Η συνειδητοποίηση του εγώ, η ικανότητα, δηλαδή, που έχει κάποιος ν’ αποστασιοποιείται από τον εαυτό του, αποτελεί το διακριτικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου. Κάποιος φίλος μου έχει ένα σκύλο, που περιμένει μπροστά στην πόρτα του εργαστηρίου του όλο το πρωί. Όταν οποιοσδήποτε πλησιάσει την πόρτα, αρχίζει να πηδά γαυγίζοντας με παιχνιδιάρικη διάθεση. Ο φίλος μου έχει τη γνώμη ότι ο σκύλος θέλει να πει το εξής: «Είμαι ένας σκύλος που περίμενε όλο το πρωί για να βρει κάποιον να παίξει. Μήπως έρχεσαι γι’ αυτό το σκοπό;» Αυτό είναι ένα θαυμάσιο αίσθημα, και όλοι όσοι έχουν σκύλους αρέσκονται να προβάλλουν τέτοιες χαριτωμένες σκέψεις στο κεφάλι του κατοικίδιου ζώου τους. Όμως στην πραγματικότητα αυτό είναι ακριβώς ό,τι δεν μπορεί να πει ο σκύλος. Μπορεί να δείξει ότι θέλει να παίξει και να δελεάσει κάποιον να του πετάξει μια μπάλα. Αλλά δεν μπορεί ν’ αποστασιοποιηθεί από τον εαυτό του και να τον δει σαν ένα σκύλο που κάνει αυτά τα πράγματα. Δεν είναι προικισμένος με τη συνείδηση του εγώ του.
Εφόσον αυτό σημαίνει ότι ο σκύλος είναι επίσης απαλλαγμένος από νευρωτικά άγχη και αισθήματα ενοχής, τα οποία αποτελούν αμφίβολης αξίας ιδιότητες για την ανθρώπινη ύπαρξη, μερικοί άνθρωποι θα προτιμούσαν να πουν ότι ο σκύλος δε φέρει την κατάρα της συνείδησης του εγώ. Ο Γ. Χουίτμαν, απηχώντας αυτή τη σκέψη, εκφράζει σε κάποιο ποίημα του τη ζήλεια του για τα ζώα:
Νομίζω ότι θα μπορούσα
Να γυρίσω και να ζήσω με τα ζώα…
Δεν βαρυγκομούν,
Ούτε κλαυθμηρίζουν για την κατάστασή τους
Δεν ξαγρυπνούν στο σκοτάδι
Και δεν θρηνούν για τις αμαρτίες τους…
Αλλά στην πραγματικότητα η συνείδηση την οποία έχει ο άνθρωπος για τον εαυτό του αποτελεί την πηγή των ευγενέστερων ιδιοτήτων του. Είναι η βάση της ικανότητάς του να διακρίνει ανάμεσα στο «εγώ» και στον κόσμο.
Του δίνει τη δυνατότητα να ελέγχει το χρόνο, δηλαδή, απλούστατα την ικανότητα να απομακρύνεται από το παρόν και να φαντάζεται τον εαυτό του στο παρελθόν ή στο μέλλον. Έτσι η ανθρώπινη ύπαρξη μπορεί να διδαχτεί από το παρελθόν και να προγραμματίσει για το μέλλον. Επομένως, ο άνθρωπος είναι το «ιστορικό θηλαστικό», γιατί μπορεί ν’ αποστασιοποιηθει και να κοιτάξει την ιστορία του. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορεί να επηρεάσει τη δική του εξέλιξη σαν άτομο, και, σε μικρότερο βαθμό, την ιστορία του έθνους του και της κοινωνίας συνολικά. Η ικανότητα για συνείδηση του εγώ υποβόσκει επίσης κάτω από την ικανότητα του ανθρώπου να χρησιμοποιεί σύμβολα και να διαχωρίζει, μ’ αυτό τον τρόπο, την έννοια από το υπαρκτό αντικείμενο. Για παράδειγμα, ξεχωρίζει τους ήχους που αποτελούν τη λέξη «τραπέζι», και συμφωνεί ότι αυτοί οι ήχοι θ’ αντιπροσωπεύουν μια ολόκληρη τάξη πραγμάτων. Έτσι, μπορεί να σκεφτεί με αφηρημένες έννοιες, όπως –«ομορφιά», «λογική» και «καλοσύνη».
