Ἀκούμπησε τὸ φορτίο μὲ τὰ ξύλα στὸν ὀγκόλιθο ποὺ ἐξεῖχε στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου. Ὁ ἀνήφορος τῆς ἔκοψε τὰ πόδια. Κοντοστάθηκε νὰ πάρει ἀνάσα, σκούπισε μὲ τὴν ποδιὰ τὸ ξαναμμένο της πρόσωπο. Ἀμνοεριφάκια παιχνιδιάρικα, λιγοστά, μετρημένα στὰ δάχτυλα τῆς μιᾶς χειρὸς – τὸ μικρό της ποίμνιο - τὴν προσπέρασαν ἀνυπόμονα κι ἔτρεξαν βιαστικὰ γιὰ τὸ στέκι τους. Ὁ ἥλιος, ξεφεύγοντας γιὰ μιὰ μονάχα στιγμὴ ἀπ’ τὰ πυκνὰ σύννεφα, ἔστειλε τὸ τελευταῖο χάδι του στὴ γῆ καὶ βούτηξε πρὸς τὴ δύση χλωμός.
Ν’ ἀποτελοῦν ὅλοι παντοτινὰ μέρος τοῦ κόσμου ἐκείνου, αἰώνια «ἐν χειρὶ Θεοῦ» νὰ ζοῦν εἰρηνικά. Σ’ αὐτὸ τὸ βλέμμα ἔλαμπε ὁ κόσμος τοῦ Θεοῦ, ἀσύλληπτα διαφορετικὸς ἀπὸ τὴν κόλαση τοῦ κόσμου τῶν ἀνθρώπων!