Η συγγνώμη de la Mademoiselle - Point of view

Εν τάχει

Η συγγνώμη de la Mademoiselle



Είχε ανατραφεί σε μια οικογένεια από κείνες που απομονώνονται από τον υπόλοιπο κόσμο και που πάντοτε μοιάζουν αποστασιοποιημένες από το καθετί. Αγνοούν τις πολιτικές εξελίξεις – παρόλο που κουβεντιάζουν σχετικά στο τραπέζι – όμως οι αλλαγές των κυβερνήσεων συμβαίνουν τόσο μακριά, μα τόσο μακριά τους που μιλούν γι’ αυτές σαν να επρόκειτο για ιστορικό γεγονός όπως ο θάνατος του Λουδοβίκου του ΙΕ΄ ή η απόβαση του Ναπολέοντα.





Τα ήθη αλλάζουν και οι μόδες διαδέχονται η μια την άλλη. Κανείς όμως από την ήσυχη οικογένεια – όπου πάντα τηρούνται τα πατροπαράδοτα έθιμα – δεν είχε αντιληφθεί κάτι τέτοιο. Κι όταν κάποια πικάντικη ιστορία συμβεί στους κύκλους τους, το σκάνδαλο σβήνει στο κατώφλι του σπιτιού. Μονάχα η μητέρα κι ο πατέρας, κάποια βράδια, ανταλλάσσουν μια δυο κουβέντες πάνω στο θέμα, χαμηλόφωνα όμως, επειδή οι τοίχοι έχουν αυτιά παντού.


 Και, διακριτικά, ο πατέρας λέει:

«Δεν είναι τρομερό αυτό που βρήκε την οικογένεια Ριβολί;»

Και η μητέρα αποκρίνεται:

«Ποιος θα το πίστευε; Είναι φρικτό».

Τα παιδιά δεν υποψιάζονται το παραμικρό, και όταν έρχεται η σειρά τους να ξεκινήσουν τη ζωή τους – με παρωπίδες στα μάτια και στο μυαλό -, δεν φαντάζονται τις κρυμμένες πτυχές της ζωής, δεν ξέρουν ότι οι άνθρωποι δεν σκέφτονται όπως μιλούν κι ότι δεν μιλούν διόλου όπως πράττουν, δεν ξέρουν ότι πρέπει να ζήσουν σε πόλεμο με τον υπόλοιπο κόσμο ή έστω έτοιμοι για πόλεμο, δεν μαντεύουν ότι τους αφελείς τους εξαπατούν, τους ειλικρινείς τους κοροϊδεύουν, τους καλούς τους κακομεταχειρίζονται.





Οι μεν φτάνουν στο θάνατο τυφλοί μες στην εντιμότητά τους, την πίστη και την αξιοπρέπειά τους. Είναι τέτοια η ακεραιότητά τους που τίποτα δεν μπορεί να τους ανοίξει τα μάτια.





Οι δε, χωρίς αυταπάτες αλλά και χωρίς να καταλαβαίνουν πολλά, παραπαίουν σαστισμένοι, απελπισμένοι, και πεθαίνουν πιστεύοντας πως υπήρξαν έρμαια μιας ασυνήθιστης μοίρας, δυστυχή θύματα ολέθριων γεγονότων και ιδιαίτερα φαύλων ανθρώπων.


Online full movie Greek subs


Οι Σαβινιόλ πάντρεψαν την κόρη τους, την Μπερτ, στα δεκαοχτώ της χρόνια. Ο γαμπρός ήταν ένας νέος από το Παρίσι, που λεγόταν Ζωρζ Μπαρόν και απασχολούνταν με τα χρηματιστηριακά. Ήταν όμορφος, ήξερε πώς να μιλήσει και διέθετε όλα τα εξωτερικά στοιχεία που έπρεπε· κατά βάθος, όμως, χλεύαζε τις απαρχαιωμένες αντιλήψεις των πεθερικών του που, μεταξύ φίλων, αποκαλούσε “τα αγαπητά μου απολιθώματα”.

Κρατούσε από καλή οικογένεια αλλά και το κορίτσι επίσης ήταν πλούσιο. Την πήρε να ζήσουν στο Παρίσι.