Αυτή ακριβώς η ικανότητα συνειδητοποίησης του εγώ μάς επιτρέπει να βλέπουμε τον εαυτό μας όπως οι άλλοι βλέπουν εμάς, και να καταλαβαίνουμε τη συναισθηματική κατάσταση των άλλων. Αποτελεί τη βάση της πολύ αξιόλογης δυνατότητας που έχουμε να μεταφερόμαστε με τη φαντασία μας σε κάποιο σαλόνι, στο οποίο, στην πραγματικότητα, θα βρεθούμε την επόμενη εβδομάδα, ή να σκεφτόμαστε και να σχεδιάζουμε πως θα φερθούμε. Και μας καθιστά ικανούς να φανταζόμαστε τον εαυτό μας στη θέση κάποιου άλλου και ν’ αναρωτιόμαστε πως θα αισθανόμαστε ή τι θα κάναμε αν πραγματικά είμασταν αυτό το άλλο πρόσωπο. Ανεξάρτητα από το πόσο φτωχά χρησιμοποιούμε ή αποτυγχαίνουμε να χρησιμοποιήσουμε ή ακόμη και κάνουμε κατάχρηση αυτών των ικανοτήτων, αποτελούν τα συστατικά της τέχνης της αγάπης για τον πλησίον, της ηθικής ευαισθησίας, της διάκρισης της αλήθειας, της δημιουργικότητας, της αφοσίωσης σε ιδανικά ακόμη και με κόστος την ίδια τη ζωή μας.
Η εκπλήρωση αυτών των δυνατοτήτων σημαίνει ότι κάποιος είναι μια ατομικότητα. Κι αυτό ακριβώς το νόημα έχει όταν, σύμφωνα με την εβραιο-χριστιανική θρησκευτική παράδοση, λέγεται ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού.
Αλλά, το τίμημα γι’ αυτή την προίκιση είναι πολύ υψηλό είναι το τίμημα του άγχους και των εσωτερικών συγκρούσεων. Η γέννηση του εγώ δεν αποτελεί απλό και εύκολο θέμα. Γιατί το παιδί τώρα αντιμετωπίζει την τρομακτική προοπτική του να βρεθεί ανεξάρτητο, μόνο, και χωρίς την πλήρη προστασία που του παρέχουν οι αποφάσεις των γονιών του. Δεν είναι απορίας άξιο, λοιπόν, το ότι, όταν αρχίζει να νιώθει τον εαυτό του σαν αυθύπαρκτη ταυτότητα, μπορεί να νιώσει τρομερά ανίσχυρο σε σχέση με τους μεγάλους και δυνατούς ενήλικους γύρω του. Κάποια γυναίκα, στη διάρκεια της προσπάθειάς της για ανεξαρτητοποίηση από τη μητέρα της, είχε δει το εξής εύγλωττο όνειρο: «Βρισκόμουν σε μια μικρή βάρκα που ήταν δεμένη σ’ ένα μεγάλο πλοίο. Διασχίζαμε τον ωκεανό και τεράστια κύματα ορμούσαν, πολιορκώντας τη βάρκα μου. Αναρωτιόμουν αν ήταν ακόμη δεμένη στο μεγάλο πλοίο».
Το υγιές παιδί, που βρίσκει αγάπη και υποστήριξη στους γονείς του, χωρίς να είναι παραχαϊδεμένο, θα προχωρήσει στην ανάπτυξή του, παρά τις αγωνίες και τις κρίσεις που το περιμένουν, και ίσως χωρίς ιδιαίτερα τραυματικές εμπειρίες ή καταστροφική επαναστατικότητα. Αλλά, αν οι γονείς συνειδητά ή ασυνείδητα το εκμεταλλεύονται χρησιμοποιώντας το για δικό τους σκοπό και για δικιά τους ευχαρίστηση ή αν το μισούν ή το απορρίπτουν, ώστε το παιδί να μη μπορεί να είναι σίγουρο για την παραμικρή υποστήριξη όταν δοκιμάζει τη νέα του ανεξαρτησία, τότε υπάρχει το εξής ενδεχόμενο: Το παιδί θα προσκολληθεί στους γονείς του και θα χρησιμοποιήσει την ικανότητά του για ανεξαρτησία μονάχα με τη μορφή αρνητισμού και πείσματος. Όταν το παιδί αρχίζει να λέει για πρώτη φορά δοκιμαστικά «όχι», είναι πιθανό οι γονείς ν’ αντιδράσουν απορριπτικά μάλλον, παρά με αγάπη και ενθάρρυνση. Σε μια τέτοια περίπτωση, το παιδί θα συνεχίσει την αρνητική του στάση όχι σαν μορφή ανεξαρτησίας, αλλά σαν μια μορφή τυφλής αντίδρασης.
Ένα άλλο ενδεχόμενο αφορά την πλειοψηφία των περιπτώσεων σήμερα. Οι ίδιοι οι γονείς αισθάνονται άγχος και αμηχανία μέσα στην αναταραχή αυτής της ταχύτατα εναλλασσόμενης εποχής, αβέβαιοι για τον εαυτό τους, γεμάτοι από αμφιβολίες. Έτσι, μεταβιβάζουν το συνεχές άγχος τους στο παιδί και το κάνουν να αισθάνεται ότι ζει σ’ ένα κόσμο, όπου είναι επικίνδυνο να τολμήσει κανείς να κερδίσει την αυτονομία και την αυθυπαρξία του.
