου είπε, «Να μη χαίρεσαι. με τον έπαινο και να μη θλίβεσαι με την κατηγορία». Πριν ή ψυχή μου μου μιλήσει, αμφέβαλα για την αξία του έργου μου. Τώρα καταλαβαίνω ότι τα δέντρα ανθίζουν την άνοιξη και καρπίζουν το καλοκαίρι χωρίς ν’ αναζητούν τον έπαινο’ και ρίχνουν τα φύλλα τους το φθινόπωρο και γυμνώνονται το χειμώνα χωρίς να φοβούνται την κατηγορία.
Η ψυχή μου μου μίλησε και μου έδειξε ότι δεν είμαι μεγαλύτερος από έναν πυγμαίο, ούτε μικρότερος από ένα γίγαντα. Πριν ή ψυχή μου μου μιλήσει, έβλεπα τους ανθρώπους σε δυο κατηγορίες τον αδύνατο, πού τον λυπόμουν και τον δυνατό, πού τον ακολουθούσα ή πού του αντιστεκόμουνα παλικαρίσια. ’Αλλά τώρα έμαθα ότι είμαι όπως είναι κι οι δύο αυτοί κι αποτελούμαι από τα ίδια στοιχεία. Ή προέλευσή μου είναι ή δική τους προέλευση, η συνείδησή μου είναι ή δική τους συνείδηση, η ευχαρίστησή μου είναι ή δική τους ευχαρίστηση και το προσκύνημά μου το δικό τους προσκύνημα. Αν αυτοί αμαρτάνουν είμαι κι εγώ αμαρτωλός. Αν πράττουν καλά καμαρώνω για την καλή τους πράξη. Αν ανυψώνονται, ανυψώνομαι κι εγώ μαζί, αν μένουν αδρανείς, συμμετέχω κι εγώ στην αδράνεια τους.
Η ψυχή μου μου μίλησε και μου είπε, το φανάρι πού κουβαλάς δεν είναι δικό σου και το τραγούδι που τραγουδάς δε γεννήθηκε μέσα στην καρδιά σου, γιατί κι αν κουβαλάς το φως, δεν είσαι εσύ το φως κι αν είσαι το λαγούτο με τις τεντωμένες χορδές, δεν είσαι εσύ ό παίχτης του οργάνου.
Η ψυχή μου μου μίλησε σαν αδερφός και μου έμαθε πολλά κι ή ψυχή σου μίλησε σε σένα και σ’ έμαθε το ίδιο πολλά. Γιατί εσύ κι εγώ είμαστε ένα και δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα μας, εκτός ότι. εγώ βιάζομαι να φανερώσω αυτά που είναι μέσα στον εσωτερικό μου κόσμο, ενώ εσύ φυλάς σα μυστικό αυτό που βρίσκεται εντός σου. ’Αλλά στη μυστικότητά σου αυτή υπάρχει αρετή.
———-
Για τα Παιδιά
Τα παιδιά σου δεν είναι παιδιά σου. Είναι οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της Ζωής για τη Ζωή. Δημιουργούνται διαμέσου εσένα, αλλά όχι από σένα κι αν και βρίσκονται μαζί σου, δε σου ανήκουν. Μπορείς να τους δώσεις την αγάπη σου, αλλά όχι τις σκέψεις σου. Αφού ιδέες έχουν δικές τους. Μπορείς να δίνεις μια στέγη στο σώμα τους, αλλά όχι και στις ψυχές τους. Αφού οι ψυχές τους κατοικούν στο σπίτι του αύριο που εσύ δεν πρόκειται να επισκεφτείς ούτε και στα όνειρά σου.