Εκείνη έγινε μία από κείνες τις επαρχιώτισσες του Παρισιού, μια ράτσα πολυάριθμη. Δεν έμαθε ποτέ της τη μεγαλούπολη, τον εκλεπτυσμένο κόσμο της, τον τρόπο που διασκέδαζε και ντυνόταν, όπως δεν έμαθε ποτέ της τη ζωή, τις πίκρες και τα μυστήριά της.

Κλεισμένη στο νοικοκυριό της, δεν γνώριζε παρά το δρόμο κάτω από το σπίτι της, ενώ όταν περιπλανόταν σε κάποια άλλη συνοικία, της φαινόταν λες και έκανε ένα μακρινό ταξίδι σε μια πόλη άγνωστη και ξένη. Και το βράδυ έλεγε:

«Διέσχισα τις λεωφόρους σήμερα».

Δύο ή τρεις φορές το χρόνο, ο άντρας της την πήγαινε στο θέατρο κάθε έξοδος ήταν σωστή γιορτή που η ανάμνησή της έμενε ανεξίτηλη και για την οποία μιλούσαν και ξαναμιλούσαν.

Φορές φορές, στο τραπέζι, τρεις μήνες μετά, ξεκαρδιζόταν ξαφνικά στα γέλια και αναφωνούσε:

«Θυμάσαι εκείνο τον ηθοποιό που ήταν ντυμένος στρατηγός και παρίστανε τον κόκορα;»

Όλες κι όλες οι κοινωνικές της επαφές περιορίζονταν σε δύο οικογένειες φίλων που, για την ίδια, αντιπροσώπευαν το σύνολο της ανθρωπότητας. Αναφερόταν σ’ αυτούς τοποθετώντας μπροστά από τ’ όνομά τους το άρθρο «οι»: οι Μαρτινέ και οι Μισλέντ

Ο σύζυγός της τη γλεντούσε τη ζωή του, γυρνούσε στο σπίτι όποτε ήθελε, καμιά φορά και ξημερώματα, προφασιζόμενος διάφορες δουλειές, χωρίς διόλου να στενοχωριέται, γεμάτος σιγουριά πως ποτέ οι υποψίες δε θα φώλιαζαν σ’ αυτή την αγαθή ψυχή.

Ένα πρωινό, όμως, η γυναίκα έλαβε ένα ανώνυμο γράμμα.

Απόμεινε εμβρόντητη, καθώς η καρδιά της ήταν πολύ τίμια για να συλλάβει την αισχρότητα του μηνύματος, για να περιφρονήσει τούτη την επιστολή της οποίας ο συντάκτης ισχυριζόταν πως έγραψε ορμώμενος από ενδιαφέρον για την ευτυχία της, από μίσος προς το κακό και από αγάπη για την αλήθεια,

Η επιστολή την πληροφορούσε πως ο άντρας της είχε εδώ και δύο χρόνια μια ματρέσσα, μια νεαρή χήρα, την κυρία Ροσσέ, στο σπίτι της οποίας περνούσε όλα του τα βράδια,

Ούτε να προσποιηθεί ήξερε, ούτε να κρυφτεί, ούτε να παραμονέψει ούτε και να σκαρώσει τεχνάσματα. Έτσι, όταν ο άντρας της επέστρεψε για το γεύμα, του πέταξε το γράμμα εν μέσω λιγμών και έτρεξε στην κάμαρά της.

Εκείνος, που είχε όλο το χρόνο να καταλάβει και να ετοιμάσει την απάντησή του, πήγε και χτύπησε την πόρτα της γυναίκας του. Του άνοιξε αμέσως δίχως να τολμά να τον αντικρίσει. Χαμογελούσε την κάθισε στα γόνατά του και μιλώντας της ήρεμα, λίγο περιπαιχτικά, της είπε:

«Πράγματι, αγαπημένη μου, έχω μια φίλη που τη λένε κυρία Ροσσέ, την οποία γνωρίζω εδώ και δέκα χρόνια και αγαπώ πολύ. Θα πρόσθετα επίσης πως γνωρίζω είκοσι ακόμη οικογένειες τις οποίες δεν σου έχω αναφέρει ποτέ, καθώς ξέρω ότι δεν ασχολείσαι με τον κόσμο, τις γιορτές και τις νέες γνωριμίες. Όμως για να τελειώνουμε μια για πάντα μ’ αυτές τις συκοφαντίες. Θα σε παρακαλέσω να ντυθείς μετά το γεύμα και να πάμε να επισκεφθούμε τούτη τη νεαρή κυρία με την οποία – δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία – θα γίνετε φίλες».