Αυτή η σύντομη περιγραφή είναι σχηματική, βέβαια, και σκοπός της είναι να δώσει σ’ εμάς τους ενήλικους ένα είδος επισκόπησης, μέσα από την οποία θα μπορέσουμε ν’ αντιληφθούμε καλύτερα πως αποτυγχαίνει κανείς να εξελιχθεί σε ατομικότητα. Τα περισσότερα στοιχεία γι’ αυτές τις συγκρούσεις της παιδικής ηλικίας προέρχονται από ενήλικους που αγωνίζονται, στα όνειρα, στις αναμνήσεις ή στις σημερινές τους σχέσεις, να ξεπεράσουν αυτό που στο παρελθόν τους εμπόδισε αρχικά να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένη προσωπικότητα. Σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, σχεδόν κάθε ενήλικος προσπαθεί ακόμη, στην πορεία της ζωής του να επιτύχει σαν ατομικότητα, με βάση τις φόρμες που σχηματίστηκαν κατά τις πρώτες εμπερίες του μέσα στην οικογένεια.
Επίσης, ούτε για μια στιγμή δεν παραβλέπουμε το γεγονός ότι η ολοκληρωμένη, αυθύπαρκτη προσωπικότητα αναπτύσσεται μέσα σ’ ένα κοινωνικό πλαίσιο. Και ο Ώντεν έχει μάλλον δίκιο όταν λέει:
…γιατί το εγώ είναι ένα όνειρο έως η ανάγκη του γείτονα το δημιουργήσει, καλώντας το.
(Ο αιώνας της αγωνίας, Ράντομ Χάουζ, σ. 8)
Σύμφωνα με την παραπάνω τοποθέτηση, το εγώ γεννιέται και ωριμάζει πάντα μέσα από τις διαπροσωπικές σχέσεις. Αλλά κανένα «εγώ» δεν μπορεί να φτάσει στο στάδιο της υπεύθυνης ύπαρξης, αν παραμείνει απλώς μια αντανάκλαση του κοινωνικού περίγυρου. Ιδιαίτερα στον κόσμο μας, στον οποίο ο κομφορμισμός σημαίνει και την καταστροφή του ατόμου, στην κοινωνία μας, όπου η προσαρμογή στον «κοινωνικά επιβεβλημένο τύπο» θεωρείτα εγγύηση για επιτυχία. Αυτό που πρέπει να τονιστεί σε μια τέτοια κοινωνία, δεν είναι μόνο το γενικά αποδεκτό γεγονός ότι όλοι, ως ένα σημείο, είμαστε δημιουργήματα ο ένας του άλλου. Αλλά επίσης και η ικανότητα που έχουμε ν’ αποκτάμε συνείδηση του εαυτού μας και, μ’ αυτό τον τρόπο, να αυτοδημιουργούμαστε.
Την ίδια μέρα που έγραφα αυτές τις λέξεις, ένας νεαρός ειδικευόμενος ανέφερε στην ψυχαναλυτική ομάδα του ένα όνειρο, ουσιαστικά ανάλογο με εκείνα που βλέπει σχεδόν καθένας που περνά κρίση ωριμότητας. Αυτός ο νεαρός είχε έρθει για ψυχαναλυτική βοήθεια για πρώτη φορά σαν φοιτητής. Υπέφερε από κρίσεις άγχους τόσο σοβαρές και διαρκείς, ώστε βρισκόταν στο μεταίχμιο να εγκαταλείψει την ιατρική σχολή. Τα προβλήματά του κυρίως είχαν τη ρίζα τους στο στενό δεσμό του με τη μητέρα του, μια πολύ ασταθή, αλλά δυνατή και αυταρχική γυναίκα. Είχε συμπληρώσει τις ιατρικές του σπουδές, ήταν ένας επιτυχημένος εσωτερικός γιατρός και είχε κάνει αίτηση για την πιο υπεύθυνη θέση στο νοσοκομείο, για τον επόμενο χρόνο. Την ημέρα που προηγήθηκε του ονείρου του, είχε λάβει ένα γράμμα από τον διευθυντή του νοσοκομείου, που του ανέθετε τη θέση και του έδινε συγχαρητήρια για τη θαυμάσια δουλιά του ως εσωτερικός γιατρός. Αλλά αντί να χαρεί, ο νεαρός κυριεύτηκε ξαφνικά από άγχος. Να και το όνειρό του, όπως το διηγήθηκε αυτός:
Καθόμουν πάνω στο ποδήλατο και κατευθυνόμουν προς το σπίτι όπου είχα ζήσει τα παιδικά μου χρόνια. Εκεί ήταν ο πατέρας και η μητέρα μου. Το μέρος φαινόταν όμορφο. Μόλις μπήκα μέσα, ένιωσα ελεύθερος και γεμάτος δύναμη, όπως είμαι τώρα στην πραγματική μου ζωή ως γιατρός, όχι όπως όταν ήμουν μικρός. Αλλά οι γονείς μου δε με αναγνώριζαν. Φοβόμουν να εκφράσω την ανεξαρτησία μου, μήπως και με πετάξουν έξω. Αισθάνθηκα τόσο μόνος και απόμακρος, σαν να βρισκόμουν στο Βόρειο Πόλο και δεν υπήρχε ψυχή, παρά μόνο πάγος και χιόνια σε ακτίνα χιλιάδων μιλίων. Περπάτησα μέσα στο σπίτι, και στα διάφορα δωμάτια υπήρχαν πινακίδες με εντολές όπως «Σκούπισε τα πόδια σου», ή «Καθάρισε τα χέρια σου».