Μπορείς να προσπαθήσεις να τους μοιάσεις αλλά μη γυρέψεις να τα κάνεις σαν εσένα. Αφού η ζωή δεν πάει προς τα πίσω ούτε ακολουθεί στο δρόμο του το χτες. Είσαι το τόξο από το οποίο τα παιδιά σου ωσάν ζωντανά βέλη ξεκινάνε για να πάνε μπροστά. Ο τοξότης βλέπει το ίχνος της τροχιάς προς το άπειρο και κομπάζει ότι με τη δύναμή του τα βέλη του μπορούν να πάνε γρήγορα και μακριά. Άς χαροποιεί τον τοξοτή ο κομπασμός του αφού ακόμα κι αν αγαπάει το βέλος που πετάει, έτσι αγαπά και το βέλος που μένει στάσιμο.
———-
Για τον Πόνο
Ο πόνος σας είναι το σπάσιμο του όστρακου που περικλείει τη γνώση σας. Όπως το τσόφλι του καρπού πρέπει να σπάσει, για να βγει η καρδιά του στο φως του ήλιου, έτσι κι εσείς πρέπει να γνωρίσετε τον πόνο. Αν μπορούσατε να κρατάτε στην καρδιά σας το θαυμασμό για τα καθημερινά θαύματα της ζωής σας, ο πόνος δε θα σας φαινόταν λιγότερο θαυμαστός από τη χαρά σας και θα δεχόσαστε τις εποχές της καρδιάς σας, όπως δέχεστε από πάντα τις εποχές που περνούν πάνω από τα χωράφια σας και θα παρατηρούσατε με ηρεμία τους χειμώνες της θλίψης σας.
Πολλούς από τους πόνους σας τους διαλέγετε μονάχοι. Είναι το πικρό φάρμακο που μ’ αυτό ο γιατρός που είναι μέσα σας θεραπεύει τον άρρωστο εαυτό σας. Γι’ αυτό, να εμπιστεύεστε το γιατρό και να πίνετε το φάρμακό του, σιωπηλά και ήρεμα. Γιατί το χέρι του, αν και βαρύ και σκληρό, οδηγείται από το τρυφερό χέρι του Αόρατου και η κούπα που σας δίνει, μ’ όλο που καίει τα χείλη σας, είναι φτιαγμένη από τον πηλό που ο μεγάλος Αγγειοπλάστης μούσκεψε με τα δικά του άγια δάκρυα.
———-
Για την Αγάπη
Όταν η αγάπη σε καλεί, ακολούθησέ την -μ’ όλο που τα μονοπάτια της είναι τραχιά κι απότομα- κι όταν τα φτερά της σ’ αγκαλιάσουν, παραδώσου, μ’ όλο που το σπαθί που είναι κρυμμένο ανάμεσα στις φτερούγες της μπορεί να σε πληγώσει. Κι όταν σου μιλήσει, πίστεψέ την, μ’ όλο που η φωνή της μπορεί να διασκορπίσει τα όνειρά σου σαν το βοριά που ερημώνει τον κήπο. Γιατί, όπως η αγάπη σε στεφανώνει, έτσι και θα σε σταυρώσει. Κι όπως είναι για το μεγάλωμά σου, είναι και για το κλάδεμά σου.
Κι όπως ανεβαίνει ως την κορφή σου και χαϊδεύει τα πιο τρυφερά κλαδιά σου που τρεμοσαλεύουν στον ήλιο, Έτσι κατεβαίνει κι ως τις ρίζες σου και ταράζει την προσκόλλησή τους στο χώμα. Σα δεμάτια σταριού σε μαζεύει κοντά της. Σε αλωνίζει για να σε ξεσταχιάσει. Σε κοσκινίζει για να σε λευτερώσει από τα φλούδια σου. Σε αλέθει για να σε λευκάνει. Σε ζυμώνει ώσπου να γίνεις απαλός. Και μετά σε παραδίνει στην ιερή φωτιά της για να γίνεις ιερό ψωμί για του Θεού το άγιο δείπνο.