Εκείνη άνοιξε διάπλατα τα χέρια της για ν’ αγκαλιάσει το σύζυγό της και, με κείνη τη γυναικεία περιέργεια που άμα ξυπνήσει δεν καταλαγιάζει ποτέ, δεν πρόβαλε την παραμικρή αντίρρηση να επισκεφθεί εκείνη την άγνωστη που, παρά τα όσα ειπώθηκαν, εξακολουθούσε να της φαίνεται λιγάκι ύποπτη. Ενστικτωδώς αισθανόταν πως όταν ένας κίνδυνος είναι γνωστός σχεδόν μπορεί ν’ αποφευχθεί.

Μπήκε σ’ ένα μικρό κοκέτικο διαμέρισμα, γεμάτο στολίδια, διακοσμημένο με τέχνη, στον τέταρτο όροφο ενός όμορφου κτιρίου. Έπειτα από πεντάλεπτη αναμονή σ’ ένα σαλόνι σκοτεινό από τις ταπετσαρίες, τα ριντό και τις κουρτίνες που σχημάτιζαν πτυχώσεις γεμάτες χάρη, μια πόρτα άνοιξε και ξεπρόβαλε μια γυναίκα νέα, πολύ μελαχρινή, μικροκαμωμένη, αφρατούτσικη, έκπληκτη και χαμογελαστή.

Ο Ζωρζ έκανε τις συστάσεις.

«Από δω η γυναίκα μου, κι από δω η κυρία Ζυλί Ροσσέ».

Η νεαρή χήρα άφησε μια μικρή κραυγή έκπληξης ανάμικτης με χαρά, και έσπευσε να την αγκαλιάσει. Δεν είχε διόλου ελπίσει, είπε, σε μια τέτοια τιμή, καθώς γνώριζε ότι η κυρία Μπαρόν δεν έβλεπε κανέναν, αλλά ήταν τόσο μα τόσο ευτυχισμένη! Και, μάλιστα, τον Ζωρζ τον αγαπούσε τόσο πολύ (Πρόφερε το «Ζωρζ» σκέτο, με μια αδελφική οικειότητα) που είχε μια τρελή επιθυμία να γνωρίσει τη γυναίκα του και να την αγαπήσει κι αυτή.

Ένα μήνα μετά, οι δύο νέες φίλες δεν αποχωρίζονταν πλέον η μία την άλλη. Βλέπονταν κάθε μέρα, συχνά και δύο φορές την ημέρα, και τα βράδια δειπνούσαν όλοι μαζί, πότε στο σπίτι του ενός και πότε στο σπίτι του άλλου. Τώρα πια ο Ζωρζ δεν έβγαινε καθόλου, δεν προφασιζόταν δουλειές, καθώς λάτρευε – όπως έλεγε — το παραγώνι του σπιτικού του,

Κι όταν κάποτε βρέθηκε ελεύθερο διαμέρισμα στο κτίριο όπου έμενε η κυρία Ροσσέ, η κυρία Μπαρόν έσπευσε να το πάρει έτσι ώστε οι δύο γυναίκες να έρθουν πιο κοντά η μια την άλλη και να δεθούν ακόμη περισσότερο.

Και, για δύο ολόκληρα χρόνια, κανένα δεν έσκιασε τη φιλία τους, μια φιλία καρδιάς και ψυχής, τρυφερή, γεμάτη αφοσίωση, απολαυστική. Η Μπερτ δεν μπορούσε πλέον να μιλήσει δίχως να προφέρει τ’ όνομα της Ζυλί, που για κείνην ήταν η προσωποποίηση της τελειότητας. Ήταν ευτυχισμένη, και η ευτυχία που ζούσε ήταν τέλεια, ήρεμη και γλυκιά.

Όμως η κυρία Ροσσέ αρρώστησε. Η Μπερτ δεν έφευγε στιγμή απ’ το πλευρό της. Περνούσε τις νύχτες της απαρηγόρητη. Κι ο ίδιος ο άντρας της ήταν απελπισμένος.