Το άγχος που τον κυρίευσε μετά την προσφορά της επιθυμητής θέσης δείχνει ότι κάτι σ’ αυτήν ή στην υπευθυνότητα που συνεπαγόταν, τον τρόμαζε πολύ. Και το όνειρο μας δείχνει το γιατί. Σαν υπεύθυνο, ανεξάρτητο, αυθύπαρκτο άτομο – σε αντίθεση με το αγόρι που ήταν δεμένο στη φούστα της μαμάς του – θα απορριφθεί από την οικογένειά του και θα μείνει μόνος. Τα συναρπαστικά σημεία με τη μορφή εντολών όπως «σκούπισε τα πόδια σου», που σημαίνουν ότι το σπίτι μοιάζει με στρατόπεδο και όχι με φωλιά αγάπης.
Το πραγματικό ερώτημα γι’ αυτόν τον νεαρό, βέβαια, ήταν γιατί ονειρεύτηκε ότι πήγαινε σπίτι του. Ποια ανάγκη υπήρχε μέσα του για επιστροφή στον πατέρα και τη μητέρα και το σπίτι που εξωτερικά φαινόταν τόσο όμορφο στο όνειρο, τη στιγμή που βρέθηκε αντιμέτωπος με την υπευθυνότητα; Αυτό είναι το θέμα με το οποίο θα ασχοληθούμε αργότερα. Εδώ θα τονίσουμε μόνο ότι η εξέλιξη σε προσωπικότητα, σε αυθύπαρκτη ταυτότητα, είναι μια διαδικασία που αρχίζει κατά τη βρεφική ηλικία και συνεχίζεται στην ενήλικη ζωή, ανεξάρτητα από συγκεκριμένη ηλικία. Και οι κρίσεις που αυτή η εξέλιξη συνεπάγεται, μπορούν να προκαλέσουν τρομερό άγχος. Δεν είναι ν’ απορεί κανείς, λοιπόν, γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι καταπιέζουν τη σύγκρουση και προσπαθούν σ’ όλη τη ζωή τους να ξεφύγουν από το φάσμα της αγωνίας!
Τι σημαίνει το να αισθάνεται κανείς τον εαυτό του σαν εγώ; Η εμπειρία της δικής μας ταυτότητας είναι η βάση από την οποία ξεκινάμε όλοι σαν ψυχολογικές υπάρξεις. Δεν μπορεί ποτέ ν’ αναπτυχθεί κατά λογικό τρόπο, γιατί η συνείδηση του εγώ είναι και η προϋπόθεση οποιασδήποτε σχετικής συζήτησης. Πάντα θα υπάρχει κάποια χροιά μυστηρίου στην συναίσθηση που κάποιος έχει για την ίδια του την ύπαρξη. Όταν λέμε μυστήριο εδώ, εννοούμε ένα πρόβλημα, τα δεδομένα του οποίου μπερδεύονται με το ίδιο το πρόβλημα. Γιατί μια τέτοια συναίσθηση αποτελεί αναγκαία και ικανή συνθήκη για έρευνα μέσα στον ίδιο τον εαυτό μας. Με άλλα λόγια, ακόμη και το να διαλογίζεται κανείς πάνω στη δική του ταυτότητα σαν εγώ, σημαίνει ότι ήδη βρίσκεται σε μια διαδικασία αυτο-συνειδησίας.
Μερικοί ψυχολόγοι και φιλόσοφοι στέκονται με δυστυχία απέναντι στην έννοια του εγώ. Αντιτίθεται σ’ αυτήν, γιατί δε θα ήθελαν να διαχωρίσουν τον άνθρωπο από τη σφαίρα των ζώων, και επίσης γιατί πιστεύουν ότι η έννοια του εγώ παρεμποδίζει το επιστημονικό πείραμα. Αλλά η απόρριψη της έννοιας του «εγώ» σαν «μη επιστημονικής» μόνο και μόνο επειδή δεν μπορεί να περιγραφεί με μαθηματικές εξισώσεις, θυμίζει το επιχείρημα, πριν είκοσι ή τριάντα χρόνια, ότι οι θεωρίες του Φρόυντ και η έννοια του «ασυνείδητου» ήταν «αντιεπιστημονικές». Πρόκειται για μια δογματική – και γι’ αυτό όχι αληθινή – επιστήμη, η οποία χρησιμοποιεί μια ιδιαίτερη μέθοδο σαν Προκρούστεια τράπεζα, απορρίπτοντας κάθε μορφή ανθρώπινης εμπειρίας που δεν ταιριάζει μ’ αυτή. Σίγουρα, πρέπει να βλέπουμε με σαφήνεια και ρεαλισμό το συνεχές ανάμεσα στον άνθρωπο και τα ζώα. Όμως δε θα’ πρεπε να καταλήξουμε στο παράλογο συμπέρασμα ότι, επομένως, δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσά τους.