Όλα αυτά θα σου κάνει η αγάπη για να μπορέσεις να γνωρίσεις τα μυστικά της καρδιάς σου, και με τη γνώση αυτή να γίνεις κομμάτι της καρδιάς της ζωής. Αλλά αν από το φόβο σου, γυρέψεις μόνο την ησυχία της αγάπης και την ευχαρίστηση της αγάπης, Τότε, θα ήταν καλύτερα για σένα να σκεπάσεις τη γύμνια σου και να βγεις έξω από το αλώνι της αγάπης. Και να σταθείς στον χωρίς εποχές κόσμο όπου θα γελάς, αλλά όχι με ολάκερο το γέλιο σου, και θα κλαις, αλλά όχι με όλα τα δάκρυά σου.
Η αγάπη δε δίνει τίποτα παρά μόνο τον εαυτό της και δεν παίρνει τίποτα παρά από τον εαυτό της. Η αγάπη δεν κατέχει κι ούτε μπορεί να κατέχεται· γιατί η αγάπη αρκείται στην αγάπη. Όταν αγαπάς, δε θα ‘πρεπε να λες: «Ο Θεός είναι στην καρδιά μου», αλλά μάλλον «Εγώ βρίσκομαι μέσα στην καρδιά του Θεού.» Και μη πιστέψεις οτι μπορείς να κατευθύνεις την πορεία της αγάπης, γιατί η αγάπη, αν σε βρει άξιο, θα κατευθύνει εκείνη τη δική σου πορεία. Η αγάπη δεν έχει καμιά άλλη επιθυμία έκτος από την εκπλήρωσή της.
Αλλά αν αγαπάς κι είναι ανάγκη να έχεις επιθυμίες, ας είναι αυτές οι επιθυμίες σου: Να λιώσεις και να γίνεις σαν το τρεχούμενο ρυάκι που λέει το τραγούδι του στη νύχτα. Να γνωρίσεις τον πόνο της πολύ μεγάλης τρυφερότητας. Να πληγωθείς από την ίδια τη γνώση σου της αγάπης. Και να ματώσεις πρόθυμα και χαρούμενα. Να ξυπνάς την αυγή με καρδιά έτοιμη να πετάξει και να προσφέρεις ευχαριστίες για μια ακόμα μέρα αγάπης. Να αναπαύεσαι το μεσημέρι και να στοχάζεσαι την έκσταση της αγάπης· Να γυρίζεις σπίτι το σούρουπο μ’ ευγνωμοσύνη στην καρδιά. Και ύστερα να κοιμάσαι με μια προσευχή για την αγάπη που έχεις στην καρδιά σου και μ’ έναν ύμνο δοξαστικό στα χείλη σου.
Γιά τον Χρόνο
Θα θέλατε να μετρήσετε το χρόνο που είναι χωρίς μέτρα και άμετρος. Θα θέλατε να προσαρμόσετε τη διαγωγή σας, ακόμα και να κατευθύνετε την πορεία της ψυχής σας, σύμφωνα με τις ώρες και τις εποχές. Θα θέλατε να κάνετε το χρόνο ένα ποταμάκι για να καθίσετε στην όχθη του και να παρακολουθείτε το κύλισμά του. Και μήπως δεν είναι ό Χρόνος όπως είναι ή αγάπη, αδιαίρετος και χωρίς ρυθμό;
Αλλά αν στη σκέψη σας έχετε ανάγκη να μετράτε το χρόνο σε εποχές, κάντε κάθε εποχή να περιλαμβάνει όλες τις άλλες εποχές και κάνετε το σήμερα να αγκαλιάζει το παρελθόν με την ανάμνηση και το μέλλον με τη λαχτάρα. Ωστόσο, το άχρονο που είναι μέσα σας έχει επίγνωση του άχρονου της ζωής και ξέρει ότι το χθες δεν είναι τίποτα περισσότερο από την ανάμνηση του σήμερα και το αύριο το όνειρο του σήμερα.