Κάποιο πρωινό, ο γιατρός, τελειώνοντας την επίσκεψή του, πήρε τον Ζωρζ και τη γυναίκα του κατά μέρος για να τους ανακοινώσει πως η κατάσταση της φίλης τους ήταν εξαιρετικά σοβαρή,

Μόλις έφυγε, οι δύο νέοι, συγκλονισμένοι, κάθισαν ο ένας αντίκρυ στον άλλον και κατόπιν, αναλύθηκαν άξαφνα σε κλάματα. Το βράδυ ξαγρύπνησαν και οι δύο μαζί στο πλευρό της φίλης τους, και κάθε τόσο η Μπερτ φιλούσε τρυφερά την άρρωστη ενώ ο Ζωρζ, όρθιος μπροστά στα πόδια του κρεβατιού, την κοιτούσε σιωπηλός με πείσμα και επιμονή.

Την επομένη, η κατάστασή της είχε χειροτερέψει. Εντέλει, κατά το βραδάκι, η κυρία Ροσσέ ανακοίνωσε στους φίλους της πως αισθανόταν καλύτερα και τους υποχρέωσε να κατεβούν στο σπίτι τους για να δειπνήσουν.

Κάθονταν στην τραπεζαρία θλιμμένοι, δίχως να έχουν βάλει μπουκιά στο στόμα τους, όταν η υπηρέτρια έδωσε στον Ζωρζ ένα φάκελο. Εκείνος τον άνοιξε, διάβασε το περιεχόμενό του, έγινε πελιδνός και, καθώς σηκωνόταν, είπε στη γυναίκα του σ’ ένα παράξενο τόνο: «Περίμενέ με, πρέπει ν’ απουσιάσω για μια στιγμή επιστρέφω σε δέκα λεπτά. Προπαντός, όμως, μην πας πουθενά».

Και έσπευσε στην κάμαρά του να πάρει το καπέλο του.

Ωστόσο μια νέα αγωνία βασάνιζε την Μπερτ ενόσω περίμενε τον άντρα της. Καθώς όμως ήταν καθ’ ὁ λα υπάκουη, δεν θέλησε ν’ ανεβεί στο διαμέρισμα της φίλης της προτού επιστρέψει ο Ζωρζ.

Βλέποντας πως εκείνος ήταν άφαντος, γεννήθηκε στο μυαλό της η σκέψη να πάει ως την κάμαρα να δει αν είχε πάρει τα γάντια του, σημάδι πως έλειπε κάπου μακριά.

Διέκρινε τα γάντια με την πρώτη ματιά· ένα κομμάτι τσαλακωμένο χαρτί κειτόταν πεταμένο κοντά τους.

Το αναγνώρισε μεμιάς· ήταν το ίδιο που λίγο νωρίτερα είχαν παραδώσει στον Ζωρζ.

Και μια σφοδρή επιθυμία, για πρώτη φορά στη ζωή της, να διαβάσει, να μάθει, γεννήθηκε μέσα της. Η συνείδησή της, που είχε επαναστατήσει, αντιστεκόταν, όμως η περιέργεια που την έτρωγε και την κέντριζε με οδυνηρό τρόπο οδηγούσε το χέρι της. Άδραξε το χαρτί, το άνοιξε, κι ευθύς αναγνώρισε το γράμματα, που δεν ήταν άλλα της Ζυλί, γράμματα τρεμουλιαστά, με μολύβι. Διάβασε: «Φτωχέ μου φίλε, έλα μόνος να με φιλήσεις, πεθαίνω». Δεν κατάλαβε στην αρχή κι απόμεινε εκεί εμβρόντητη, κεραυνοβολημένη κυρίως από την ιδέα του θανάτου. Κατόπιν, ξαφνικά, αναλογίστηκε τον ενικό, και ήταν, θαρρείς, σαν μια μεγάλη αστραπή που φώτισε ολόκληρη την ύπαρξή της, αποκαλύπτοντάς της όλη την άτιμη αλήθεια, όλη την προδοσία τους, όλη τη δολιότητά τους. Τότε κατανόησε αυτό το μακρόχρονο κόλπο τους, τα βλέμματά τους, την καλή της πίστη που εκείνοι είχαν κοροϊδέψει, την εμπιστοσύνη της που την είχαν προδώσει. Ξαναζωντάνεψαν μπροστά της, ο ένας αντίκρυ στον άλλον, το βράδυ κάτω από το φως της λάμπας της, να διαβάζουν το ίδιο βιβλίο και να ανταλλάσσουν ματιές στο τέλος κάθε σελίδας. Και η καρδιά της, αηδιασμένη και αγακτισμένη, πληγωμένη από τον πόνο, βυθίστηκε σε μια απελπισία δίχως τέλος,

Ακούστηκαν βήματα· έφυγε και κλείστηκε στην κάμαρά της. Λίγο αργότερα, ο άντρας της φώναξε: «Βιάσου, η κυρία Ροσσέ πεθαίνει».

