Αν, λοιπόν, όπως είπα, με αυτόν τον όρο με αφήνατε ελεύθερο, θα σας απαντούσα όχι: «Εγώ, άντρες Αθηναίοι, σας εκτιμώ και σας αγαπώ, αλλά θα υπακούσω στον θεό και όχι σε εσάς, και όσο αναπνέω και μπορώ, δεν θα πάψω να φιλοσοφώ και να σας συμβουλεύω και να εκφράζω την άποψή μου σε όποιον από εσάς τυχαίνει κάθε φορά να συναντώ, λέγοντάς του αυτά ακριβώς που συνήθιζα να λέω, ότι:
“Εσύ, καλύτερος απ’ όλους, όντας Αθηναίος πολίτης της πιο μεγάλης και της πιο φημισμένης για τη σοφία της και τη δύναμή της πόλης, δεν ντρέπεσαι να φροντίζεις για τα πλούτη, πώς θα αποκτήσεις περισσότερα, για τη δόξα και τις τιμές, ενώ δεν ενδιαφέρεσαι για την ευφυΐα σου και την αλήθεια και την ψυχή σου;”
Και αν κάποιος από εσάς αμφισβητεί τα λόγια μου και πει ότι φροντίζει και γι’ αυτά, δεν θα τον αφήσω αμέσως να φύγει, ούτε θα φύγω κι εγώ, αλλά θα του κάνω ερωτήσεις και θα τον εξετάσω και θα τον ελέγξω, και αν μου φανεί ότι δεν κατέχει την αρετή, παρόλο που ισχυρίζεται το αντίθετο, θα τον επιπλήξω που νοιάζεται τόσο λίγο για τα πιο σημαντικά και τόσο πολύ για τα πιο ασήμαντα.
Αυτό θα κάνω σε όποιον τύχει να συναντήσω, νέο ή γέρο, ξένο ή συμπολίτη μας, και κυρίως σε εσάς, τους συμπολίτες μας, που νιώθω πιο κοντά μου.
“Στους ανθρώπους, η αρετή δεν πηγάζει από τα χρήματα, αλλά από την αρετή ο πλούτος, μαζί με όλα τα άλλα αγαθά, δημόσια και ιδιωτικά”. Αν τα λόγια μου αυτά διαφθείρουν τους νέους, τότε είναι βλαβερά, αλλά, αν κάποιος ισχυρίζεται ότι εγώ λέω άλλα, δεν λέει την αλήθεια. Ως προς αυτά, θα έλεγα, “άντρες Αθηναίοι, είτε ακούσετε τον Άνυτο είτε όχι, είτε με αφήσετε ελεύθερο είτε όχι, εγώ δεν πρόκειται να αλλάξω συμπεριφορά, ακόμα και αν έπρεπε να πεθάνω χίλιες φορές”». […]