Les Bagneres de Luchon
διαγράφοντας τα όρια των σκιών,
επαργυρώνοντας την αμυδρή λάμψη της νύχτας,
εμπαίζοντας τη φαινομενικά αδιάτρητη σοβαρότητα των βράχων,
χωρίς να αντιστέκεται, να προσπαθεί, να παλεύει,
ακολουθώντας το ένστικτο της πτώσης,
διαβρώνοντας τους τοίχους, τις πέτρες, τα μνήματα, τα κεραμίδια, τη σιωπή,
παιχνιδίζοντας στα πεζοδρόμια και στα πεζούλια,
εξαγνίζοντας μας από την προπατορική πατροκτονία,
η μάνα, η αρχέτυπη μήτρα κάθε ζωής,
η βροχή.
– Θες να τα φτιάξουμε;
– Ναι.
- Να “ναι αργά το βράδυ, να σου “χουν τελειώσει τα τσιγάρα, και να βρίσκεις αναπάντεχα ένα πακέτο στην τσάντα σου.
- Να σου λέει ένας φίλος, στις πέντε το πρωί: «Πάμε να φύγουμε; Να πάμε σ” ένα νησί;» Και να του δίνεις το χέρι: «Συμφωνία. Θα φύγουμε.»
- Να πιάνεις στο ραδιόφωνο ένα τραγουδι που έχεις ν” ακούσεις από τότε που μοίραζες προκηρύξεις.
- Να βλέπεις το ουράνιο τόξο.
- Να νιώθεις το κρύο νερό της θάλασσας, μετά από δυο ώρες πεζοπορίας κάτω απ” τον καυτό ήλιο.
- Να ξαπλώνεις μετά από μια κουραστική μέρα.
- Να ζεις.