Ότι αυτό που τραγούδα και διαλογίζεται μέσα σας κατοικεί ακόμα μέσα στα όρια της πρώτης εκείνης στιγμής που διασκόρπισε τα αστέρια στο διάστημα. Ποιός ανάμεσά σας δε νιώθει ότι η δύναμή του ν’ αγαπά είναι απεριόριστη; Αλλά και ποιός, ωστόσο, δεν αισθάνεται ότι αυτή ή ίδια ή αγάπη, αν και απεριόριστη, είναι αιχμαλωτισμένη μέσα στο κέντρο της ύπαρξης του, και δεν πετά από σκέψη αγάπης σε άλλη σκέψη αγάπης, ούτε από πράξεις αγάπης σε άλλες πράξεις αγάπης;
Και μήπως δεν είναι ο χρόνος όπως η αγάπη, αδιαίρετος και χωρίς ρυθμό; Αλλά, αν στη σκέψη σας έχετε ανάγκη να μετράτε το χρόνο σε εποχές, κάντε κάθε εποχή να περιλαμβάνει όλες τις άλλες εποχές. Και κάνετε το σήμερα να αγκαλιάζει το παρελθόν με την ανάμνηση και το μέλλον με τη λαχτάρα.
———-
Γιά τον Θάνατο
Θέλετε να μάθετε το μυστικό του θανάτου. Αλλά πως θα το βρείτε αν δεν το γυρέψετε μέσα στην καρδιά της ζωής; Η κουκουβάγια που τα νυχτόθωρα μάτια της είναι τυφλά στο φως της μέρας, δεν μπορεί ν’ αποκαλύψει το μυστήριο του φωτός. Αν θέλετε πραγματικά ν’ αντικρύσετε την ψυχή του θανάτου, ανοίξτε την καρδιά σας ολάκερη στο σώμα της ζωής. Γιατί η ζωή κι ο θάνατος είναι ένα, καθώς ο ποταμός κι η θάλασσα είναι ένα. Στο βάθος των ελπίδων και των πόθων σας υπάρχει η σιωπηλή σας γνώση για το υπερπέραν.
Και σαν τους σπόρους που ονειρεύονται κάτω από το χιόνι, η καρδιά σας ονειρεύεται την άνοιξη. Να εμπιστεύεστε τα όνειρα, γιατί σ’ αυτά είναι κρυμμένη η πύλη προς την αιωνιότητα. Ο φόβος σας για το θάνατο είναι σαν το τρεμούλιασμα του βοσκού όταν στέκεται μπροστά στο βασιλιά που το χέρι του θα τον ακουμπήσει για να τον τιμήσει. Μήπως δε χαίρεται ο βοσκός κάτω από το τρεμούλιασμά του, που θα φορέσει το μετάλλιο του βασιλιά;
Κι ωστόσο, δεν είναι η ταραχή εκείνο που τον νοιάζει πιο πολύ; Γιατί, τι άλλο είναι ο θάνατος εκτός από το να σταθείς γυμνός μέσα στον άνεμο και να λιώσεις μέσα στον ήλιο; Και τι σημαίνει να πάψεις ν’ αναπνέεις εκτός από το να ελευθερώσεις την ανάσα από τα ασταμάτητα κύματά της, για να μπορέσει να υψωθεί και ν’ απλωθεί και να γυρέψει το Θεό ελαφριά κι ανεμπόδιστη; Μονάχα όταν πιείτε από το ποτάμι της σιωπής, θα μπορέσετε πραγματικά να τραγουδήσετε. Και μόνο όταν φτάσετε στη βουνοκορφή, θ’ αρχίσετε να σκαρφαλώνετε. Και όταν η γη γυρέψει τα μέλη σας, τότε μόνο θα χορέψετε πραγματικά.
———-
«Ο Κήπος του Προφήτη»
«Το έθνος να λυπάστε αν φορεί ένδυμα που δεν το ύφανε.
