Όλα έχουν νόημα σου λέει… μα κανείς δεν σου λέει που στο καλό είναι αυτό το νόημα. Έχω δει ανθρώπους να φαίνονται ευτυχισμένοι πηγαίνοντας στην εκκλησία, στο σχολείο σε φίλους ή ακόμα όταν είναι μόνοι τους στο σπίτι χαζεύοντας το ταβάνι. Τι να πω… εγώ δεν μπορώ να βρω καμιά ευτυχία σε όλα αυτά. Όχι δηλαδή ότι είμαι δυστυχισμένος, ντε και καλά, αλλά να… μου λείπει αυτό το πηγαίο χαμόγελο που διαγράφεται μέχρι τα αυτιά. Και το πιο περίεργο απ’ όλα είναι ότι δεν νιώθω καν την ανάγκη να το κάνω.
Ήταν ένας ηλικιωμένος – φαινόταν σαν να είχε ξεπεράσει τα 90. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο από σημάδια του χρόνου, αλλά τα μεγάλα μάτια του φαίνονταν τόσο στοργικά, πού ήταν λες και έλαμπαν μέσα στο σκοτάδι. Εντούτοις, το μυαλό μου δεν έλεγε να ησυχάσει και έτσι ξαναρώτησα απανωτά «Ποιος είστε; Τι θέλετε;»
Οι χτύποι της καρδιάς μου άρχισαν να επανέρχονται και μια ανάσα ανακούφισης βγήκε από το στόμα μου. Το μυαλό μου σήμανε παύση του συναγερμού στο σώμα μου και ένα αυθόρμητο χαμόγελο ευγνωμοσύνης διαγράφηκε στο πρόσωπό μου.
Κι εγώ, λες και ήμουν τόσο διψασμένος να βρω ένα πρόθυμο αυτί να με ακούσει, μίλαγα ατελείωτα, για ώρες, αναβιώνοντας κυριολεκτικά κάθε σκηνή της ζωής μου που του περιέγραφα.
Τα λόγια του ήρθαν σαν αφυπνιστικά χαστούκια «Ναι!», αναφώνησα «Ακριβώς αυτό συμβαίνει!», «Εγώ έχω δέσει τη μοναξιά γύρω μου από το φόβο μη πληγωθώ!» , είπα αναστατωμένα προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω κι εγώ τις λέξεις που ξεστόμιζα.
Η ερώτησή του ήταν λες και έκανε κάθε κύτταρό μου να εξεγερθεί. Αισθανόμουν ότι θα γίνω τρισεκατομμύρια κομμάτια και θα εξαϋλωθώ
Μόνο που αυτή τη φορά το μυαλό μου βραχυκύκλωσε, οι διακόπτες έπεσαν και ξαφνικά μια θεραπευτική ησυχία εξαπλώθηκε παντού. Ένα ήρεμο σκοτάδι αγκάλιασε το σώμα μου και, ίσως από την κούραση, ίσως από το ξενύχτι, ίσως από τη συγκίνηση, ίσως από όλα μαζί, έχασα τις αισθήσεις μου.
Η τελευταία ερώτηση του Γιώργου ερχόταν ξανά αι ξανά στο μυαλό μου « «Δηλαδή… για να καταλάβω… επιλέγεις να είσαι μόνος ώστε να μην καταλήξεις να είσαι μόνος;». Ήταν απίστευτο! Αυτό το οποίο έτρεμα μην μου συμβεί , το επέλεγα να γίνει η καθημερινότητά μου. Ο μεγαλύτερός μου εφιάλτης είχε γίνει η καθημερινή μου ζωή, χωρίς να το καταλάβω. Προσπαθούσα τόσα χρόνια να προστατεύσω τον εαυτό μου, τάχα να μην πληγωθεί, τη στιγμή που πρώτος τον πλήγωνα.
Τίποτα… κανείς δεν ήταν εκεί… σηκώθηκα ανήσυχος ψάχνοντας με το βλέμμα μου οποιοδήποτε ίχνος του. «Δεν μπορεί να με παράτησε έτσι μόνο μου», σκέφτηκα και συνέχιζα να ψάχνω σχεδόν απεγνωσμένα, ώσπου τα μάτια μου έπεσαν στο νεαρό ζευγάρι που φαίνεται ότι είχε περάσει όλη τη βραδιά του εκεί.
Ήταν ακόμα αγκαλιασμένοι, σαν να μην πέρασε ούτε ένα δευτερόλεπτο από την τελευταία φορά που τους είδα. Τους πλησίασα και όταν έφτασα κοντά τους έκανα τον βηματισμό μου πιο θορυβώδη για να με αντιληφθούν
via