Δε χρειάζεται ν’ αποδείξουμε ότι το εγώ είναι ένα «αντικείμενο». Το μόνο που χρειάζεται είναι ν’ αποδείξουμε ότι οι άνθρωποι έχουν την ικανότητα για αυτο-γνωσία. Το εγώ επιτελεί λειτουργία οργανωτική για το άτομο, μέσα από την οποία η μιά ανθρώπινη ύπαρξη μπορεί να σχετιστεί με την άλλη. Προηγείται της επιστήμης μας, δεν αποτελεί αντικείμενό της. Προϋποτίθεται στο γεγονός ότι κάποιος μπορεί να είναι επιστήμονας.
Η ανθρώπινη εμπειρία συνήθως ξεπερνά τις ιδιαίτερες μεθόδους που εφαρμόζουμε για να την καταλάβουμε οποιαδήποτε στιγμή. Και ο καλύτερος τρόπος για ν’ αντιληφθούμε την ταυτότητά μας σαν εγώ, είναι να εξετάσουμε την ίδια την εμπειρία μας. Ας φανταστούμε, για παράδειγμα, την εσώτερη εμπειρία κάποιου ψυχολόγου ή φιλοσόφου που γράφει ένα δοκίμιο, όπου αρνείται την έννοια της συνείδησης του εγώ. Κατά τη διάρκεια των εβδομάδων που σκεφτόταν να γράψει αυτή την εργασία, χωρίς αμφιβολία, οραματίστηκε πολλές φορές τον εαυτό του να κάθεται στο γραφείο σε κάποια μελλοντική χρονική στιγμή και να γράφει. Κι από καιρό σε καιρό, ας πούμε, και πριν πραγματικά αρχίσει να γράφει και αργότερα καθώς καθόταν στο γραφείο του και εργαζόταν πάνω στο θέμα αυτό, προσπάθησε να φανταστεί τι θα’ λεγαν οι συνάδελφοι του για την εργασία. Αν ο Καθητητής τάδε θα την επαινούσε, αν άλλοι συνάδελφοι θα έλεγαν «Τι λαμπρή μελέτη!», αν άλλοι θα τη θεωρούσαν ηλίθια κλπ. Σε κάθε σκέψη βλέπει τον εαυτό του σαν μια ταυτότητα τόσο καθαρά όσο και κάποιο συνάδελφο που διασχίζει το δρόμο. Κάθε σκέψη του καθώς χτίζει την επιχειρηματολογία του ενάντια στη συνείδηση του εγώ, αποδεικνύει αυτήν ακριβώς τη συνείδηση.
Βέβαια, η συναίσθηση που έχει κάποιος για την ταυτότητά του δεν αποτελεί μια διανοουμενίστικη ιδέα. Ο Γάλλος φιλόσοφος Καρτέσιος, στις αρχές της νεώτερης ιστορίας, πριν τρεις αιώνες, αποσύρθηκε μέσα στο τζάκι του, σύμφωνα με το μύθο, για να διαλογιστεί ολομόναχος κάποια μέρα, στην προσπάθειά του να βρει τις βασικές αρχές της ανθρώπινης ύπαρξης. Βγήκε από την κρυψώνα του το βραδάκι με το πολύ γνωστό σήμερα συμπέρασμα «Σκέπτομαι, άρα υπάρχω». Με άλλα λόγια, υπάρχω σαν εγώ, επειδή είμαι σκεπτόμενο ον. Όμως, αυτό δεν είναι αρκετό. Εσύ κι εγώ δε σκεφτόμαστε ποτέ τον εαυτό μας σαν ιδέα. Μάλλον οραματιζόμαστε τον εαυτό μας να κάνει κάτι – όπως στην περίπτωση του ψυχολόγου που έβλεπε τον εαυτό του να γράφει – και κατόπιν ζούμε στη φαντασία μας τα συναισθήματα που θα δοκιμάζαμε, όταν πραγματικά θα επιδιδόμαστε στην αντίστοιχη δραστηριότητα. Με άλλα λόγια, θεωρούμε τον εαυτό μας σαν μια σκεπτόμενη, προαισθανόμενη και ενεργητική οντότητα. Έτσι, το εγώ δεν είναι απλώς το άθροισμα των διαφόρων «ρόλων» που κάποιος υποδύεται. Είναι η ικανότητα με την οποία κάποιος φτάνει να γνωρίζει ότι παίζει αυτούς τους ρόλους. Είναι το κεντρικό σημείο, από όπου κάποιος βλέπει και αποκτά συναίσθηση των επονομαζόμενων διαφόρων «πλευρών» του εαυτού του.