Ψωμί αν τρώει αλλά όχι απ’ τη σοδειά του.
Κρασί αν πίνει, αλλά όχι από το πατητήρι του.
Το έθνος να λυπάστε που δεν υψώνει τη φωνή παρά μονάχα στη πομπή της κηδείας.
Που δεν συμφιλιώνεται παρά μονάχα μες τα ερείπιά του.
Που δεν επαναστατεί παρά μονάχα σαν βρεθεί ο λαιμός του ανάμεσα στο σπαθί και την πέτρα.
Το έθνος να λυπάστε που έχει αλεπού για πολιτικό, απατεώνα για φιλόσοφο, μπαλώματα και απομιμήσεις είναι η τέχνη του.
Το έθνος να λυπάστε που έχει σοφούς από χρόνια βουβαμένους.»
———-
Στοχασμοί Ζώσας Ζωής από τον Χαλίλ Γκιμπράν
Να είσαι ευγνώμων για τις δύσκολες στιγμές. Σου έδειξαν πόσο δυνατός μπορείς να είσαι.
Η καλοσύνη είναι αρετή των δυνατών των ανθρώπων
Δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια
Είναι οι μικρόψυχοι άνθρωποι εκείνοι που προσπαθούν να εξευτελίσουν τους άλλους.
Το κακό που κάνουν άλλοι σε εσένα είναι πιο εύκολο να το ξεχάσεις, από το κακό που κάνεις εσύ σε άλλους.
Μπορεί να ξεχνάς εκείνους που σε έκαναν να γελάσεις, αλλά δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσεις εκείνους που ήταν δίπλα σου στις πιο σκοτεινές στιγμές.
Τα απλά πράγματα στη ζωή είναι και τα πιο συναρπαστικά.
Η αγάπη είναι ζωή και η ζωή αγάπη.
Πάντα να βάζεις αγάπη στην δουλειά σου.
Για να καταλάβεις την καρδιά και το μυαλό ενός ανθρώπου, δες τι σε εμπνέει να κάνεις.
Η αληθινή αγάπη ποτέ δεν είναι κτητική.
Προσπάθησε να αντιμετωπίζεις τους κακούς τρόπους των ανθρώπων με ευχάριστο τρόπο.
Η αγάπη συνδέει τα πάντα μέσα σε μια απόλυτη αρμονία.
Δες την θετική πλευρά της ζωής.
Δεν βλέπουμε τα πράγματα όπως είναι στην πραγματικότητα. Τα βλέπουμε σύμφωνα με το ποιοι είμαστε εμείς.
Η αληθινή αγάπη δημιουργείται όταν δυο άνθρωποι βρεθούν κοντά πρώτα στο πνεύμα.
Αφήστε χώρο στις σχέσεις σας.
Αν προσεύχεσαι όταν βρέχει, θυμήσου να προσευχηθείς και όταν έχει λιακάδα.
Όταν δίνεις ολόκληρο τον εαυτό σου, τότε δίνεις πραγματικά.
Η αληθινή ομορφιά πηγάζει από μέσα μας.
Τα παιδιά σου δεν σου ανήκουν. Είναι γιοι και κόρες της ίδιας της ζωής.
Κάθε σχέση πρέπει να είναι ελεύθερη από δεσμά.
Να είσαι ευγνώμων για τα καλά και τα άσχημα στη ζωή σου και τα δύο σου δίδαξαν κάτι.
Η στάση σου απέναντι στη ζωή, θα καθορίσει και την στάση της ζωής απέναντί σου.
Ο φίλος που βρίσκεται μακριά καμιά φορά είναι πιο κοντά σου από εκείνον που ζει στην διπλανή πόρτα.
***
Χαλίλ Γκιμπράν [1883-1931]
«Ο Προφήτης»
– «Ο Κήπος του Προφήτη»
– «Σκέψεις και διαλογισμοί»