Η Μπερτ φάνηκε στην πόρτα της και με χείλη που έτρεμαν πρόφερε, «Γύρνα κοντά της μόνος σου. Εμένα δε με έχει ανάγκη».

Την κοίταξε με μάτια τρελού, και καταστενοχωρή μένος επανέλαβε: «Κάνε γρήγορα σου λέω, πεθαίνει».

Η Μπερτ αποκρίθηκε:

«Θα προτιμούσατε να ήμουν εγώ στη θέση της».

Και τότε εκείνος, ίσως επειδή κατάλαβε, ανέβηκε στο σπίτι της ετοιμοθάνατης. Τη θρήνησε δίχως προ σχήματα, δίχως ντροπή, αδιαφορώντας μπροστά στον πόνο της γυναίκας του που ούτε του μιλούσε ούτε τον κοιτούσε παρά ζούσε ολομόναχη, εγκλωβισμένη στην αποστροφή, σ’ έναν θυμό ανάμικτο με αηδία, και προσευχόταν στο Θεό μέρα νύχτα.

Παρόλα αυτά, έμεναν μαζί, έτρωγαν ο ένας αντίκρυ στον άλλον, βουβοί και γεμάτοι απελπισία. Ύστερα, λίγο λίγο εκείνος ηρέμησε, εκείνη όμως δεν του συγχωρούσε το παραμικρό.

Και η ζωή συνέχισε να κυλά δύσκολα και για τους δύο τους.

Για ένα χρόνο ήταν τόσο ξένοι μεταξύ τους σαν να μην είχαν ποτέ γνωριστεί. Η Μπερτ κόντεψε να τρελαθεί.

Έπειτα, κάποιο πρωινό – κι έχοντας φύγει από τα χαράματα – εκείνη γύρισε στο σπίτι κρατώντας στην αγκαλιά της ένα πελώριο μπουκέτο τριαντάφυλλα, τριαντάφυλλα λευκά, ολόλευκα.

Κατόπιν, παράγγειλε να πουν στον άντρα της πως ήθελε να του μιλήσει.

Εκείνος κατέφθασε ανήσυχος, ταραγμένος.

«Θα πάμε κάπου μαζί» είπε, «Πάρτε αυτά τα λουλούδια, εγώ δεν μπορώ να τα σηκώσω».

Ο Ζωρζ πήρε το μπουκέτο και ακολούθησε τη γυναίκα του. Τους περίμενε μια άμαξα που ξεκίνησε ευθύς μόλις ανέβηκαν. Σταμάτησαν μπροστά στην καγκελόπορτα του νεκροταφείου. Και τότε, η Μπερτ, βουρκωμένη, είπε στον άντρα της: «Οδηγήστε με στον τάφο της».

Εκείνος έτρεμε δίχως να καταλαβαίνει και άρχισε να προπορεύεται, πάντα με τα λουλούδια στην αγκαλιά. Στο τέλος, στάθηκε μπροστά σε μια λευκή μαρμάρινη ταφόπλακα και έγνεψε δίχως να πει τίποτα.

Τότε η Μπερτ πήρε από τα χέρια του τη μεγάλη ανθοδέσμη και, γονατίζοντας, την απόθεσε στη βάση του μνήματος. Έπειτα, παραδόθηκε σε μια άγνωστη και γεμάτη ικεσία προσευχή!

Πίσω της, στεκόταν όρθιος ο άντρας της που, γεμάτος αναμνήσεις, έκλαιγε. Εκείνη σηκώθηκε και, απλώνοντας τα χέρια της προς το μέρος του, είπε: «Αν θέλετε, μπορούμε να είμαστε φίλοι».

16 Οκτωβρίου 1882




Περί απιστίας

Henri Rene Albert Guy de Maupassant
via

Pages