Μετά από αυτές τις ηχηρές, ίσως, φράσεις, ας υπενθυμίσουμε στον εαυτό μας ότι στο τέλος – τέλος, η συναίσθηση της ταυτότητας ή της ολοκλήρωσής μας σαν προσωπικότητα, είναι η απλούστερη αν και συγχρόνως η πιο συνταρακτική εμπειρία της ζωής μας. Όπως όλοι ξέρετε, ένα μικρό παιδί θ’αντιδράσει με αγανάκτηση και θυμό αν εσείς κοροϊδεύοντάς το, το φωνάξετε με λάθος όνομα. Είναι σαν να του αφαιρείτε την ταυτότητά του – κάτι πολύτιμο γι’ αυτό. Στην Παλαιά Διαθήκη, η φράση «θα εξαλείψω τα ονόματά τους» – δηλαδή, θα σβήσω την ταυτότητά τους και θα ’ναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ – αποτελεί μεγαλύτερη απειλή ακόμη κι από το σωματικό θάνατο.
Δυό μικρές δίδυμες έδωσαν μια πολύ γλαφυρή εικόνα για το πόσο σπουδαία είναι για ένα παιδί η αυθυπαρξία του. Τα κοριτσάκια ήταν καλές φίλες, πράγμα που καθιστούσε δυνατό η συμπληρωματικότητα των χαρακτήρων τους. Το ένα ήταν εξωστρεφές και πάντα στο κέντρο της προσοχής, όταν έρχονταν επισκέπτες στο σπίτι. Το άλλο ήταν μάλλον κλειστός χαρακτήρας κι ένιωθε πολύ ευτυχισμένο μένοντας μόνο, ζωγραφίζοντας με τα μολύβια του ή γράφοντας μικρά ποιήματα. Οι γονείς, όπως γίνεται συνήθως με τα δίδυμα, τα έντυναν ομοιόμορφα όταν έβγαιναν για περίπατο. Όταν ήταν περίπου τρισήμιση ετών, η εξωστρεφής μικρή άρχισε να εκδηλώνει την επιθυμία να ντύνεται πάντα διαφορετικά από την αδελφή της. Σε περίπτωση που θα ντυνόταν μετά από την αδερφή της, θα φορούσε, αν χρειαζόταν, ακόμη κι ένα παλαιότερο ή λιγότερο όμορφο φόρεμα, ώστε να μην είναι όμοιες. Ή αν αναγκαζόταν να ντυθεί πρώτη, παρακαλούσε την αδερφή της ακόμη και με κλάματα, να μη φορέσει το αντίστοιχο φόρεμα. Για μέρες αυτό προκαλούσε έκπληξη στους γονείς, μια που το παιδί δεν έδειχνε σημεία άγχους, κατά κανένα άλλο τρόπο. Τελικά οι γονείς σαν από διαίσθηση, ρώτησαν το μικρό κορίτσι: «Όταν πηγαίνετα βόλτα εσείς οι δυό, σας αρέσει ν’ ακούτε τον κόσμο στο δρόμο να λέει: ‘Κοίτα αυτές τις δυό όμορφες δίδυμες’;», αυτόματα το μικρό κορίτσι αναφώνησε: «Όχι, θέλω να λένε, ‘Κοίτα αυτά τα δυό διαφορετικά κορίτσια!’».
Αυτή η αυθόρμητη εκδήλωση, που προφανώς αποκαλύπτει κάτι πολύ σπουδαίο για το κοριτσάκι, δεν μπορεί να εξηγηθεί λέγοντας ότι απλώς και μόνο ήθελε να προσελκύσει την προσοχή. Γιατί θα κέρδιζε περισσότερη προσοχή αν ντυνόταν ομοιόμορφα με την αδερφή της, όπως συνηθίζουν οι δίδυμες. Δείχνει, μάλλον, την αξίωσή της για αυθυπαρξία, για προσωπική ταυτότητα – μια ανάγκη, που ήταν σπουδαιότερη γι’ αυτήν ακόμη και από την προσοχή ή το γόητρο.
Το μικρό κορίτσι πολύ σωστά έκφρασε το στόχο κάθε ανθρώπινης ύπαρξης – την ατομικότητα. Κάθε οργανισμός έχει μιά και μόνη κεντρική ανάγκη στη ζωή, το να πραγματώσει και ν’ αξιοποιήσει τις δυνατότητές του. Το βαλανίδι γίνεται βαλανιδιά, το σκυλάκι σκύλος που δημιουργεί σχέση αγάπης και πίστης προς τα ανθρώπινα αφεντικά του, όπως αρμόζει στο είδος του. Κι αυτό είναι ό,τι μπορεί κανείς να προσδοκά από τη βαλανιδιά και το σκύλο. Για την ανθρώπινη ύπαρξη όμως, το καθήκον της αυτο-πραγμάτωσης και αξιοποίησης των φυσικών δυνατοτήτων είναι πολύ δυσκολότερο, γιατί προϋποθέτει τη συνείδηση στόχων και πράξεων. Δηλαδή, η ανάπτυξη του ανθρώπου δεν είναι αυτόματη, αλλά πρέπει ως ένα ορισμένο σημείο, να επιλεχθεί και να επιβεβαιωθεί από αυτόν τον ίδιο. Γράφει ο Τζων Στιούαρτ Μιλλ: «Ανάμεσα στα έργα τα οποία ο άνθρωπος είναι προορισμένος να τελειοποιήσει και να ομορφύνει, το σπουδαιότερο είναι σίγουρα ο ίδιος ο άνθρωπος… Η ανθρώπινη φύση δεν είναι μια μηχανή που πρέπει να συναρμολογηθεί σύμφωνα με ένα σχέδιο προκαθορισμένο και να ρυθμιστεί για το έργο ακριβώς για το οποίο προορίζεται. Η ανθρώπινη φύση είναι σαν ένα δέντρο που ζητά ν’ αυξηθεί και ν’ αναπτυχθεί προς κάθε κατεύθυνση, σύμφωνα με την τάση των εσωτερικών δυνάμεων που την καθιστούν έμψυχο ον». Σ’ αυτή την τόσο όμορφα εκφρασμένη σκέψη, ο Τζων Στιούαρτ Μιλλ παρέλειψε δυστυχώς την πιο σπουδαία «τάση των εσωτερικών δυνάμεων», που κάνουν τον άνθρωπο αυτό που είναι. Το ότι, δηλαδή, ο άνθρωπος δεν αυξάνεται αυτόματα σαν ένα δέντρο, αλλά αξιοποιεί τις δυνατότητές του, μόνο όπως αυτός σχεδιάζει και επιλέγει, σύμφωνα με τη συνείδησή του.
Ευτυχώς, αντίθετα με το βαλανίδι που υπάρχει αυτοδύναμο από τη στιγμή που πέφτει στο χώμα ή με το σκυλάκι που πρέπει να προφυλάγεται μόνο του μετά από μερικές εβδομάδες, η παρατεταμένη περίοδος της βρεφικής και παιδικής ηλικίας στην ανθρώπινη ζωή προετοιμάζει το παιδί γι’ αυτό το δύσκολο καθήκον. Είναι σε θέση ν’ αποκτήσει γνώση και να θεμελιώσει τις εσωτερικές δυνάμεις του, ώστε όταν θα πρέπει ν’ αρχίσει να επιλέγει για ν’ αποφασίζει, να είναι ικανός γι’ αυτό.
Επιπλέον, ο άνθρωπος πρέπει να κάνει τις επιλογές του σαν άτομο, γιατί η ατομικότητα είναι μιά πλευρά της συνείδησης που κάποιος έχει για τον εαυτό του. Μπορούμε να το δούμε αυτό πολύ καθαρά όταν συνειδητοποιήσουμε ότι η αυτο-συνειδησία είναι πάντα μια μοναδική πράξη. Δεν μπορώ ποτέ να ξέρω ακριβώς πως εσύ βλέπεις τον εαυτό σου και εσύ πάλι δεν μπορείς να γνωρίζεις με ακρίβεια το είδος της σχέσης που εγώ έχω με τον εαυτό μου. Αυτός είναι και ο εσώτερος ιερός χώρος, όπου ο καθένας πρέπει να στέκεται μόνος του. Το γεγονός αυτό είναι και η αιτία για ένα μεγάλο μέρος της τραγικότητας και της αναπόδραστης μοναξιάς – που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ζωή –, αλλά επίσης δείχνει ότι είναι ανάγκη να βρούμε μέσα μας τη δύναμη για να σταθούμε στον ιερό αυτό χώρο σαν άτομα. Πράγμα που σημαίνει ότι, εφόσον δε συνυπάρχουμε αυτόματα με τους συνανθρώπους μας, πρέπει μέσα από τη δική μας αυτοεπιβεβαίωση να μάθουμε ν’ αγαπούμε τους άλλους.
Αν ο οποιοσδήποτε οργανισμός δεν μπορέσει ν’ αξιοποιήσει τις δυνατότητές του αρρωσταίνει, ακριβώς όπως θ’ ατροφούσαν τα πόδια αν δεν περπατούσαν ποτέ. Όμως δε θα χανόταν μόνο η μυική τους δύναμη. Η κυκλοφορία του αίματος, η καρδιακή λειτουργία, ολόκληρος ο οργανισμός θ’ αδυνάτιζε. Κατά τον ίδιο τρόπο, αν ο άνθρωπος δεν πραγματώσει τις δυνατότητές του σαν άτομο, αυτο-περιορίζεται και αρρωσταίνει. Αυτή είναι η ουσία της νεύρωσης: Οι αχρησιμοποίητες δυνατότητες του ατόμου, μπλοκαρισμένες από τις εχθρικές συνθήκες του περιβάλλοντος (περασμένες ή σημερινές) και από τις εσωτερικευμένες από το ίδιο άτομο συγκρούσεις, εσωστρέφονται και προκαλούν νοσηρότητα. «Η ενεργητικότητα είναι η αιώνια ευχαρίστηση», είπε ο Γουίλλια Μπλέηκ· «Αυτός που επιθυμεί αλλά δε δραστηριοποιείται, γεννά την πανούκλα».
Ο Κάφκα ήταν αυθεντία στο θλιβερό έργο της απεικόνισης των ανθρώπων που δε χρησιμοποιούν τις δυνατότητές τους και γι’ αυτό χάνουν την αίσθηση ότι είναι άτομα. Ο κεντρικός ήρωας στη «Δίκη» και στο «Κάστρο» δεν έχει όνομα. Αναφέρεται μόνο με μένα αρχικό γράμμα, ένα άφωνο σύμβολο για την έλλειψη ταυτότητάς του. Στη συγκλονιστική και τρομακτική παραβολή, «Η μεταμόρφωση», ο Κάφκα περιγράφει πολύ γλαφυρά τι συμβαίνει όταν η ανθρώπινη ύπαρξη νεκρώσει τις αισθήσεις και τις δυνατότητές της. Ο ήρωας αυτού του μυθιστορήματος είναι ένας κλασικός, σύγχρονος νεαρός άντρας, που κάνει μια ρουτινιάρικη, κενή ζωή σαν έμπορος, επιστρέφοντας κανονικά στο μεσο-αστικό σπίτι του, τρώγοντας το ίδιο φαγητό, ρος-μπιφ, κάθε Κυριακή, ενώ ο πατέρας του αποκοιμιέται στο τραπέζι. Αυτό που υπονοεί ο Κάφκα είναι ότι η ζωή αυτού του νεαρού άντρα ήταν τόσο άδεια από νόημα, ώστε ξύπνησε κάποιο πρωί, όχι πια σαν ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά σαν κατσαρίδα. Έχασε τις ανθρώπινες ιδιότητές του, γιατί και σαν άνθρωπος δεν είχε αποκτήσει το ανάστημα που έπρεπε, αξιοποιώντας τις δυνατότητές του. Η κατσαρίδα, όπως οι ψείρες, οι αρουραίοι και τα ζωύφια, ζει από τα υπολείμματα των άλλων. Είναι παράσιτο, και για τους περισσότερους ανθρώπους αποτελεί σύμβολο για οτιδήποτε ακάθαρτο και αποκρουστικό. Δε θα μπορούσε να βρεθεί δυνατότερος τρόπος συμβολισμού γι’ αυτό που συμβαίνει όταν η ανθρώπινη ύπαρξη παραιτείται από τη φύση της.
Αλλά στο βαθμό που πραγματικά αξιοποιούμε τις δυνατότητές μας σαν άτομα, δοκιμάζουμε τη μεγαλύτερη χαρά που μπορεί να δοκιμάσει ο άνθρωπος. Όταν ένα μικρό παιδί μαθαίνει ν’ ανεβαίνει τις σκάλες ή να σηκώνει ένα κουτί, προσπαθεί ξανά και ξανά, πέφτει, σηκώνεται και πάλι από την αρχή. Κι όταν τελικά τα καταφέρνει, γελά με ικανοποίηση, εκφράζοντας έτσι τη χαρά του για το ότι έβαλε σ’ ενέργεια τις δυνάμεις του. Αλλ΄ αυτό δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με τη σιωπηλή χαρά που δοκιμάζει ο έφηβος, όταν για πρώτη φορά χρησιμοποιεί τις ικανότητές του για να κάνει φίλους. Ή σε σύγκριση με τη χαρά του ενήλικου όταν μπορεί ν’ αγαπήσει, να κάνει σχέδια και να δημιουργήσει.
Η χαρά, πού περισσότερο από την ευτυχία, αποτελεί το σκοπό της ζωής, γιατί αυτή συνοδεύει την πραγμάτωσή μας σαν ανθρώπινες υπάρξεις. Βασίζεται στη συναίσθηση που κάποιος έχει για την ταυτότητά του σαν ύπαρξη με αξία και αξιοπρέπεια, σαν ύπαρξη που μπορεί ν’ αυτοεπιβεβαιωθεί απέναντι σε όλες τις άλλες υπάρξεις καθώς και τον ανόργανο κόσμο. Η δύναμη αυτού του συναισθήματος στην ιδεατή μορφή του φαίνεται στη ζωή του Σωκράτη. Είχε τόση εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στις αξίες του, ώστε θεωρούσε την καταδίκη του σε θάνατο όχι σαν ήττα, αλλά σαν τη μεγαλύτερη επιβράβευση από το συμβιβασμό. Μ’ αυτό δε θέλουμε να πούμε ότι μια τέτοια χαρά προορίζεται μονάχα για τους ήρωες και τις εξέχουσες προσωπικότητες. Βρίσκεται ποιοτικά, όσο ανεπαίσθητη κι αν είναι, στις πράξεις οποιουδήποτε εκφράζει τίμια και υπεύθυνα τις δυνατότητές του.
Aπόσπασμα από το βιβλίο
του Rollo May:
«Η έρευνα του ανθρώπου
για τον εαυτό του»
εκδόσεις Κονιδάρη
Ο Rollo May (Ρόλο Μαίη) ήταν ένας από τους πιο γνωστούς ψυχολόγους του εικοστού αιώνα, συνιδρυτής και χορηγός της Ένωσης Ανθρωπιστικής Ψυχολογίας, κάτοχος του Βραβείου Διακεκριμένης Καριέρας στην Ψυχολογία, της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας.